Η συμπλήρωση 100 χρόνων από τον θάνατο του κορυφαίου λογοτέχνη Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη έχει πυροδοτήσει μια ιδιότυπη- ιδεολογική περισσότερο παρά φιλολογική- διένεξη στον Περισσό. Ολα ξεκίνησαν όταν ο «Ριζοσπάστης» δημοσίευσε στο κυριακάτικο ένθετό του για τον πολιτισμό τον περασμένο Ιανουάριο ένα κείμενο-αφιέρωμα υπό τον τίτλο «Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης. “Η πλουτοκρατία γεννά την αδικίαν ”». Οπως αναφερόταν στην παραπομπή από την πρώτη σελίδα του ενθέτου, «έναν αιώνα μετά, από το έργο αυτού του εκρηκτικού πνεύματος παραμένει αδιαμφισβήτητο γεγονός ότι ο Παπαδιαμάντης μιλούσε για την – και στην- ψυχή του λαού, για τα πάθη και τους πόθους του, τα οποία ο ίδιος είχε βιώσει από την πρώτη στιγμή που αντίκρισε τον κόσμο».
Επισημαινόταν μάλιστα ότι αυτό «το έκανε όχι “φολκλορικά” αλλά ουσιαστικά, αφού δεν έμεινε μόνο στη μαστοριά του λόγου αλλά χρησιμοποίησε αυτή την ικανότητα για να ξεσκεπάσει και να καταγγείλει τους πλουτοκράτες του καιρού του». Σκιαγραφώντας το λογοτεχνικό φαινόμενο του σκιαθίτη θεμελιωτή του νέου ελληνικού διηγήματος, στο κείμενο χαρακτηριζόταν μονόπλευρη η προσέγγιση του Παπαδιαμάντη μέσα από τη θρησκευτικότητά του. «Η κυριαρχία αυτής της μονόπλευρης προσέγγισης θα σήμαινε τον νοηματικό “ευνουχισμό” του έργου του και της προσφοράς του στα νεοελληνικά γράμματα» αναφερόταν, ενώ σχετικά με τη χρήση της καθαρεύουσας από τον Παπαδιαμάντη, για την οποία είχε δεχθεί την μήνιν φανατισμένων δημοτικιστών, τονιζόταν ότι «μια εμφανιζόμενη ως “προοδευτική” προσέγγιση στη λογοτεχνία που θα “φετιχοποιούσε” το κριτήριο της γλώσσας θα οδηγούνταν στην εντελώς αντιδραστική απόρριψη έργων όπως η “Πάπισσα Ιωάννα” του Ροΐδη και η “Φόνισσα” του Παπαδιαμάντη».
Υπογραμμιζόταν εξάλλου η κοινωνική διάσταση του έργου του Παπαδιαμάντη, ο οποίος, όπως παρατηρούσε ο συντάκτης του κειμένου κ. Γρ. Τραγγανίδας, «ήταν διανοούμενος και είχε συνείδηση αυτής του της ιδιότητας, αλλά αρνήθηκε να την εξαργυρώσει- κυριολεκτικά και ηθικά- στο αστικό “πολιτιστικό χρηματιστήριο” των σαλονιών της εποχής επιλέγοντας τον δύσκολο δρόμο».
Δύο μήνες αργότερα θα δημοσιευθεί στο ίδιο ένθετο του «Ριζοσπάστη» ένα άλλο κείμενο. Τίτλος του «Ο αληθινός Παπαδιαμάντης» και συντάκτης του ένα κομματικό στέλεχος, ο γνωστός συνδικαλιστής και βουλευτής του ΚΚΕ κ. Γ. Μαυρίκος, ο οποίος θα διακηρύξει ότι «οι περισσότεροι αρθρογράφοι προσδίδουν μέσα από τα άρθρα τους χαρακτηριστικά στον ίδιο τον Παπαδιαμάντη και στο έργο του που απέχουν πολύ από την πραγματικότητα». Δεν διστάζει μάλιστα να «στιγματίσει» τίτλους και υποτίτλους σχετικών αφιερωμάτων, αλλά και αναφορές ότι «δήθεν ο Αλ. Παπαδιαμάντης “συνομίλησε με την ψυχή του λαού”» και ότι «δήθεν “χρησιμοποίησε τον λόγο του για να ξεσκεπάσει και να καταγγείλει τους πλουτοκράτες”» (όπως έγραφε ο «Ριζοσπάστης»!). Ενώ θα αποφανθεί ο κ. Μαυρίκος: «Δυστυχώς, αυτός ο πράγματι μεγάλος δημιουργός, ούτε στη ζωή ούτε στη γλώσσα του, κυρίως όμως ούτε στο έργο του, θέλησε να εκφράσει την κοινωνική αδικία και την ανάγκη για απελευθέρωση από αυτήν». Οπως υπογράμμιζε μάλιστα, ο Παπαδιαμάντης μέσα από τις θέσεις, τις δοξασίες και τη στάση ζωής του «φρέναρε τη δυνατότητα που είχε να μπολιαστεί με το κοινωνικοπολιτικό Είναι, να προσπαθήσει να το εκφράσει και να αξιοποιήσει το μοναδικό του ταλέντο στην υπηρεσία του λαού ενάντια στους αστικοτσιφλικάδες».
