Στις ταινίες του ο Θανάσης Βέγγος μιλούσε διαρκώς. Θρυλικές οι ατάκες του. «Ξέρεις από βέσπα;» («Τρελός, παλαβός και Βέγγος»). «Η ζωή εισερχόμενη από την πόρτα,ο θάνατος παραμονεύει στο παράθυρο» («Ο ατσίδας»). Στη ζωή του ωστόσο η ατάκα που του ταίριαζε περισσότερο ήταν από την ταινία «Βοήθεια, ο Βέγγος φανερός πράκτωρ “000”»: «Δεν μιλάω! Κρατώ το στόμα μου κλειστό!» λέει ο πράκτωρ ΘΒ.
Εδώ και πολλά χρόνια ο Βέγγος δεν έδινε συνεντεύξεις. Δεν ήθελε να μιλάει για τον εαυτό του. Ισως επειδή, όπως είχε πει, δεν μπορούσε να συνεννοηθεί εύκολα με τους ανθρώπους αν δεν του ενέπνεαν εμπιστοσύνη. Τα τελευταία χρόνια οι φράσεις του που γίνονταν δημοφιλείς ήταν μέσα από τους λόγους που έβγαζε σε αφιερώματα προς τιμήν του: «Στη γαλέρα της ζωής μου τράβηξα άγριο κουπί, αλλά δεν μετανιώνω για τίποτε». Και ποτέ δεν έχασε το χιούμορ του.
Πέρυσι στην Πάτρα, για παράδειγμα, όταν το πανεπιστήμιο της πόλης τον είχε τιμήσει για την προσφορά του στον κινηματογράφο ονομάζοντας «Θανάσης Βέγγος» την αίθουσα προβολής του, ο Βέγγος παρέστη παρά το ατύχημα που είχε λίγο ημέρες νωρίτερα. Σε όποιον του έλεγε ότι έδειχνε μια χαρά, ο Βέγγος απαντούσε: «Πού το είδες αυτό;Ολο τούμπες τρώω.Για δες το μέτωπό μου». Η πλήρης απομάκρυνσή του από τα ΜΜΕ έπαιξε ρόλο στη διατήρηση του μύθου του. Ο Βέγγος προτιμούσε να αφήνει το έργο του να μιλάει για εκείνον. Και το έργο του δεν έπαψε ποτέ να μιλάει σε όλους.
Ακόμη και στο ντοκυμαντέρ του Γιάννη Σολδάτου «Ενας άνθρωπος παντός καιρού», στηριγμένο στην ομότιτλη μονογραφία (εκδόσεις Αιγόκερως), ο Βέγγος ήταν πολύ φειδωλός στο μοίρασμα των συναισθημάτων του. Ολα αυτά τα χρόνια της παρουσίας του στον χώρο του θεάματος δύο είναι οι συνεντεύξεις-σταθμοί της καριέρας του: στον κριτικό κινηματογράφου και μετέπειτα σκηνοθέτη Τάκη Παπαγιαννίδη στο περιοδικό «Σύγχρονος Κινηματογράφος» (τεύχ. 13, Μάρτιος- Απρίλιος- Μάιος 1971) και στον δημοσιογράφο του «Βήματος» Ανδρέα Δεληγιάννη η συνέντευξη του οποίου δημοσιεύθηκε στις 31 Δεκεμβρίου 1978. Από τις δύο αυτές συνεντεύξεις επιλέξαμε τα σημαντικότερα αποσπάσματα.
Επιπλέον, δημοσιεύουμε ένα απόσπασμα από ρεπορτάζ του «Βήματος» το 1998.
Σύμφωνα με τις δύο συνεντεύξεις του Βέγγου στον Παπαγιαννίδη και στον Δεληγιάννη,η δυσκολότερη περίοδος της επαγγελματικής καριέρας του,η οποία τον οδήγησε στη χρεοκοπία,άρχισε όταν οΠάνος Γλυκοφρύδηςκαι οΕρρίκος Θαλασσινός, οι δύο άνθρωποι με τους οποίους ως ένα σημείο ένιωθε ήσυχος,απομακρύνθηκαν από κοντά του.
>> «Μια μέρα ο Γλυκοφρύδης μου είπε ότι ήταν αδύνατον να συνεχίσει μαζί μου,γιατί δεν πίστευε πως οι ταινίες που γυρίζαμε ανταποκρίνονταν στις απόψεις που είχε για το σινεμά.Η επιτυχία του “Με τη λάμψη στα μάτια” σιγούρεψε τη στάση του.Λίγο κατόπιν οι δουλειές του Θαλασσινού δεν του άφηναν περιθώρια να ασχοληθεί μαζί μου.
