Ενας μακρόστενος γυάλινος θάλαμος προσγειωμένος στο κέντρο της σκηνής. Μέσα του ένα γυμνό σώμα κουλουριασμένο στο πάτωμα. Σκοτάδι.
Ηχοι σαν σειρήνες γεμίζουν ξαφνικά την αίθουσα. Ο θάλαμος φωτίζεται και το σώμα ορθώνεται. Ενας άνδρας γυμνός, ολόγυμνος, κολλάει στο τζάμι. Αρχίζει να μιλάει με φωνή βαριά, παράξενη, σχεδόν μη ανθρώπινη. Λέει πως έρχεται από το πουθενά. Φαντάζει μάλλον τρομακτικός έτσι όπως το πρόσωπό του παραμορφώνεται πιεσμένο στη διάφανη επιφάνεια που τον χωρίζει από εμάς τους υπόλοιπους. Μύτη με χίλια σχήματα, χείλη που απλώνονται σαν πλαστελίνη, αυτό το πρόσωπο δεν μένει ποτέ ίδιο- σαν τις φιγούρες του Φράνσις Μπέικον που δεν τις συγκρατεί το περίγραμμά τους και ξεχύνονται προς διάφορες κατευθύνσεις.
Ο άνδρας δαγκώνει το χέρι του: «Είμαι το σώμα μου» επιμένει. «Κοιτάξτε με» επιμένει. «Είμαι σώμα. Μόνον σώμα. (…) Το έχετε ξαναδεί; Δεν το έχετε ξαναδεί. Δείτε το. Τώρα το βλέπετε». Πράγματι, τώρα το βλέπουμε. Σκέτο. Χωρίς βελτιώσεις. Χωρίς σχόλια. Χωρίς παράλληλη δράση. Χωρίς να κάνει κάτι άλλο. Δεν χρειάζεται κάτι άλλο. Γιατί είναι όλα από μόνο του: «Ολος ο ουρανός. Και ό,τι γήινο». Ολα όσα έχει ανάγκη η ύπαρξη περικλείονται μέσα στα σάρκινα σύνορά της. Από τα πιο χαμηλά μέχρι τα πιο υψηλά. «Ολες οι εκκλησίες, όλες οι τελετουργίες». Ακόμη και ο Θεός. «Ιδού η εικόνα του Θεού. Τέμπλο» λέει ο άνδρας και ανοίγει διάπλατα τα χέρια του. «Πάνω στην απαστράπτουσα πρόσοψη, πίσω από την απαστράπτουσα πρόσοψη, τελούνται όλα τα μυστήρια. Κάθε πρωί και ένας Ευαγγελισμός, κάθε μεσημέρι και μία Σταύρωση. Κάθε απόγευμα και μία Προδοσία. Κάθε βράδυ και μία Ταφή».
Το σώμα μας, ο κόσμος μας. Μόνον αυτό έχουμε. Με αυτό πορευόμαστε, με αυτό αρχίζουμε και με αυτό τελειώνουμε. Καμία μνήμη, καμία ανάμνηση. Κανένα βάρος να μας κρατάει δέσμιους. «Τώρα αρχίζω και μετά πάλι αρχίζω. Αρχίζω για να ξαναρχίσω. Αρχίζω συνεχώς. Μόνον αρχίζω. Ξανά και ξανά. Ιδού η ιστορία μου». Πόσο σημαντικό είναι αυτό: να μην κοιτάς πίσω. «Ολο το παρελθόν χαμένο. Τι χαρά». Ελεύθερος δηλαδή- μια λέξη που δεν ακούγεται ποτέ στο κείμενο, ίσως επειδή θεωρείται αυτονόητη.
Η μνήμη είναι βάρος, είναι χρέος, είναι υποχρέωση. Εγείρει απαιτήσεις, διεκδικεί δικαίωση. Για αυτό είναι προτιμότερη η λήθη. Η μνήμη ζητάει την αναπαραγωγή της, θέλει να γεννήσει και άλλη μνήμη. Αυτός που θυμάται θέλει να τον θυμούνται επίσης. Ενώ αυτός που λησμόνησε δεν νοιάζεται αν θα τον λησμονήσουν. «Φωνάζουν για να μην τους ξεχάσουν, για να μην ξεχαστούν. Φοβούνται. Να μην ξεχαστούν. Αυτό φοβούνται. Φωνάζουν, φωνάζουν. Μόνον αυτό θέλουν. Να τους θυμούνται. Λίστες νεκρών και αυτοί να είναι μέσα» λέει για τους συνανθρώπους του.
