«Αν έλθει άλλη κυβέρνησις, δεν θα τους δώσουν πεντάρα…»
«…η καταφρόνισης προς πάσαν ηθικήν αξίαν και προς πάσαν ηθικήν έννοιαν έχει κλονίσει πλεόν τα θεμέλια του κοινωνικού καθεστώτος, ώστε να μη υπολείπεται πλέον είς τους ενδεχόμενους ανατροπείς του κοινωνικού καθεστώτος βαρύ το έργον»: Θεμιστοκλής Σοφούλης αγόρευση στη Βουλή, 29 Απριλίου 1936.
Πολλά μπορεί να διαφέρουν, όμως, η πτώχευση της εποχής Τρικούπη (εξωτερικό χρέος 640 εκ. χρυσά φράγκα) και η πτώχευση του 1932 (εξωτερικό χρέος 1.022 εκ. χρυσά φράγκα) έχουν ένα εξαιρετικά ενδιαφέρον κοινό κομβικό στοιχείο: ότι, μετά από πολλές διεργασίες, και οι δύο κηρύχθηκαν μόλις το ποσοστό του χρέους έφτασε στο 150% του ΑΕΠ.
Ο Βενιζέλος απελπισμένος στην Ευρώπη
Τους τελευταίους μήνες της πρωθυπουργίας του, το 1932, ο Ελευθέριος Βενιζέλος έχει καταβάλει δραματικές προσπάθειες νέας δανειοδότησης της χώρας από το Παρίσι, το Λονδίνο και τη Ρώμη, που έχουν καταλήξει άκαρπες. Για την Ουάσιγκτον που βρίσκεται ακόμα μεταξύ του κραχ και του «Νιου ντιλ», δεν υπάρχει θέμα συζήτησης, όπως και για το Βερολίνο, που είναι ακόμα εξαιρετικά επιβαρυμένο με τις πολεμικές αποζημιώσεις του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου. Οι διάδοχοι του Βενιζέλου, επίσης δεν καταφέρνουν τίποτα περισσότερο σε αυτή την κατεύθυνση.
Λίγο πριν και διαρκώς μετά την πτώχευση του ΄32, το πρόβλημα του χρέους ήταν το μόνιμο υπόστρωμα πίσω από όλες τις εσωτερικές διεργασίες. Η πολύ έντονη κοινωνική πίεση που είχε προκαλέσει, γεννούσε άλλωστε και τον έντονο φόβο της ανόδου του ΚΚΕ – σε μια εποχή που η Οκτωβριανή Επανάσταση έστηνε το διεθνικό καθεστώς της και προκαλούσε τον φόβο του πολιτικού κόσμου στην Ελλάδα -, ενώ η διαπραγμάτευση με τους δανειστές επηρέαζε άμεσα την ευστάθια και τη σύνθεση των κυβερνήσεων.
Το 1932, το συνάλλαγμα από τις εξαγωγές της χώρας πήγαινε σε ποσοστό 81% για την εξυπηρέτηση του χρέους, τη στιγμή που στη Βουλγαρία το αντίστοιχο ποσοστό ήταν 16% και στην Ουγγαρία, που ήταν και το μεγαλύτερο όλων των άλλων χωρών πλην της Ελλάδας, στο 48%. Την ίδια στιγμή, η «Υπηρεσία Δημοσίου Χρέους» απορροφούσε το 9,25% του ΑΕΠ της χώρας, την ώρα που στη Ρουμανία το αντίστοιχο νούμερο ήταν 2,3% ή στη Γιουγκοσλαβία 1,7%. Η κρίση, είχε γίνει πια ασφυξία.