Τότε βρέθηκα σε δύσκολη θέση.Δεν είχα εμπιστοσύνη σε άλλον άνθρωπο και,το χειρότερο,πίστευα πως δεν υπήρχε άλλος άνθρωπος που να με καταλαβαίνει.Ετσι πέρασα στη σκηνοθεσία.Πάλεψα όσο μπόρεσα, το αποτέλεσμα ήταν 4.000.000 δρχ.χρέος.
Αυτή ήταν η αμοιβή μου.Τρεις κλητήρες κάθε πρωί έξω από την πόρτα μου και από ολόκληρη την εταιρεία έμεινε μονάχα ένα τηλέφωνο».
(«Σύγχρονος Κινηματογράφος»,1971)
Για να ξεφύγει από αυτή την τραγική κατάσταση ο Βέγγος εκχώρησε όλες τις ταινίες του στονΦίνο.Το χρέος του μειώθηκε γύρω στα 2 εκατομμύρια δραχμές και άρχισε να γυρίζει ταινίες αντί του χρέους για τον Φίνο.
>> «Στην περίοδο του μεγάλου χτικιού μου,όταν χρωστούσα τα εκατομμύρια,όταν μου είχαν πάρει το σπίτι και όταν στην πλατεία του θεάτρου που έπαιζα- τον «Τρελό του λούνα παρκ»- οι δεκαπέντε από τους θεατές ήταν δικαστικοί κλητήρες, ένιωθα πιο άνετα! Κάποια στιγμή θα “βολευτώ”.
Φοβάμαι λοιπόν ότι θα πάρω την κάτω βόλτα.
Από τη στιγμή που θα είμαι βολεμένος θα πάψει να υπάρχει ο Βέγγος.Το φοβάμαι αυτό το βόλεμα.Από τώρα έχουν αρχίσει να με ζώνουν τα φίδια.Κάτι δεν πάει καλά σε μένα.Αυτό το βόλεμα, η σκέψη ότι σε λίγο θα έχω τακτοποιηθεί,με ενοχλεί.Οντας βολεμένος,με δικό μου σπίτι,φοβάμαι πως θα πάψω να λειτουργώ σαν Βέγγος,που με ξέρει ο καθένας.Αλλά είπαμε,υπάρχει η οικογένεια και χρειάζομαι χρήματα για να επανέλθω.Και θα επανέλθω οπωσδήποτε σαν παραγωγός των ταινιών μου.Ναι,φίλε μου,θα επανέλθω.Θα ξανακρεμάσω την ταμπέλα: “Θανάσης Βέγγος,ταινίες γέλιου”».(«Το Βήμα»,1978)
«Ξέρω καλά ότι πολλοί, μα πάρα πολλοί έχουν επωφεληθεί από την υπόθεση Βέγγος. Εγώ ελάχιστα. Εγώ δεν έχω φερθεί ωραία στον Βέγγο. Είμαι καλός επαγγελματίας, αλλά δεν ήμουν ποτέ καλός οικογενειάρχης. Οχι, δεν υπήρξα καλός οικογενειάρχης. Στον Βέγγο δεν έχω φερθεί καθόλου καλά. Τον ταλαιπωρώ συνέχεια με τον πιο βάναυσο τρόπο χρόνια ολόκληρα. Ξέρεις κάτι; Εχω έναν ειδικό τρόπο να βρίσκομαι πάντα μπερδεμένος στις δουλειές μου. Να, αυτή η ταινία που παίζεται τώρα («Από πού πάνε για τη χαβούζα;») με έχει μουδιάσει. Δεν τη χαίρομαι την επιτυχία. Δεν νιώθω όπως ένιωθα στο “Θανάση, πάρε τ΄ όπλο σου” και στο “Τι έκανες στον πόλεμο, Θανάση;”. Οχι, δεν χαίρομαι.
Φοβάμαι, σου λέω. Πού θα πάει το πράγμα; Δώστε μου εσείς την απάντηση. Η ευθύνη όλη γι΄ αυτό που συμβαίνει σήμερα βαραίνει άλλους. Ποτέ δεν τη ζήτησα αυτή την επιτυχία. Ποτέ δεν έτρεξα πίσω από την επιτυχία. Δεν μου ταιριάζει, βρε αδελφέ, η επιτυχία αυτή.