Ο ίδιος δεν θέλει να φωνάζει. Προτιμά την ηρεμία της συμφιλίωσης. Αντί για την αιώνια μνήμη επιλέγει την αιώνια λήθη. «Η λήθη μαλακώνει. (…) Η αιώνια λήθη. Η μόνη αιωνιότητα. Αποδοχή. Να ζεις όσο θα ζει το σώμα και να μη ζητάς περισσότερο, ούτε να το θέλεις, ούτε να το ελπίζεις, ούτε να το πιστεύεις. Να το ζεις όσο θα ζει».
Εδώ και τώρα. Δεν υπάρχει μετά. Δεν υπάρχει ανάστασις νεκρών. «Η εξαφάνιση. Αυτή είναι η δόξα μου». Αιρετικός, αντιχριστιανικός, ο μονόλογος του Δημητριάδη αμφισβητεί, υπονομεύει, κατακεραυνώνει μερικές από τις βαθύτερα ριζωμένες αντιλήψεις μας. Η ιερότητα της μνήμης καταβαραθρώνεται. Το σώμα, το φυλάκιο των πιο ταπεινών μας αναγκών, το σώμα που πεινάει, διψάει και αφοδεύει, αυτό αποθεώνεται. Ο λόγος δεν είναι παραληρηματικός. Πυρετώδης μπορεί, αλλά ο πυρετός του είναι δομημένος και συνειδητοποιημένος. Ο ήρωας ξέρει πολύ καλά τι θέλει και τι περιμένει. Αν μιλάει με τόσο πάθος είναι επειδή προσπαθεί να το πει και σε μας όσο μπορεί πιο πειστικά. Πριν να τον ξεχάσουμε…
Ο σκηνοθέτης συνέλαβε την ουσία του εξαιρετικού αυτού κειμένου και τη δούλεψε με αφοσίωση. Προσπάθησε να δημιουργήσει μια αίσθηση εξέλιξης από το «πρωτόγονο» στάδιο της έναρξης-γέννησης ως το «πολιτισμένο» τέλος του θανάτου. Αν επέτυχε το οφείλει κυρίως στον ηθοποιό του, τον Δημοσθένη Παπαδόπουλο. Ο τελευταίος δόθηκε ψυχή τε και σώματι στο εγχείρημα: άγριος και απειλητικός αρχικά, μαλακώνει σταδιακά για να σταθεί ιδιαίτερα συγκινητικός καθώς ζητάει να ατενίσουμε τη θνητότητά μας επάνω του. Ολα τα μέρη του σώματός του, από την κορυφή ως τα νύχια, συμμετέχουν στην ερμηνεία με την ίδια φλεγόμενη ένταση.
Ο συνδυασμός κειμένου και ηθοποιού συνιστούν από μόνα τους κίνητρα αρκετά ισχυρά ώστε να δει κάποιος αυτή την παράσταση (γοητευτικό και το αφαιρετικό ηχητικό περιβάλλον του Βlaine Reininger). Ο σκηνοθέτης όμως υποκύπτει σε πειρασμούς που χαλούν εν μέρει τη μαγεία. Το πρώτο και σημαντικό σφάλμα αφορά το υπερβολικό παιχνίδι με τους φωτισμούς (Felice Ross). Το κάδρο γύρω από τον θάλαμο που κρατάει εγκλωβισμένο τον ηθοποιό αλλάζει καθ΄ όλη τη διάρκεια εξήντα οκτώ διαφορετικά χρώματα εγείροντας ισάριθμους αντιπερισπασμούς. Τόση παρδαλοσύνη είναι νομίζω περιττή όταν προσπαθείς να δημιουργήσεις μια εμπειρία «γυμνής» και μίνιμαλ αισθητικής. Κάτι ανάλογο ισχύει και για το εύρημα της τελευταίας «πράξης»: καθώς ο θάλαμος χαμηλώνει σιγά-σιγά για να μετατραπεί (τι έκπληξη!) σε φέρετρο, ο ηθοποιός γυρίζει την πλάτη του σε μας και η προσοχή μας αποδυναμώνεται. Μένουμε να παρακολουθούμε την προσγείωση του νεκροκρέβατου, που μόνο απογείωση δεν χαρίζει.
salome@tovima.gr
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