Αλλά και για το γλωσσικό ο κ. Μαυρίκος θα διαπιστώσει: «Ο Αλ. Παπαδιαμάντης, όπως στη ζωή του, στο έργο του, έτσι και στη γλώσσα του δεν θέλησε να χρησιμοποιήσει την απλή, την κατανοητή γλώσσα του λαού μας». Εφιστούσε δε την προσοχή των «παροικούντων» θυμίζοντάς τους ότι οι κομμουνιστές, όταν κρίνουν έναν δημιουργό, ακόμη και τον πιο σπουδαίο, το κάνουν «με βάση τα μαρξιστικά κριτήρια», δηλαδή «αν ο δημιουργός κάνει τον κουφό, τον αδιάφορο στις κοινωνικές εξελίξεις ή αν συστρατεύεται με την “πένα” του για την κοινωνική αλλαγή». «Θα θέλαμε ο Αλ. Παπαδιαμάντης να ήταν κοινωνικός αγωνιστής αλλά δεν ήταν» κατέληγε.
Στο περασμένο φύλλο του κυριακάτικου «Ριζοσπάστη» δόθηκε η ρελάνς στην «ταξική επέλαση» του κ. Μαυρίκου, αλλά αυτή τη φορά το πολιτιστικό τμήμα της εφημερίδας επιστράτευσε τα κείμενα του Κώστα Βάρναλη, του Νίκου Μπελογιάννη αλλά και νεοτέρων όπως ο (αείμνηστος) Τάκης Αδάμος, στέλεχος της παλαιάς κομματικής φρουράς, δημοσιογράφος, λογοτέχνης και δοκιμιογράφος, ο οποίος είχε ασκήσει κριτική «στην ολοκληρωτική άρνηση της αξίας του Παπαδιαμάντη σαν λογοτέχνη» και είχε «κατατάξει την κριτική περί “θρησκευτικότητας” στο έργο του Παπαδιαμάντη ανάμεσα στις “πολλές λαθεμένες αντιλήψεις και απόψεις” γύρω από τον συγγραφέα». Το κυριότερο όμως που τονίζεται ως έμμεση πλην σαφής «απάντηση» στον κ. Μαυρίκο είναι ότι «ο Τ. Αδάμος άσκησε κριτική όχι μόνο στην αστική διανόηση σε σχέση με την προσέγγισή της στον Παπαδιαμάντη αλλά και στο τμήμα της διανόησης που έκανε μηχανιστική χρήση του διαλεκτικού υλισμού, ακυρώνοντάς τον τελικά και σπέρνοντας ιδεολογικές συγχύσεις»!
Στο κείμενο εξάλλου υπενθυμιζόταν στους θιασώτες της άποψης του κ. Μαυρίκου ότι κατά τον Βάρναλη «η ψυχή του κ΄ η ψυχή των ηρώων του είναι η ψυχή του ελληνικού λαού στην πιο εξαγνισμένη της υπόσταση», ενώ για τον Μπελογιάννη ο Παπαδιαμάντης ήταν «μια ιδιότυπη φτωχική μικρογραφία του Τολστόι» και, τέλος, για τον Αδάμο «όλο του το έργο είναι διαποτισμένο από φλογερή αγάπη προς τον απλό λαό, από σαρκασμό και καυστική ειρωνεία για τους άρχοντες και τους φαυλοκρατικούς θεσμούς τους».
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