Αλλιώς ξεκίνησα και αλλιώς βρίσκομαι σήμερα… Χτυπιέμαι γιατί η ταινίατο ξαναλέω- δεν αξίζει τα εισιτήρια που έχει κάνει. Ο Σταματίου έχει δίκιο που έγραψε στα “Νέα”: “Οχι, Θανάση!”. Και δεν έχει δίκιο ο Πάρλας που έγραψε στο “Βήμα” ότι δεν έχασα ίχνος από τη ζωντάνια και την ταχύτητά μου. Βρίσκομαι στη μισή μου ταχύτητα». («Το Βήμα», 1978)
>> «Είμαι δύσκολος στις σχέσεις μου. Δεν είμαι κοινωνικός τύπος. Ούτε μπορώ να ζω, όπως η Λάσκαρη, με δύο δημοσιογράφους στο κατόπι. Είναι η πρώτη συνέντευξη που δίνω, ας πούμε, γύρω από τη δουλειά και αυτό φανερώνει πως δεν μπορώ να συνεννοηθώ εύκολα με τους ανθρώπους αν δεν μου εμπνέουν εμπιστοσύνη. Κατά τ΄ άλλα, προσπαθώ να τελειώνω τις δουλειές μου πριν με πάρουν είδηση. Κανένας μέχρι τώρα δεν με έχει πει “κύριε Βέγγο”. Για όλους είμαι ο Θανάσης». («Σύγχρονος Κινηματογράφος», 1971)
>> «Ποτέ μου δεν αισθάνθηκα έτοιμος, ποτέ. Σε ό,τι και αν έκανα. Μια ζωή στην τσίτα ήμουν. Δεν ηρεμώ ποτέ. Είμαι της… αγχωτικής κωμωδίας εγώ. Οπως μου το είχε γράψει ο Γιάννης Σολδάτος. Το άγχος είναι η σπεσιαλιτέ μου. Σήμερα πλέον ο κόσμος δεν γελάει με τίποτε. Εχει πολλά προβλήματα. Δεν γελάει όπως γελούσε. Εχει ανάγκη να γελάσει, και μεγαλύτερη από παλιά, αλλά δεν γελάει. Είναι πικραμένος ο κόσμος. Του δίνουμε αυτό που χρειάζεται του κόσμου; Δεν νομίζω». («Το Βήμα», 1998)
>> «Αν δεν συναντιόμασταν στον Στρατό με τονΝίκο Κούνδουρο, δεν θα υπήρχε στο πανί ούτε Θανάσης ούτε Βέγγος.Δούλευα σε ένα πατάρι τα δέρματα.Στον Στρατό μαζευτήκαμε μια ομάδα για να σκαρώσουμε μια παράσταση.Ο Κούνδουρος ήταν σκηνογράφος.Μια μέρα μου λέει: “Θανάση, όταν απολυθούμε από τον Στρατό,θα παίξεις σε μια ταινία που θα φτιάξω”. Γύρισα στο πατάρι και ούτε που το θυμόμουνα.
Ετσι,όταν ήρθε να με βρει,δεν είχα καμία διάθεση πια και αρνήθηκα.Η επιμονή του όμως ήταν τέτοια που στο τέλος με κατάφερε.Γυρίστηκε η “Μαγική πόλη” και βρέθηκα μέσα σε έναν καινούργιο κόσμο,που ταυτόχρονα αποτελούσε λύση στο οικονομικό μου πρόβλημα.Επαιζα τρίτους ρόλους και δούλευα σαν φροντιστής για ένα κομμάτι ψωμί.Αυτή είναι η αρχή.Χειρότερες μέρες δεν θυμάμαι στη ζωή μου».
(«Σύγχρονος Κινηματογράφος»,1971)
>> «Δεν είναι θέμα ταλέντου ό,τι γίνεται.Το έχω πει επανειλημμένα ότι δεν είναι θέμα ταλέντου,αλλά αυτός ίσως ο πρωτογονισμός που έχω μέσα μου.Πώς γίνεται και ο κόσμος με ανέχεται τόσα χρόνια; Το ξαναλέω.Είναι θέμα φάτσας και όχι ταλέντου.
