Συμβόλαια θανάτου με στόχο συγγραφείς

Μπορεί το επάγγελμα του συγγραφέα να μην κατατάσσεται στα βαρέα και ανθυγιεινά, για κάποιους συγγραφείς όμως καταλήγει επικίνδυνο για τη ζωή τους την ίδια. Τα παραδείγματα των «επικηρυγμένων» συγγραφέων δεν είναι λίγα, ούτε αποτελούν υπόθεση των ημερών μας.

Μπορεί το επάγγελμα του συγγραφέα να μην κατατάσσεται στα βαρέα και ανθυγιεινά, για κάποιους συγγραφείς όμως καταλήγει επικίνδυνο για τη ζωή τους την ίδια. Τα παραδείγματα των «επικηρυγμένων» συγγραφέων δεν είναι λίγα, ούτε αποτελούν υπόθεση των ημερών μας. Όσο ανοίγει η ψαλίδα των διακρίσεων ανάμεσα σε κοινωνικές, θρησκευτικές και εθνικές ομάδες, όσο εντείνεται ο φανατισμός τόσο κινδυνεύει η ελευθερία του λόγου και η ασφάλεια όσων έχουν το θάρρος να μάχονται για αυτήν. Αυτό μας υπενθυμίζουν δύο νέες εκδόσεις στα ελληνικά, το ιστορικό μυθιστόρημα της Αμερικανίδας Σέρι Τζόουνς Το κόσμημα της Μεδίνας (Λιβάνης, 2011) και οι προσωπικές αφηγήσεις Η ομορφιά και η κόλαση (Πατάκης, 2011) του Ιταλού Ρομπέρτο Σαβιάνο.

Το Κόσμημα της Μεδίνας αφηγείται τη ζωή της Αΐσα, μίας από τις συζύγους του Μωάμεθ, από την ηλικία των έξι ετών ως τον θάνατο του Προφήτη. Ο μεγάλος εκδοτικός οίκος Random House, ο οποίος είχε αναλάβει την έκδοση του βιβλίου, υπαναχώρησε στην πορεία όταν η Ντενίζ Σπέλμπεργκ, καθηγήτρια Ισλαμικών Σπουδών στο Πανεπιστήμιο του Τέξας, προειδοποίησε τους εκδότες ότι η κυκλοφορία του βιβλίου πιθανόν να προξενούσε βίαιες αντιδράσεις από εξτρεμιστές μουσουλμάνους. Υπό τον φόβο πιθανής τρομοκρατικής ενέργειας κατά του οίκου, η έκδοση αναβλήθηκε επ’ αόριστον. Εντέλει, στην έκδοση του μυθιστορήματος αποφάσισε να προχωρήσει ο Βρετανός Μάρτιν Ρίντζα, εκδότης του ανεξάρτητου εκδοτικού οίκου Gibson Square.

Λίγες εβδομάδες αργότερα το γραμματοκιβώτιό του έπαιρνε φωτιά από μια βόμβα μολότοφ και ο ίδιος αναγκάστηκε να κρυφτεί προσωρινά. Το βιβλίο πρωτοκυκλοφόρησε στη Σερβία τον Αύγουστο του 2008. Υστερα από αντιδράσεις της τοπικής μουσουλμανικής κοινότητας αποσύρθηκε, για να επανέλθει στα ράφια των βιβλιοπωλείων λίγες εβδομάδες αργότερα. Ακολούθησε η έκδοσή του σε ΗΠΑ, Γερμανία, Δανία και σε πολλές άλλες χώρες. Παρά τις πολλές συζητήσεις που έχει προκαλέσει το βιβλίο και την έντονη κριτική που έχει δεχθεί, η συγγραφέας, ευτυχώς, δεν έγινε αντικείμενο βίαιων εκδηλώσεων θρησκευτικού φανατισμού και απολαμβάνει τη ζωή και την ελευθερία της.

