Σε δύο χρόνια, εάν όλα πάνε καλά, θα αρχίσουν τα «σκαψίματα» για τη δημιουργία του ελπιδοφόρου Fiber to the Home (FTTH), δηλαδή του εθνικού δικτύου οπτικών ινών, το οποίο υπόσχεται υπερυψηλές ταχύτητες μεταφοράς ψηφιακών δεδομένων και ριζοσπαστική αλλαγή του καταναλωτικού μοντέλου στις τηλεπικοινωνίες. Αυτά τουλάχιστον θεωρητικά, γιατί πρακτικά ο δρόμος φαίνεται να είναι λίγο πιο μακρύς.
Ήδη, έπειτα από σχετικό διαγωνισμό του υπουργείου Υποδομών, η κοινοπραξία «Ευρωσύμβουλοι – ΕΠΙΤΣ – ΕΠΙΣΕΥ» ανέλαβε ρόλο τεχνοοικονομικού συμβούλου, που θα επανακαθορίσει το τελικό φυσικό αντικείμενο του έργου. Προσεχώς, αναμένεται και ο διαγωνισμός για τον νομικό σύμβουλο.
Είχαν προηγηθεί άλλες δύο μελέτες. Η πρώτη είχε εκπονηθεί το 2008 και πρότεινε την ανάπτυξη δικτύου οπτικών ινών μόνο στα μεγάλα αστικά κέντρα, καθώς μόνο εκεί θα υπήρχε βιωσιμότητα. Αυτή η μελέτη δεν εφαρμόστηκε. Στην συνέχεια, εξαγγέλθηκε η δημιουργία ενός εκατομμυρίου συνδέσεων οπτικών ινών σε όλες τις πόλεις της χώρας. Φυσικά, δεν υλοποιήθηκε.
Ο νέος σύμβουλος του έργου καλείται να επαναπροσδιορίσει το έργο τόσο ως προς την έκτασή του όσο και προς την τεχνοοικονομική του διάσταση. Και αυτό διότι η επένδυση σε δίκτυα οπτικών ινών αποτελεί ιδιαίτερα ακριβό σπορ, με τεράστιο προϋπολογισμό (σε μία εποχή δημοσιονομικής ένδοιας) και, άρα, ακριβό λογαριασμό για τον τελικό χρήστη. Έτσι, εξετάζεται ένα «κούρεμα» των παλαιότερων μεγαλόπνοων εξαγγελιών, χάριν ενός πιο βιώσιμου οικονομικά σχεδίου.
Στο υπουργείο Υποδομών η κυρίαρχη άποψη κάνει λόγο για τη δημιουργία δικτύου οπτικών ινών στον άξονα Αθήνας – Θεσσαλονίκης, με κάποιες επεκτάσεις σε τοποθεσίες όπου εμφανίζεται βιωσιμότητα. Ωστόσο, αναμένεται το πόρισμα των μελετητών. Και αυτά είναι τα εύκολα, διότι υπάρχουν και άλλα πιο δύσκολα σκέλη σε αυτό το φιλόδοξο σχέδιο.
Η συνέχεια προβλέπει δράσεις σε δύο επίπεδα. Το πρώτο βρίσκεται στις Βρυξέλλες, καθώς η χώρα μας θα παρουσιάσει ένα πολύπλοκο πλάνο με σύμπραξη ιδιωτικού και δημοσίου τομέα (ΣΔΙΤ), κρατική επιδότηση και ευρωπαϊκούς πόρους. Το δεύτερο επίπεδο βρίσκεται μεταξύ Παπάγου και πλατείας Συντάγματος, καθώς τα υπουργεία Υποδομών, Οικονομικών και Περιφερειακής Ανάπτυξης, θα κληθούν να συμβασιοποιήσουν το σχέδιο, το οποίο θα πάρει τον δρόμο του διαγωνισμού, έπειτα από την έγκριση της Ε.Ε.
Αρμόδιοι παράγοντες εκτιμούν ότι, εάν η όλη διαδικασία κινηθεί κατά τα θεωρητικά πρότυπα απόκρισης του δημοσίου και των ευρωπαϊκών υπηρεσιών, περί το 2013 το πρότζεκτ θα ξεκινήσει.
«Αναπόφευκτη η συνεργασία με τον ΟΤΕ»
Ανεπισήμως, δεν είναι λίγοι εκείνοι που θεωρούν ως σωτήρια την σύμπραξη με τον ΟΤΕ για την δημιουργία του δικτύου οπτικών ινών. Και αυτό διότι ο ΟΤΕ ήδη διαθέτει δίκτυο οπτικών ινών VDSL, οι οποίες φτάνουν μέχρι το ΚΑΦΑΟ, γεγονός που θα επέτρεπε στο κράτος να συνδέσει το ΚΑΦΑΟ με τα σπίτια των καταναλωτών. Έτσι, το κόστος της επένδυσης θα μειωνόταν ραγδαία. Όπως εξηγούν οι ίδιες πηγές, και ο ΟΤΕ θα έβλεπε με καλό μάτι μία τέτοια σύμπραξη, καθώς η ανάπτυξη ενός παράλληλου – με το δικό του – δικτύου οπτικών ινών θα λειτουργούσε άκρως ανταγωνιστικά προς τον ίδιο.