Και κάτι άλλο.Ο θεατής αντιλαμβάνεται ότι πάνω στον Βέγγο υπάρχει μια εντιμότητα, ότι ο Βέγγος δεν έχει προσπαθήσει ποτέ να τον κοροϊδέψει.Πίσω από κάθε προσπάθεια υπάρχει η ηθική προσπάθεια που με καταβάλλει».(«Το Βήμα»,1978)
>> «Δεν είμαι σωστός καλλιτέχνης.Δεν είμαι δηλαδή επαγγελματίας ηθοποιός.Καθαρά και ξάστερα.Είμαι ερασιτέχνης.Ενας ερασιτέχνης που είναι παθιασμένος με τη δουλειά του.Είμαι ένας άνθρωπος που δίνεται ολόκληρος σε αυτό που κάνει.Και πάθος για την τελειότητα.Την τελειότητα που πολλές φορές δεν χρειάζεται…Δεν χρειάζεται να ξεσκονίζω το ντεκόρ πριν από το γύρισμα ενός πλάνου.Εγώ το ξεσκονίζω.Κάποτε έβαλα όλο το συνεργείο να ξεσκονίσει τις Θερμοπύλες.Ναι,μα τον Θεό.Ξεσκονίσαμε τις Θερμοπύλες».(«Το Βήμα»,1978)
>> «Δουλεύω με το ένστικτο,δεν έχω ταλέντο κανένα,μόνο αυτή τη φάτσα που,κοίταξέ την,κοίταξέ την καλά και διάβασε.
Εδώ είναι αποτυπωμένη όλη η μιζέρια,όλη η δυστυχία,όλος ο πόνος του ασήμαντου Ελληνα.Κάποιο βράδυ με πλησιάζει έξω από το σινεμά ένας γέρος.“Καλέ μου άνθρωπε”, μου λέει,“είμαι συνταξιούχος και βλέπω με τη γυναίκα μου τις ταινίες σου.Σ΄ ευχαριστώ.Μόλις βγαίνω από το σινεμά έχω ξαλαφρώσει για τρεις μέρες”. Αυτό το “καλέ μου άνθρωπε” έγινε σήμα κατατεθέν του Θανάση.Ετσι,αγαπητέ,φτιάχτηκε σιγά-σιγά ο Θανάσης.Παρατηρώντας τους ανθρώπους μέσα στον χώρο που κινούνται.Στις λαϊκές αγορές,στις γειτονιές,στο σινεμά κ.α.».
(«Σύγχρονος Κινηματογράφος»,1971)
«Τέσσερα χρόνια στο Μακρονήσι μας πλούτισαν τον νου και την ψυχή με ανεκτίμητα δώρα. Από τα πρώτα-πρώτα δώρα ήταν εκείνη η αίσθηση της αδικίας. Και επίσης από τα πρώτα δώρα ήταν η νοσταλγία για μια δημοκρατία που δεν γευτήκαμε. Και αυτό ακόμη περισσότερο:τον πόθο για μια ζωή χωρίς αστυφύλακες, χωρίς γραφεία ανακριτών, χωρίς τη βία και χωρίς την απαξίωση ενός έθνους. Γιατί σε όλη σου τη ζωή υπερασπίστηκες το δικαίωμά σου να είσαι άνθρωπος.
Υπερασπίστηκες στις ταινίες σου και με την παρουσία σου το δικαίωμά σου να μιλάς·υπερασπίστηκες τη φτώχεια της μάνας σου και την απελπισία της φαμίλιας σου. Την απελπισία ενός ολόκληρου λαού επίσης.Υπερασπίστηκες το δικαίωμά σου για τη δημοκρατία που μας στερήσανε.Ησουν ξεκάθαρος σαν κρύσταλλο, είπες τα σύκασύκα και τα μήλα-μήλα.Ησουν μια λαϊκή φωνή που γέμισε ανακούφιση και ένα είδος ευδαιμονίας που ήταν δικό σου προνόμιο».
«Τον ήξερα από την εποχή της δικτατορίας και κάπου – κάπου αναζητούσα μια ευκαιρία για τον Θανάση. Η πεποίθησή μου είναι ότι πολύ συχνά ένας κωμικός ηθοποιός όταν παίζει έναν δραματικό ρόλο βγάζει μια πολύ ιδιαίτερη συγκίνηση.Είχα την εμπειρία του Παπαγιαννόπουλου στο “Ταξίδι στα Κύθηρα”.
Στο “Βλέμμα του Οδυσσέα” ο Θανάσης είχε βέβαια τις ανασφάλειές του, γιατί με ακολουθεί το ότι είμαι δύσκολος- τουλάχιστον τότε με ακολουθούσε πολύ.
