Η υποδηµατοποιία, στην εξέλιξη της ελληνικής οικονοµίας ιστορικά, είναι περίπου «συνοµήλικη» µε την κλωστοϋφαντουργία – και φαίνεται ότι έµελλε και αυτή να έχει την ίδια τύχη µε τη δεύτερη. Εχει πλέον συρρικνωθεί σε τέτοιον βαθµό ώστε να βρίσκεται λίγο πριν από την οριστική της εξαφάνιση. Μόλις πριν από δύο χρόνια, στα τέλη του 2009, η Elite, µια από τις παλαιές εταιρείες παραγωγής υποδηµάτων – µε τη βοήθεια των… τραπεζών – κατέβασε ρολά. Και στην αγορά απέµεινε πλέον µόνο η Φειδάς ΑΕ, µε το εµπορικό σήµα «boxer». Αλλά και αυτή οφείλει την επιβίωσή της στην επιµονή και στο «τσαγανό» µιας γυναίκας, της κυρίας Μίνας Φειδά-Νταή. Ετσι ο άλλοτε κραταιός κλάδος της βιοµηχανικής υποδηµατοποιίας, που αριθµούσε δεκάδες επιχειρήσεις, µε χιλιάδες εργαζοµένους – τόσο προπολεµικά όσο και µεταπολεµικά – ανήκει πλέον στην ιστορία.
Η δύση της υποδηµατοβιοµηχανίας άρχισε σχεδόν την εποµένη της υπογραφής της συµφωνίας ένταξης της Ελλάδας στην τότε ΕΟΚ: µε τη σταδιακή µείωση ως και την πλήρη κατάργηση στη συνέχεια των δασµών, οι εισαγωγές άλλαξαν τα δεδοµένα της αγοράς, ενώ το τελειωτικό χτύπηµα ήλθε από την «εισβολή» των κινεζικών παπουτσιών. Σε αυτά τα περίπου 30 χρόνια, η ιστορία της βιοµηχανίας Φειδάς έχει αρκετές καµπές.
Τα µέλη της οικογένειας Φειδά ήταν τσαγκάρηδες πριν γίνουν βιοµήχανοι: από τα πρώτα χρόνια του 20ού αιώνα, όταν ο Ιωάννης Φειδάς από την Καλαµάτα για να επιβιώσει άνοιξε ένα στιλβωτήριο υποδηµάτων στην Αµερική.
Και αργότερα, το 1919, έφερε τις πρώτες µηχανές στην Καλαµάτα για να παραγάγει βιοµηχανικό παπούτσι. Οι εποχές όµως ήταν άλλες τότε. Ο κόσµος δεν είχε σε καµία εκτίµηση το βιοµηχανικό παπούτσι, παρά µόνο το χειροποίητο. Η επιχείρηση δεν πήγε καλά και πούλησε τις µηχανές για παλιοσίδερα. Τη δουλειά όµως δεν την εγκατέλειψε.
Στην περίοδο της Κατοχής τα πράγµατα άλλαξαν, η παραγωγή σταµάτησε και η επιχείρηση υπολειτουργούσε. Οι δύσκολες µεταπολεµικές συνθήκες ανάγκασαν το 1947 την οικογένεια Φειδά να έλθει στην Αθήνα και να ξεκινήσει από την αρχή – ο γιος πλέον του Ιωάννη Φειδά, ∆ηµήτρης, µε τη σύζυγό του.
Το πρώτο τσαγκάρικο ανοίγει σε ένα πατάρι στην περιοχή του Ψυρρή, στην οδό Αγίας Ελεούσας. Τότε φτιάχνουν χειροποίητα φυσικά – τα πρώτα πλεκτά παπούτσια στην Αθήνα και κατορθώνουν να τα τοποθετήσουν στο σηµαντικότερο εµπορικό σηµείο της πόλης, στο κατάστηµα του Λαµπρόπουλου, στην οδό Αιόλου. Και δύο χρόνια αργότερα, το 1949, από το πατάρι στην Αγία Ελεούσα, το τσαγκάρικο µεταφέρεται στην οδό Πρωτογένους και καταλαµβάνει πλέον ολόκληρο όροφο, που διαθέτει και πρατήριο.
Το «νερό µπήκε στο αυλάκι» και η µικρή επιχείρηση χρόνο µε τον χρόνο µεγάλωνε. Στη δεκαετία του 1950 η βιοτεχνική υποδηµατοποιία γνωρίζει εντυπωσιακή ανάπτυξη – σύµφωνα µε τα όσα καταγράφει ο Ν. Σίδερης στη µελέτη του Ελληνική Βιοµηχανία, «ο αριθµός των κατασκευαζόµενων υποδηµάτων διά µηχανικών µέσων κυµαίνεται γύρω στα 550.000 – 600.000 ζευγών ετησίως. (…) Τα υπό της βιοτεχνίας παραγόµενα χειροποίητα υποδήµατα υπολογίζονται περίπου εις 7.200.000 ζεύγη ετησίως».
