«Είμαι η Ίνβα της Αλβανίας και η Μαρίνα της Ελλάδας». Ετσι ξεκινά την αφήγησή της η 14χρονη Ίνβα-Μαρίνα Γκάνο, μαθήτρια της Β΄ τάξης του Γυμνασίου Βελβεντού Κοζάνης. Είναι μετανάστρια από την Αλβανία που ζει στην Ελλάδα. Η αφήγησή της βραβεύθηκε στον μαθητικό διαγωνισμό με θέμα «Μια ιστορία ξενιτιάς» που διοργανώθηκε στο πλαίσιο του 3ου Διεθνούς Φεστιβάλ Αφήγησης και Τεχνών του Λόγου, που πραγματοποιήθηκε στις αρχές Μαΐου στην Κοζάνη.
Περισσότερα από 80 παιδιά από δημοτικά, γυμνάσια και λύκεια του Νομού Κοζάνης έλαβαν μέρος στον διαγωνισμό του Φεστιβάλ, το οποίο εφέτος είχε θέμα την προσφυγιά, τη μετανάστευση και τη διασπορά.
Η πόλη της Κοζάνης γνωρίζει την ξενιτιά και από τις δύο πλευρές σε όλη τη διάρκεια της πρόσφατης ιστορίας της. Κοζανίτες έμποροι έφυγαν για την Κεντρική και Δυτική Ευρώπη στα χρόνια της Τουρκοκρατίας. Χιλιάδες οικογένειες Πόντιων και Μικρασιατών προσφύγων κατέφυγαν στην πόλη και πολλοί Κοζανίτες πήγαν μετανάστες στην Αμερική, στην Αυστραλία και στη Γερμανία τον περασμένο αιώνα.
Σήμερα στην πόλη ζουν οικονομικοί μετανάστες από τις βαλκανικές χώρες και την Ασία, πολιτικοί πρόσφυγες από το Ιράκ. «Είναι μια πόλη ανοιχτή στους ξένους και φιλόξενη, λόγω και της δικής της ιστορίας μετανάστευσης», είπε στο «Βήμα» ο καλλιτεχνικός διευθυντής του Φεστιβάλ Στέλιος Πελασγός, «οι ξένοι έχουν ενσωματωθεί στον κοινωνικό ιστό της πόλης ευκολότερα από ό,τι σε άλλες πόλεις της Ελλάδας, αυτό φαίνεται ακόμη και στην αρχιτεκτονική και την πολεοδομία της πόλης, ντόπιοι και ξένοι ζουν μαζί και όχι σε χωριστές συνοικίες».
Το Φεστιβάλ ενθάρρυνε τα παιδιά της περιοχής να μάθουν και να αφηγηθούν οικογενειακές ιστορίες, να μιλήσουν για προσωπικά βιώματα ή να δώσουν φανταστικές αφηγήσεις από την οπτική του ξένου προσπαθώντας να μπουν στη θέση συμμαθητών τους, όπως η Άρτεμις Παππά, μαθήτρια της Β΄ τάξης του 5ου Γυμνασίου Πτολεμαϊδας, η οποία αφηγήθηκε μια ιστορία με πρωταγωνίστρια μια προσφυγοπούλα από το Ιράκ που ήρθε στην Ελλάδα μετά το ξέσπασμα του πολέμου στη χώρα της. «Κοίταξα για τελευταία φορά πίσω. Είχε έρθει το τέλος»
Με εύγλωττες εικόνες αφηγείται πώς ο πατέρας της πέρασε την ελληνο-αλβανική μεθόριο: «Ότι όμως συνάντησε πάνω στα βουνά ο πατέρας μου δεν θα το ξεχάσει ποτέ στη ζωή του. Στη δύσκολη, λόγω του ανάγλυφου και των καιρικών συνθηκών, διαδρομή συνάντησε συμπατριώτες του άλλους νεκρούς, από το κρύο και τη μαφία, άλλους τραυματισμένους και άλλους αποκαμωμένους από την πείνα σε άθλια κατάσταση. Μάταια περίμεναν οι δικοί τους στην Αλβανία ένα σημάδι ζωής, ένα μήνυμα, κάτι που θα τους γέμιζε με ελπίδα τα άδεια μάτια τους».
Ακολουθούν οι πρώτες εμπειρίες από την ξένη χώρα: «Την πρώτη μέρα έτρεμα από τον φόβο μου για το πώς θα με δεχτούν τα παιδιά, επειδή ήμασταν από την Αλβανία και δεν γνωρίζαμε καλά την γλώσσα. Άλλοι με δέχτηκαν και άλλοι με κοιτούσαν καχύποπτα και με υποτιμητικό βλέμμα. Αντιμετώπισα πολλές φορές τον ρατσισμό. Μια συμπατριώτισσά μου με βοήθησε στη γλώσσα». «Ο διαγωνισμός ήταν μια ευκαιρία για πολλά παιδιά να γνωρίσουν την οικογενειακή ιστορία τους, να μάθουν για την καταγωγή τους, να μιλήσουν με παππούδες που έζησαν χρόνια μετανάστες στο εξωτερικό»,
Στις βιωματικές αφηγήσεις την εμπειρία της μετακίνησης διαδέχονται τα στάδια της ενσωμάτωσης: «Όσο όμως μάθαινα τα ελληνικά, επικοινωνούσα καλύτερα με τους συμμαθητές μου, άρχισα να έχω παρέες και τα προβλήματα λιγόστευαν. Προσπάθησα σκληρά για να το καταφέρω αυτό», γράφει η Ίνβα-Μαρίνα Γκάνο. «Την επόμενη χρονιά παρακολούθησα τα μαθήματα της Τρίτης και της Τετάρτης. Στην Πέμπτη τάξη πια ήμουνα με τους συνομήλικους μου. Τα πράγματα πήγαιναν όλο και καλύτερα. Αυτό με βοήθησε να γίνω πιο κοινωνική και να διεκδικώ πράγματα για μένα και για την καλύτερη ένταξή μου στην καινούργια μου πατρίδα».Οι μεγάλοι αναλωνόμαστε σε στρογγυλά τραπέζια και θεωρητικές συζητήσεις για τις υβριδικές ταυτότητες σε έναν κόσμο ρευστό. Για τα παιδιά η αυτοσυνείδηση του ξένου έρχεται αποκαλυπτικά, ως κάθαρση μετά το βίωμα του ξεριζωμού, της στέρησης και της απουσίας, ως σταθερή απόφαση απέναντι στις συμπεριφορές διάκρισης ενός κόσμου που αντιμετωπίζει τον Άλλο με καχυποψία και εχθρότητα, ως πράξη αλληλεγγύης απέναντι σε κάθε μετανάστη, πραγματικό ή δυνάμει. «Τώρα κατάλαβα τι πραγματικά είμαι. Είμαι μία μετανάστης από το Ιράκ. Δεν φοβάμαι, τώρα, να το πω. Αισθάνομαι υπερήφανη, για την καταγωγή μου. Δεν λυπάμαι που δεν έχω φίλους εδώ, επειδή έχω την Έρντα να με περιμένει. Σταμάτησα να διώχνω το παρελθόν μου, γιατί χωρίς αυτό δεν μπορώ να πάω μπροστά»