Εβδομήντα χρόνια πριν, έξι μέρες μετά την παράδοσή του στον γερμανικό στρατό Κατοχής, ο στρατηγός Γεώργιος Τσολάκογλου σχημάτιζε στις 29 Απριλίου 1941 την πρώτη από τις τρεις κυβερνήσεις-ανδρείκελα των Ναζί που θα γνώριζε η Ελλάδα ως την απελευθέρωση. Στη «Νέα Τάξη Πραγμάτων» που έφερνε το υποτιθέμενα «χιλιόχρονο Ράιχ» κάποιοι βρήκαν ότι απαιτούνταν προσαρμογή, συνεργασία και καλή διάθεση.
Όχι ότι η Ελλάδα πρωτοτύπησε. Η δικαιολογία του κινηματογραφικού «μαυροκουκουλάκη» Αρτέμη Μάτσα «οι Γερμανοί είναι φίλοι μας. Είναι πιο δυνατοί από μας» υιοθετήθηκε από περίπου 300.000 Γάλλους, 300.000 Βέλγους και 90.000 Νορβηγούς, σύμφωνα με στοιχεία των μεταπολεμικών δικών. Μια ιδέα για το γιατί μόνο 2.225 Έλληνες πέρασαν από τα Ειδικά Δοσιλογικά Δικαστήρια και για το ποια υπήρξε η εν συνεχεία πολιτεία τους αποκτά κανείς από την έρευνα του ιστορικού Στράτου Ν. Δορδανά στο βιβλίο Η Γερμανική στολή στη ναφθαλίνη. Επιβιώσεις του δοσιλογισμού στη Μακεδονία, 1945-1974 (Εστία, 2011).
Οι μύθοι που ο Δορδανάς ξεδιαλύνει είναι πολλοί. Ο δοσιλογισμός δεν υπήρξε ούτε αμελητέου μεγέθους ούτε περιορισμένης έκτασης φαινόμενο. Στα Τάγματα Ασφαλείας, σε σχηματισμούς όπως το εθελοντικό σώμα του Γεώργιου Πούλου ή η «Πανελλήνια Οργάνωσις Εθνικιστικών Ταγμάτων» του Αντώνιου Βήχου, εντάχθηκαν χιλιάδες οι οποίοι ακόμη και το 1943, έτος ίδρυσής τους, πόνταραν στην κατίσχυση της γερμανικής Νέας Τάξης.
Η μεταπολεμική αποκατάσταση των περισσότερων από αυτούς δεν υπήρξε συνειδητή πράξη συμφιλίωσης, αλλά αποτέλεσμα πολιτικής επιλογής. Στη συγκυρία του Εμφυλίου θεωρήθηκε ότι θα μπορούσαν να αποτελέσουν «χρήσιμα σκεύη εις την ελευθέρα κοινωνία» (σ. 195). Τέτοια «σκεύη» ήταν μεταξύ άλλων ο Κωνσταντίνος Παπαδόπουλος, συναρχηγός του «Εθνικού Ελληνικού Στρατού» με τον οποίο είχε προβεί σε κοινές εκκαθαριστικές επιχειρήσεις με τον γερμανικό στρατό, βουλευτής από το 1946 ως το 1964 ή ο διαφυγών στη Γερμανία με τη Βέρμαχτ και καταδικασμένος σε θάνατο για δοσιλογισμό Ξενοφών Γιοσμάς, ο οποίος εξέτισε μόλις πέντε έτη από την ποινή του προτού επανακάμψει στη Θεσσαλονίκη και καταστεί διάσημος το 1963 ως αρχηγός παρακρατικής οργάνωσης, ηθικός αυτουργός της δολοφονίας του βουλευτή της ΕΔΑ Γρηγόρη Λαμπράκη.
Τέλος, η επικρατέστερη «τεχνική επιβίωσης» που ακολούθησαν οι πρώην συνεργάτες δεν ήταν η συσκότιση του παρελθόντος τους, αλλά η ανασημασιοδότησή του. Η διολίσθηση στην εμφύλια σύγκρουση επέτρεψε την εκ των υστέρων κατασκευή του προτύπου «ενός άλλου αγωνιστή, που ελάχιστα ως καθόλου είχε σχέση με την αντίσταση εναντίον των κατακτητών αλλά πρωτίστως με την “αντίσταση” εναντίον του εσωτερικού εχθρού» (σ. 368).
Μεταθέτοντας έντεχνα το διακύβευμα της Κατοχής από την αντίσταση στον αντικομμουνισμό οι δοσίλογοι μετατράπηκαν σε «εθνικόφρονες δοσίλογους», σβήνοντας το δεύτερο συνθετικό αναβαπτίστηκαν σε σκέτους «εθνικόφρονες», η γερμανική στολή μπήκε στη ναφθαλίνη, όσοι τη φόρεσαν ενσωματώθηκαν γρήγορα σε διάφορες αποχρώσεις της δεξιάς παράταξης. Και το μόνο καταβληθέν αντίτιμο από τότε και στο εξής ήταν ένα κάποιο low profile – για τον πρότερο ανέντιμο βίο τους.