Το πρώτο πραγµατικό εργοστάσιο της οικογένειας Φειδά-Νταή δηµιουργείται λίγα χρόνια αργότερα, το 1960, στην περιοχή των Ανω Πατησίων, στην οδό Συρακουσών, και απασχολούσε 50 µε 60 εργαζοµένους. Εκείνη τη δεκαετία λειτουργούσαν ίσως και 35 µεγάλα εργοστάσια που παρήγαγαν από 400 ως 1.000 ζευγάρια την ηµέρα, θυµάται η κυρία Φειδά-Νταή. Στις αρχές της δεκαετίας του 1970 το εργοστάσιο µεταφέρεται στο Μενίδι και µεγαλώνει ακόµη περισσότερο – απασχολεί περί τους 80 εργαζοµένους και παράγει 800 ζευγάρια παπούτσια την ηµέρα. Τότε αρχίζει και τις εξαγωγές στη Γερµανία, παράγοντας φασόν για τη γερµανική εταιρεία Κορβενστχάιµ.
Το 1980 υπογράφεται η συµφωνία ένταξης της Ελλάδας στην τότε ΕΟΚ και το 1981 ο γερµανός εταίρος τής Φειδάς ΑΕ προτείνει την εξαγορά του 26% της εταιρείας. Η κυρία Φειδά αρνείται την πρόταση και «την επόµενη ηµέρα οι Γερµανοί σταµατούν τη συνεργασία τους µαζί µας».
Η σωτηρία στα προβλήµατα που αντιµετώπιζε η βιοµηχανία µετά την είσοδο της χώρας στην ΕΟΚ εξαιτίας της κατάργησης των δασµών, τελικώς βρέθηκε στην τότε Σοβιετική Ενωση. Υστερα από δύο χρόνια συζητήσεων, το 1984 η Φειδάς ΑΕ έκλεισε συµφωνία εξαγωγής που κράτησε ως το 1990.
Εκείνες οι ηµέρες ήταν τραγικές για την κυρία ΦειδάΝταή. «Την Πέµπτη µάς ήλθε το φαξ από τη Μόσχα ότι σταµατούν τις πληρωµές και τη ∆ευτέρα πέθανε οσύζυγός µου» θυµάται.
Οι οφειλές της πρώην Σοβιετικής Ενωσης ήταν 1 δισ. δρχ., αλλά «είχαµε φροντίσει ώστε µόνο το 50% να εξάγεται και το άλλο 50%να διακινείται στην ελληνική αγορά. Και τότε µας έσωσε η ελληνική αγορά. Τα χρήµατα τα πήραµε δύο-τρία χρόνια αργότερα, αφού είχαµε ρευστοποιήσει σηµαντικά περιουσιακά στοιχεία» αναφέρει η ίδια.
Η επόµενη καµπή ήλθε το 1999 µε τον καταστροφικό σεισµό της Αττικής. «Τότε πάθαµε ζηµιά 2 δισ. δρχ.».
Ως το 2000 η εταιρεία παρήγε 1.400 ζευγάρια την ηµέρα και από το 2001 αρχίζει να κατασκευάζει, εκτός από ανδρικά, και γυναικεία παπούτσια. Και ως το 2006 η ηµερήσια παραγωγή της φθάνει τις 4.500 ζευγάρια.
Ο ετήσιος ρυθµός ανάπτυξης είναι τουλάχιστον 15%. Και τότε αποφασίζει να κατασκευάσει νέοεργοστάσιο, πιο µεγάλο και πιο σύγχρονο. Το νέο εργοστάσιοεγκαινιάστηκε πριν από λίγους µήνες, στα τέλη του 2010, και κόστισε 23 εκατ. ευρώ. Στην καρδιά τηςοικονοµικής κρίσης. Μόνο που η δυναµικότητά του είναι 8.500 ζευγάρια την ηµέρα, αλλά πλέον οι δυνατότητες της αγοράς έπεσαν στις 3.000 ζευγάρια.
Η επιχείρηση – απασχολεί πλέον 205 εργαζοµένους – βρέθηκε σε οριακό σηµείο: οι πωλήσεις από 30 εκατ. ευρώ που ήταν το 2009 έπεσαν στα 25,4 εκατ. ευρώ το 2010. Και τότε ηκυρία Φειδά-Νταή µαζί µε τον γιο της κ. Παναγιώτη Νταή, ο οποίος είναι πλέον διευθύνων σύµβουλος της εταιρείας, στράφηκε και πάλι στη ρωσική αγορά. Καταβάλλοντας τροµερές προσπάθειες, φαίνεται ότι τελικώς η ρωσική αγορά ανοίγει και πάλι για τα Βoxer.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