Σε στάση αναμονής φαίνεται να οδηγείται η πορεία των εθνικών μας θεμάτων, καθώς πέρα από την εντεινόμενη οικονομική κρίση, η οποία σαφώς επηρεάζει αρνητικά τη δυνατότητα χειρισμών της ελληνικής πλευράς, πρόσθετα εμπόδια προκαλούνται και από το γεγονός ότι η Τουρκία και τα Σκόπια έχουν μπει σε προεκλογική περίοδο, με αποτέλεσμα να καθίσταται δυσχερής οποιαδήποτε διαπραγμάτευση. Είναι μάλιστα χαρακτηριστικό ότι ακόμη και οι κκ. Χριστόφιας και Ερογλου δίνουν τώρα ραντεβού για τη συνέχιση του, ούτως ή άλλως, άγονου διαλόγου τους για την επίλυση του Κυπριακού για μετά τις βουλευτικές εκλογές στην Κυπριακή Δημοκρατία. Ο Ιούνιος λοιπόν δεν θα είναι μόνον ο μήνας κατά τον οποίο οι ευρωπαίοι ηγέτες, στη Σύνοδο Κορυφής της ΕΕ, θα λάβουν τις τελικές αποφάσεις για την ελληνική οικονομία, αλλά και ο μήνας κατά τον οποίο θα κριθεί και η πορεία της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής, όπου παραμένουν τα γνωστά «αγκάθια».
Δεν είναι τυχαίο ότι η σκοπιανή ηγεσία έχει επενδύσει στη σκλήρυνση της στάσης της απέναντι στην Ελλάδα εν όψει των πρόωρων εκλογών, ενώ αναμένει δικαίωση από το Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης, όπου έχει προσφύγει για το υποτιθέμενο ελληνικό βέτο στο Βουκουρέστι, ελπίζοντας ότι με την απόφαση αυτή θα ενισχύσει τη διαπραγματευτική θέση της. Το αποτέλεσμα είναι ότι τη στιγμή αυτή δεν υπάρχει καμία προοπτική για πρόοδο στο θέμα της ονομασίας. Το καίριο όμως ερώτημα είναι αν θα υπάρξει πρόοδος στις ελληνοτουρκικές σχέσεις, μετά την αναμενόμενη άνετη επικράτηση του Ταγίπ Ερντογάν στις βουλευτικές εκλογές στην Τουρκία στις 12 Ιουνίου. Πολλοί πιστεύουν ότι μετά τις εκλογές αυτές ο τούρκος πρωθυπουργός θα καταστεί πανίσχυρος ώστε να μπορέσει απρόσκοπτα να προχωρήσει όχι μόνο στον εκσυγχρονισμό της εσωτερικής πολιτικής σκηνής, με την αναθεώρηση του Συντάγματος και την οριστική απομάκρυνση του στρατιωτικού κατεστημένου, αλλά και σε ανοίγματα προς την Ελλάδα. Εξίσου πολλοί όμως είναι και εκείνοι που αμφιβάλλουν ότι θα συμβεί αυτό, θεωρώντας ότι η τουρκική πολιτική απέναντι στην Ελλάδα δεν αλλάζει.
Ο,τι και αν συμβεί πάντως, το βέβαιο είναι ότι για να υπάρξει ρύθμιση των ελληνοτουρκικών διαφορών θα είναι αναγκαίος ένας συμβιβασμός με βάση τους κανόνες του Διεθνούς Δικαίου όπου, είτε μας αρέσει είτε όχι, θα διαπιστωθεί ότι δεν έχουμε σε όλα δίκιο. Είναι όμως έτοιμη η ελληνική κοινή γνώμη, μέσα στο βαρύ κλίμα που επιδεινώνεται καθημερινά από την εντεινόμενη οικονομική κρίση, να αποδεχθεί μια τέτοια εξέλιξη; Τι θα συμβεί, π.χ., αν το Διεθνές Δικαστήριο κρίνει (όπως είχε κρίνει για μια ανάλογη περίπτωση της νήσου των Οφεων στη Μαύρη Θάλασσα) ότι το Καστελόριζο δεν έχει ούτε υφαλοκρηπίδα ούτε ΑΟΖ, αλλά μόνο χωρικά ύδατα, θέση την οποία υποστηρίζει και η Τουρκία; Η διαφορά βέβαια είναι ότι το Καστελόριζο κατοικείται, ενώ η νήσος των Οφεων είναι ακατοίκητη. Το πρόβλημα όμως παραμένει προς επίλυση τη στιγμή που όλη η περιοχή της Νοτιοανατολικής Μεσογείου βρίσκεται στο στόχαστρο του ενδιαφέροντος λόγω των υποτιθέμενων πλούσιων κοιτασμάτων υδρογονανθράκων. Αυτός άλλωστε είναι και ο λόγος για τον οποίο η Τουρκία δημιουργεί συνεχώς ναυτικά επεισόδια στην περιοχή αυτή.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