Δεν ισχύει το ίδιο όμως για τον Ρομπέρτο Σαβιάνο, ο οποίος μετά την έκδοση του βιβλίου του Γόμορρα, που παρουσιάζει τους τρόπους διείσδυσης της μαφίας της Καμόρα στη ναπολιτάνικη κοινωνία και πέρα από αυτήν, ζει υπό αστυνομική προστασία. Το βιβλίο έλαβε μεγάλη δημοσιότητα, πούλησε περισσότερα από 1,5 εκατ. αντίτυπα στην Ιταλία, έγινε διεθνές μπεστ σέλερ και μεταφέρθηκε στον κινηματογράφο από τον Ματέο Γκαρόνε. Αναγκασμένος να φύγει από τη Νάπολη για λόγους ασφαλείας, ο Σαβιάνο ζει υπό ασφυκτική προστασία.

Στο νέο του βιβλίο Η ομορφιά και η κόλαση περιγράφει πώς έχει καταλήξει η ζωή του: μια διαρκής μετακίνηση από στενόχωρα ξενοδοχεία σε σκοτεινά και θλιβερά διαμερίσματα μέσα σε θωρακισμένα αυτοκίνητα. Μιλάει για τον φόβο των άλλων όταν τον αντικρίζουν, την απροθυμία τους να του δώσουν δωμάτιο, να του πουλήσουν φαγητό. Οι αστυνομικοί της φρουράς του τον αντιμετωπίζουν σαν «βόμβα σε κουτί» και αισθάνονται πιο ήσυχοι όταν τον έχουν σε έναν γυάλινο αλεξίσφαιρο κύβο. Στερείται την ελευθερία, τη θάλασσα, τον ήλιο. Παρ’ όλα αυτά, ο ίδιος επιμένει να γράφει για όλα όσα τον απασχολούν, διότι «Γράψιμο σημαίνει να αντιστέκεσαι, να κάνεις αντίσταση», λέει. Δεν τον ενδιαφέρει ο κυνισμός πολλών συγγραφέων ούτε η φιλοδοξία άλλων να γράψουν ένα καλό βιβλίο με ωραίο και αναγνωρίσιμο ύφος. «Αν είχα ένα όνειρο ήταν να επηρεάσω με τα λόγια μου», γράφει, «να δείξω ότι ο λογοτεχνικός λόγος μπορεί ακόμα να έχει ένα βάρος και τη δύναμη να αλλάξει την πραγματικότητα». Αν φοβάται; Όχι, λέει. Όσο για τις ταλαιπωρίες του, σχολιάζει στωικά παραθέτοντας τον Καμύ: «Η κόλαση έχει ορισμένο χρόνο, η ζωή ξαναρχίζει μια μέρα».

Πηγαίνοντας πιο ανατολικά, στην Τουρκία, ο νομπελίστας Ορχάν Παμούκ συμμερίζεται τα βιώματα του Σαβιάνο σε μεγάλο βαθμό. Μετά τις δηλώσεις του στο ελβετικό περιοδικό Das Magazin το 2005 για τις γενοκτονίες Αρμενίων και Κούρδων από τους Τούρκους κατηγορήθηκε για προσβολή της τουρκικότητας και παραπέμφθηκε σε δίκη – αλλά αυτό ήταν το λιγότερο. Οι κινητοποιήσεις για να καούν τα βιβλία του, το κλίμα μίσους που αναπτύχθηκε γύρω του και οι απειλές για τη ζωή του τον έκαναν να φύγει από τη χώρα. Δεν έμεινε για πολύ μακριά από τη γενέτειρά του, αλλά οι αγαπημένες του βόλτες στα σοκάκια της Κωνσταντινούπολης δεν είναι το ίδιο ανέμελες με τη συνοδεία σωματοφυλάκων. Το όνομά του έχει βρεθεί σε λίστες προγραμμένων τούρκων διανοουμένων μυστικής εθνικιστικής οργάνωσης.