Όμως, μία τέτοια προοπτική, αν και λογική από άποψη κόστους, θα δημιουργούσε τεράστιες αντιδράσεις από τους εναλλακτικούς παρόχους, καθώς συγκρούεται με τον ελεύθερο ανταγωνισμό, αλλά και με τη στάση της ΕΕΤΤ, η οποία έχει θέσει υπό ρύθμιση ακόμη και την παραμικρή κίνηση του πρώην δημοσίου οργανισμού και έχει «μπλοκάρει» την εμπορική διάθεση της VDSL.
Ένα άλλο σημείο, όπου συναντώνται διαφωνίες στον τηλεπικοινωνιακό κόσμο είναι εάν κατά πόσον η χώρα χρειάζεται FTTH και γιατί δεν αρκείται στην επίσης γρήγορη VDSL. Όσοι υποστηρίζουν την λύση της FTTH, θέτουν ως παράδειγμα το μεταβατικό στάδιο που πέρασε η Ελλάδα με την ISDN, που την άφησε πίσω στις εξελίξεις της ευρυζωνικότητας. Άλλοι, βέβαια, υποστηρίζουν ότι FTTH και VDSL δεν είναι ανταγωνιστικές, αλλά συμπληρωματικές τεχνολογίες, καθώς η πρώτη μπορεί να απαιτήσει έως και 20 έτη για την πλήρη ανάπτυξή της.
Επισήμως, ο ΟΤΕ έχει τοποθετηθεί παλαιότερα για την δημιουργία δικτύου FTTH, επισημαίνοντας το πενταπλάσιο κόστος που θα είχε η ανάπτυξή του σε σύγκριση με την τεχνολογία VDSL, το υψηλό κόστος σύνδεσης και την μη ανταποδοτικότητα της επένδυσης σε πολλές περιοχές της χώρας. Τότε, ο ΟΤΕ είχε προτείνει να στηθεί η επένδυση πάνω στο δικό του δίκτυο VDSL, να δοθούν επενδυτικά κίνητρα, να γίνουν οι απαραίτητες ρυθμιστικές παρεμβάσεις και να χρησιμοποιηθεί ένα μείγμα υβριδικών τεχνολογιών ανάλογα με το γεωγραφικό περιβάλλον και την οικονομική τους βιωσιμότητα, λόγω της σταδιακής μετάβασης των καταναλωτών προς τις νέες τεχνολογίες.
Προς αυτή την κατεύθυνση, τουλάχιστον στο «υβριδικό» της σκέλος κινείται και η κυβέρνηση. Το τηλεπικοινωνιακό «μείγμα» της Ελλάδας, θα βασιστεί στο FTTH στις μεγάλες πόλεις, στα μητροπολιτικά δίκτυα οπτικών ινών (ΜΑΝ), στην ανάπτυξη ευρυζωνικών δικτύων σε μειονεκτικές περιοχές (rural broadband) και σε ασύρματες τεχνολογίες, όπως η αξιοποίηση του ψηφιακού φάσματος των ραδιοσυχνοτήτων με LTE.
Ριζοσπαστικά πλεονεκτήματα
Πέρα από την ταχύτητα, το μεγάλο πλεονέκτημα της FTTH είναι η συμμετρική τεχνολογία της. Δηλαδή, εν αντιθέσει με τις υπάρχουσες τηλεπικοινωνιακές υποδομές, η ταχύτητα μεταφόρτωσης είναι η ίδια τόσο στο «ανέβασμα» όσο και στο «κατέβασμα» των αρχείων. Αυτή η ιδιότητα, σύμφωνα με τους θεωρητικούς των τηλεπικοινωνιών, δύναται να μεταβάλλει το ίδιο το καταναλωτικό μοντέλο, καθώς ισότιμα ο καταναλωτής θα μπορεί να γίνει παραγωγός.
Στο ερώτημα, βέβαια, τι υπηρεσίες και αγαθά μπορούν να αναπτυχθούν από τις τηλεπικοινωνιακές «υπερταχείες», απάντηση πλην των υπηρεσιών TV και βίντεο δεν μπορούν ακόμη να δοθούν. Όπως και δεν μπορούσε να απαντηθεί, άλλωστε, η ίδια ερώτηση το 1987, όταν οι προσωπικοί υπολογιστές διέθεταν σκληρούς δίσκους που χωρούσαν 10 MB, τα οποία, τότε, φαίνονταν πολλά! Η συνέχεια, βέβαια, δικαίωσε τους οραματιστές.