Ο Θανάσης είχε μια συστολή·ήταν και το κρύο, ήταν και ο Καϊτέλ. Αισθανόταν λίγο περίεργα.Αναγκάστηκα να χρησιμοποιήσω μια μέθοδο λίγο πιεστική, κατά κάποιον τρόπο να τον προκαλέσω.Θυμάμαι, είχα βάλει τις φωνές. “Επιτέλους, θυμήσου τον Βέγγο!” του είχα πει.
Κάποιος άλλος θα είχε θυμώσει. Εκείνος όχι μόνο δεν θύμωσε, αλλά η φιλοτιμία του ήταν τέτοια που το έβγαλε από την άλλη πλευρά, τη συγκίνηση. Και η σκηνή εκείνη στο πεζούλι είναι ένα αποκορύφωμα. Οταν φωνάζει:“Μωρή φύση, μόνη σου είσαι,μόνος μου είμαι κι εγώ!Πάρε ένα μπισκότο!”.Εύχομαι όμως ότι αυτό που έπρεπε επίσης να πει στην ταινία- και είπε-,το “η Ελλάδα πεθαίνει”,να ήταν ένας εξορκισμός και όχι μια αλήθεια».
«Αρκετά χρόνια πριν. Ανοιξιάτικο πρωινό στο γραφείο παραγωγής. Αφορμή της συνάντησής μας η συνεργασία μας στις “Ησυχες μέρες του Αυγούστου”. Ανοιξες το κουτί με το ζεστό γαλακτομπούρεκο. Είχες επιλέξει το “σωστό” ζαχαροπλαστείο. Στάση του ηλεκτρικού στον Αγιο Νικόλαο. Πριν αρχίσουμε την κουβέντα μας, ζήτησες να τηλεφωνήσεις κάπου επειγόντως. Ανοιξες το ημερολόγιό σου. Τακτοποιημένα κίτρινα αυτοκόλλητα χαρτάκια. Οι δουλειές της ημέρας. Χρέη,ψώνια απ΄ την κεντρική αγορά. Πριν δουλέψω μαζί σου χάζευα τις ντάνες με τις κόπιες των ταινιών σου που έφευγαν πρωί πρωί ταξίδι για τους κινηματογράφους της επαρχίας. Ταινίες γεμάτες ταλέντο, γέλιο και ανθρωπιά. Ηξερα τις ιστορίες σου που κυκλοφορούσαν στις παρέες μας. Αθώος άρχοντας, διπλασίαζες τις αμοιβές των ηθοποιών σου. Μοίραζες ποσοστά πριν τελειώσουν τα γυρίσματα στους τεχνικούς σου. Πώς να αφήσεις χωρίς δώρο-ποσοστό το παιδί του ηλεκτρολόγου που μόλις είχε γεννηθεί; Νέος, πόσο ήθελα να βρεθώ στην παρέα των συνεργατών σου! Δίπλα στον Ντίνο Κατσουρίδη, τον Μιχάλη Λαμπρινό, τον Τάσο Ζωγράφο, τον Γιάννη Σαμιώτη, τη Σάσα Βενιέρη, τον Λάκη Αντωνάκο, τον Θανάση Αρβανίτη, τον Παύλο Φιλίππου, τη Νίκη Λαγκαδινού,τον Τάκη Γιαννόπουλο κ.ά.
Η ζωή σου όλη το γύρισμα της ταινίας. Σχολαστικά χρονομετρημένες οι κινήσεις σου. Σκέτη ψιλοβελονιά. Αμέτρητα τρεχαλητά, σφαλιάρες, τζαμαρίες αληθινές που έπρεπε να διαπεράσεις. Και μαζί σκηνές ανθρωπιάς και συγκίνησης. Κουβάλησες με το ταλέντο σου τον Ρωμιό όπως τον βίωσες στις περιπέτειες της ζωής σου. Διέσωσες την ομορφιά και την ποίηση του λαϊκού κόσμου. Φαντάστηκες και δημιούργησες την πιο τρυφερή “Σχολή πρακτόρων” που γνώρισε ο τόπος μας. Πού να ήξερες τη συνέχεια!
Δώσε χαιρετίσματα και την αγάπη μου στους Τάσο Ζωγράφο, Δήμο Σακελλαρίου, Αριστείδη Καρύδη-Φουκς ,Παναγιώτη Γλυκοφρύδη, Σωκράτη Καψάσκη».
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