Ο Παμούκ δεν πήρε πίσω όσα είπε, μάλιστα τα επανέλαβε, γιατί θεωρεί σημαντική την υπεράσπιση της ελευθερίας του λόγου στη χώρα του, παρ’ όλα αυτά προσέχει στο εξής στις συνεντεύξεις του και στις δημόσιες εμφανίσεις του εκτός Τουρκίας να μην κάνει πολιτικές δηλώσεις που μπορεί να παραποιηθούν και να παρερμηνευθούν. Τον περασμένο μήνα καταδικάστηκε σε καταβολή αποζημίωσης 6.000 τουρκικών λιρών σε πέντε άτομα που υπέβαλαν μήνυση για προσβολή της τουρκικής τιμής τους από τη δήλωσή του και, σύμφωνα με το σκεπτικό του δικαστηρίου, η απόφαση αποτελεί δικαστικό προηγούμενο και για άλλες ανάλογες αποζημιώσεις.

Η υπόθεση του Σάλμαν Ρούσντι είναι παλιά και γνωστή. Έχουν περάσει 22 χρόνια από τον φετφά (την καταδίκη σε θάνατο) που εξέδωσε εναντίον του στις 14 Φεβρουαρίου του 1989 ο τότε ηγέτης του Ιράν Αγιατολάχ Χομεϊνί για το μυθιστόρημά του Σατανικοί στίχοι (1988), με το αιτιολογικό ότι το βιβλίο ήταν βλάσφημο και προσβλητικό για το Ισλάμ. Ο συγγραφέας επικηρύχθηκε, το ζήτημα έγινε αιτία διπλωματικών συρράξεων μεταξύ του Ιράν και της Μεγάλης Βρετανίας όπου διέμενε ο συγγραφέας, το βιβλίο αποσύρθηκε από την κυκλοφορία σε πολλές μουσουλμανικές χώρες, βιβλιοπωλεία που το πουλούσαν στον δυτικό κόσμο πυρπολήθηκαν, μεταφραστές και εκδότες έγιναν αντικείμενα βίαιων επιθέσεων. Ο φετφάς είναι ακόμη σε ισχύ και ο Ρούσντι, που τα τελευταία χρόνια βγαίνει πιο συχνά από τους κρυψώνες του, λέει ότι κάθε χρόνο, στις 14 Φεβρουαρίου, λαβαίνει ένα «ερωτικό ραβασάκι» από το Ιράν που λέει ότι ο όρκος να τον σκοτώσουν δεν έχει ξεχαστεί.

Σαβιάνο και Ρούσντι συναντήθηκαν τον Νοέμβριο του 2008 στη Στοκχόλμη σε διάλεξη που διοργάνωσε η Σουηδική Ακαδημία και αντάλλαξαν τις εμπειρίες τους. «Δεν ξέρω πόσο μακρύ είναι το χέρι της Καμόρα, αλλά υποθέτω ότι όσο μακρύ και αν είναι δεν μπορεί να φτάσει σε κάθε γωνιά του κόσμου», είπε ο Ρούσντι, ο οποίος έχει ζήσει κρυμμένος περισσότερο από είκοσι χρόνια. «Αυτό που φοβίζει και την εγκληματική εξουσία είναι ακριβώς η λογοτεχνία, όταν δεν μιλά μόνο για τα πραγματικά δεδομένα που την αφορούν αλλά μετατρέπει τα πραγματικά δεδομένα σε ιστορία της ανθρώπινης κατάστασης», λέει ο Σαβιάνο. Όσο για τις απειλές για τη ζωή του σχολιάζει: «Μπορείς βέβαια να σταματήσεις τον συγγραφέα, όμως ο συγγραφέας έχει έναν βασικό σύμμαχο: τον αναγνώστη. Όσο υπάρχει ο αναγνώστης, τίποτα δεν μπορεί να συμβεί στα λόγια ενός συγγραφέα».

Ακολούθησε το Βήμα στο Google news και μάθε όλες τις τελευταίες ειδήσεις.