Ετσι, το πρόβλημα του δημοσίου χρέους συνδέεται άμεσα και με όλες τις (συχνά δραματικές και για άλλους παράλληλους εσωτερικούς λόγους) πολιτικές εξελίξεις που ακολούθησαν επηρεάζοντας διαρκώς την πολιτική ζωή στην κατεύθυνση της αποσταθεροποίησης, με κορυφαίο σημείο την ίδια την παλινόρθωση του ’35, της οποίας το κύριο πολιτικό αποτέλεσμα ήταν η απόφαση του Γεωργίου να τοποθετήσει πρωθυπουργό τον Ιωάννη Μεταξά, ως τότε αντιπρόεδρο και υπουργό Στρατιωτικών της Κυβερνήσεως Δεμερτζή, μετά τον ξαφνικό θάνατο του πρωθυπουργού στις 13 Απριλίου του 1936.
Τα δύο μεγάλα κόμματα ψηφίζουν Μεταξά
Όμως, ο διορισμένος πρωθυπουργός Μεταξάς, έπρεπε να περάσει και από τη Βουλή. Η τελευταία προπολεμική Βουλή, που είχε προκύψει από τις εκλογές της 26ης Ιανουαρίου του 1936, ήταν κι η τελευταία στην οποία συγκρούστηκαν οι δύο μεγάλες ελληνικές παρατάξεις: αυτή του «βενιζελισμού» με εκείνη του «αντιβενιζελισμού». Η μεγάλη ιστορική ειρωνεία, είναι ότι εκείνη η βουλή ήταν μάλιστα αναθεωρητική…
Στις εκλογές του Ιανουαρίου 14 κόμματα και συνασπισμοί είχαν ζητήσει την ψήφο του ελληνικού λαού. Και είχε ψηφίσει σχεδόν το 21% (!) του «νόμιμου» πληθυσμού, λιγότερο από 1,3 εκατομμύρια ψηφοφόροι… Το αποτέλεσμα ήταν ότι αμέσως μετά το σχηματισμό της σε σώμα, η Βουλή διχοτομήθηκε σε δύο στρατόπεδα μια συμμετοχή πολλών κομμάτων το καθένα: η βενιζελική / δημοκρατική παράταξη οχυρώθηκε με ένα συνολικό ποσοστό λίγο πάνω από το 45% και 142 έδρες και η αντιβενιζελική με ποσοστό αθροιστικά λίγο πάνω από 47,5% και 143 έδρες. Το Κουμμουνιστικό Κόμμα, έλαβε 5,6% και εξέλεξε 15 βουλευτές. Στην αρχή, θεωρήθηκε βέβαιο ότι οι βουλευτές του ΚΚΕ θα παίξουν το ρόλο του «ρυθμιστή» στο σχηματισμό κυβέρνησης. Τελικά, ήταν η μόνη ομάδα που είχε κάθετη άρνηση στην παροχή ψήφου εμπιστοσύνης στον Ιωάννη Μεταξά και επιχειρηματολογούσε ανοιχτά στη Βουλή ότι η τοποθέτησή του θα οδηγούσε σε δικτατορία.
Και οι δύο μεγάλες παρατάξεις ήταν όμηρες της αδυναμίας τους να προσφέρουν λύση στα δημοσιονομικά και τα συνακόλουθα πολιτικά προβλήματα. Η κίνηση του Γεωργίου τους έδωσε μια διέξοδο, ένα «άλλοθι». Αλλωστε, ο ίδιος ο Βενιζέλος ήταν που, λίγες μέρες πριν πεθάνει, με επιστολή του στις 9 Μαρτίου, που δημοσιεύθηκε, είχε «καθαγιάσει» τον Μεταξά, αλλά και τον Γεώργιο – είχε θεωρήσει ότι η κίνησή του θα έθετε ένα οριστικό τέλος στα πραξικοπήματα. Όμως, και οι δύο παρατάξεις, γνώριζαν κατά βάθος τι έκαναν:
«Χθες ακόμη εις μίαν μακράν ολονύκτιον συνεδρίασιν ηναγκάσθημεν να κηρύξωμεν την χρεοκοπίαν του λεγομένου κοινοβουλευτισμού. Είδομεν το θέαμα ενός κόμματος, το οποίον ο λαός επλούτισεν με 120 βουλευτάς και ένος άλλου με 80 και ενός άλλου με 40 να μη δύναται κανέν εξ αυτών αλλ’ ούτε, δυστυχώς, όλα μαζί, να δώσωμεν κυβέρνησιν εις τον τόπον. Και εκαλέσαμε τον αξιότιμον αρχηγόν των ελευθεροφρόνων. Αρχηγόν κατά πάντα βεβαίως άξιον τιμής και δια το ένδοξον παρελθόν και δια το τίμιον παρόν και δια το εύελπι μέλλον, αλλά αρχηγόν εξ συναδέλφων εις την Βουλήν ταύτην και καταθέσαμεν εις τους πόδας αυτού άλλοι την εμπιστοσύνην μας δια διαμαρτυριών, όπως προσφυέστατα παρετηρήθη και άλλοι την ανοχήν μας μετά χειροκροτημάτων. Και τα 240 ΝΑΙ, τα οποία εξεφώνισαν εις την αίθουσαν ημών εις την ψήφον εμπιστοσύνης, ήσαν 240 υπογραφαί κατώθι της τρομεράς διαπιστώσεως ότι εχρεωκοπήσαμεν ως κοινοβουλευτισμός, εξεπέσαμεν ως συνέλευσις, εχάσαμεν την συνείδησιν του προορισμού μας ως εθνική κυριαρχία. Και έτι πλέον κύριοι βουλευταί. Εχάσαμεν ίσως και τον ψυχικόν σύνδεσμον προς τον λαόν, τον οποίον ενετάλημεν να διακυβερνήσωμεν. Διότι, τι είδος ψυχικός σύνδεσμος είναι δυνατόν να διατηρηθεί όταν ο μεν λαός φωνάζει ‘δεν θέλω να με κυβερνήσει ο κ. Μεταξάς’, ημείς δε αδιαφορούντες προς την κραυγήν ταύτην απαντώμεν: ‘Και όμως θα σε κυβερνήσει ο Μεταξάς!’¨… Αυτά είπε ο δεξιός βουλευτής του Λαικού Κόμματος Βάσος Στεφανόπουλος στις 29 Απριλίου 1936, την ημέρα που η Βουλή έδωσε ψήφο εμπιστοσύνης στον αρχηγού του μικρού κόμματος των 6 βουλευτών, επικυρώνοντας το διορισμό του ως πρωθυπουργού από τον Γεώργιο.
Σοφούλης: «Κλονίζονται τα θεμέλια του κοινωνικού καθεστώτος»
Από την άλλη πλευρά, ένα πολύ «βαρύ» πολιτικό όνομα, ο Θεμιστοκλής Σοφούλης, αρχηγός του Κόμματος των Φιλελευθέρων, του μεγαλύτερου στη Βουλή και διάδοχος του Ελευθερίου Βενιζέλου, έλεγε στις 29 Απριλίου: «Μέσα εις την ατμόσφαιραν η οποία περιβάλλει την ζωή μας, εισπέομεν όλοι, χωρίς να το καταλάβωμεν, μία γεναίαν δόσιν υποκρισίας. Κοπτόμεθα πάντες και εκτραγωδούμεν τον κίνδυνον τον απώτερον του κομμουνισμού, δια να καλύψωμεν τον κίνδυνον τον οποίον ημείς οι ίδιοι δημιουργούμεν, οι προστάται δήθεν και υπερασπισταί του αστικού καθεστώτος. Τα μίση μας, αι ασχήμιαι, η εμπάθεια η οποία έχει αποκορυφώσει τον διχασμόν του ελληνικού έθνους και δημιουργήσει τον κίνδυνον, έναν κίνδυνον σύροντα το έθνος εις την πλήρη καταστροφή και την τελείαν αποσύνθεσίν του, αυτός είναι ο προσεχής, ο ορατός, ο απτός κίνδυνος. Και η καταφρόνισης προς πάσαν ηθικήν αξίαν και προς πάσαν ηθικήν έννοιαν έχει κλονίσει πλεόν τα θεμέλια του κοινωνικού καθεστώτος, ώστε να μη υπολείπεται πλέον είς τους ενδεχόμενους ανατροπείς του κοινωνικού καθεστώτος βαρύ το έργον».
Οι ομολογιούχοι απαιτούν το 50%…
Ετσι, με μοχλό την αδυναμία των μεγάλων κομμάτων να συνεννοηθούν και να δώσουν λύση στα προβλήματα, ο Μεταξάς, είχε γίνει όχι μόνον πρωθυπουργός, με τους 241 ψήφους της Βουλής, αλλά είχε γίνει και δικτάτορας – η Βουλή του είχε δώσει μόνη της έκτακτες εξουσίες, ενώ είχε αυτοαναστείλει τη λειτουργία της για ένα εξάμηνο μετά το τέλος Απριλίου.
Ο Μεταξάς έχει αφηγηθεί πώς ο Γεώργιος τον πίεσε έντονα να ικανοποιήσει τα αιτήματα των Αγγλων ομολογιούχων, ενώ, για το θέμα αυτό, έφτασε μέχρι και να απειλήσει τον βασιλιά με παραίτηση: «Οι ομολογιούχοι μας εξήρυξαν τον πόλεμον και θέλουν να επιστρατεύσουν την αγγλικήν κυβέρνησιν εναντίον μας. Προς τι; Εγώ είμαι αποφασισμένος να μην υποχωρήσω ούτε βήμα. Αν δε υποθέσωμεν και το αδύνατον, δηλ. να έλθει άλλη κυβέρνησις, τότε ακόμη χειρότερα. Δεν θα τους δώσουν όχι 50%, αλλά πεντάρα» έγραφε ο Μεταξάς στον Ελληνα πρέσβη στο Λονδίνο, στις 30 Ιουνίου 1937.
Την ίδια εποχή, ο Αγγλος πρέσβης στην Αθήνα Waterlow σημείωνε συμφωνώντας πλήρως, ότι ο Μεταξάς προσέφερε περισσότερο απ’ όσο μπορούσε να προσφέρει «οποιοσδήποτε άλλος Ελληνας» και καλούσε τους ομολογιούχους να αντιληφθούν ότι «εάν και όταν επέστρεφαν οι πολιτικοί, δεν θα έπαιρναν ούτε δεκάρα παραπάνω, και το πιθανότερο, τίποτε απολύτως»…
Αλλά αυτή η «σκληρή στάση» του Μεταξά, πόσο «σκληρή» ήταν πραγματικά; Όταν είχε κηρυχθεί η πτώχευση, το 1932, η κυβέρνηση είχε συμφωνήσει με τους δανειστές της χώρας την καταβολή του 30% των τόκων για το οικονομικό έτος ‘32-’33, του 27,5% για το έτος ’33-’34 και του 35% για το έτος ’34-’35. Δεν άντεξε να υπηρετήσει το πρόγραμμα και πτώχευσε τη χώρα. Το Φεβρουάριο του 1935, συμφώνησε εκ νέου στο 35% για το έτος 1935-1936.
Μόλις δύο εβδομάδες μετά την επίσημη κήρυξη της δικτατορίας της 4ης Αυγούστου, στις 20 Αυγούστου, ο Μεταξάς συμφωνεί να καταβάλει το 40% για το έτος ’35-’36 και το 40% για το έτος ’36 – ’37. Ο Μεταξάς ανακοίνωσε προσωπικά τη συμφωνία στον Γεώργιο, που βρισκόταν στην Κέρκυρα, σε διακοπές φιλοξενώντας τον βασιλιά της Αγγλίας Εδουάρδο Ή. Ηταν όλοι ικανοποιημένοι. Λίγους μήνες αργότερα, την άνοιξη του 1937, το Συμβούλιο των Ομολογιούχων, μέσω της βρετανικής κυβέρνησης, ζητά εκ νέου από την ελληνική, το ποσοστό αυτό να ανέλθει στο 50%…