Γροθιά στο στομάχι των επενδυτικών οίκων και στη «βιομηχανία» των αξιολογήσεων αποτελεί η δικαστική δικαίωση της Χαλυβουργικής του κ. Κ. Αγγελόπουλου κατά της Citigroup για το περιεχόμενο ανάλυσης της τελευταίας που εμφάνιζε λανθασμένα στοιχεία για τον ελληνικό όμιλο. Πρόκειται για μια απόφαση χωρίς προηγούμενο, αφού ο χρηματοοικονομικός κολοσσός παραδέχθηκε το λάθος του, ζήτησε συγγνώμη και συμφώνησε στην καταβολή αποζημίωσης προς την ελληνική εταιρεία, καλύπτοντας και όλα τα νομικά έξοδα. Οπως εκτιμούν παράγοντες της αγοράς αλλά και τα ξένα μέσα ενημέρωσης που ασχολήθηκαν επισταμένως με την υπόθεση, η εξέλιξη αυτή θα κάνει πλέον πιο προσεκτικούς όλους αυτούς τους «ειδικούς» που διεκδικούν το αλάθητο και με τις προβλέψεις τους επηρεάζουν τις τύχες επιχειρήσεων και οικονομιών, με τελευταίο χαρακτηριστικό παράδειγμα την Ελλάδα και τις συνεχείς υποβαθμίσεις της.
Ολα ξεκίνησαν τον Οκτώβριο του 2007, όταν η Citigroup Global Μarkets (το τμήμα των αγορών του γκρουπ που εδρεύει στο Λονδίνο) δημοσίευσε αξιολόγηση που αφορούσε την εισηγμένη Σιδενόρ και περιελάμβανε οικονομικά στοιχεία για τον κλάδο και τις συγκρίσιμες εταιρείες, δηλαδή τη Χαλυβουργική και τη Χαλυβουργία Ελλάδος της οικογενείας Μάνεση. Τα στοιχεία που είχαν χρησιμοποιήσει για τη Χαλυβουργική οι πέντε αναλυτές που υπέγραφαν το report (μεταξύ αυτών και οι Ελληνες Π. Πολυκάρπου και Λ. Παπαδόπουλος ) ήταν λανθασμένα. Είχαν δημοσιεύσει υποεκτιμημένα νούμερα για τους τζίρους της Χαλυβουργικής για την περίοδο 2005 και 2006 και ανέφεραν πως το μερίδιο της Χαλυβουργικής το 2015 στην ελληνική αγορά θα ήταν 6%. «Εμείς το 2001,προτού ξεκινήσουμε τις επενδύσεις,είχαμε το 9% της αγοράς. Το 2006 ολοκληρώσαμε επενδύσεις 220 εκατ.ευρώ που διπλασίαζαν την παραγωγή μας στο 1 εκατ. τόνους. Ηταν εξόφθαλμα τα λάθη. Δεν αναφέρθηκαν στις επενδύσεις μας αλλά ούτε και ανέτρεξαν στους ισολογισμούς μας για να βρουν τους σωστούς τζίρους» αναφέρει στο «Βήμα της Κυριακής» ο κ. Γ. Αγγελόπουλος. Μετά την αντίδραση της εταιρείας η Citigroup δημοσίευσε νέα διορθωτική έκθεση τον Μάρτιο του 2008 στην οποία γινόταν αναφορά στις επενδύσεις της Χαλυβουργικής, αλλά η οικογένεια του κ. Κ. Αγγελόπουλου είχε αποφασίσει να ακολουθήσει τη δικαστική οδό και υπέβαλε μήνυση τον Ιανουάριο του 2009. Την Πέμπτη 7 Απριλίου 2011 στο Λονδίνο ο νομικός σύμβουλος της Citigroup, το δικηγορικό γραφείο Farrers, παραδέχθηκε ενώπιον του δικαστηρίου ότι η ανάλυση περιείχε ανακριβή δεδομένα, για την επαλήθευση των οποίων δεν είχε υπάρξει προ της δημοσίευσης επικοινωνία με τη Χαλυβουργική.
Γιατί όμως η Χαλυβουργική, μια μη εισηγμένη εταιρεία που δεν έκανε placements όπως η Σιδενόρ εκείνη την περίοδο, είχε αυτή την αντίδραση; «Μας ενδιαφέρει πρώτα απ΄ όλα το όνομά μας. Κάναμε μια τιτάνια προσπάθεια για την αναβίωση της Χαλυβουργικής» εξηγεί ο κ. Γ. Αγγελόπουλος και προσθέτει: «Ολες αυτές οι εκθέσεις αποτελούν κατά έναν περίεργο τρόπο ευαγγέλιο για τους τραπεζίτες.Θα μπορούσαμε να αντιμετωπίσουμε προβλήματα με τις χρηματοδοτήσεις μας αν δεν είχαμε αυτή την αντίδραση». Στην επισήμανση ότι δεν είναι εύκολο για τον καθέναν να ακολουθεί τη δικαστική οδό απέναντι σε τέτοια μεγαθήρια αν δεν έχει μια οικονομική βάση όπως η συγκεκριμένη οικογένεια ο κ. Αγγελόπουλος τονίζει: «Σίγουρα ένας απλός ιδιώτης δεν μπορεί να αντεπεξέλθει σε έναν τέτοιον αγώνα. Εχουμε όμως δει μεγάλες επιχειρήσεις και τράπεζες να διασύρονται από τέτοιες εκθέσεις και,ενώ γνωρίζουν ότι τα στοιχεία είναι λάθος, δεν κάνουν τίποτε γιατί δεν έχουν τη βούληση και όχι γιατί δεν έχουν λεφτά για δικηγόρους. Φοβούνται να τα βάλουν με τους οίκους αυτούς γιατί θα τους ξαναβρούν μπροστά τους. Οταν αποφασίσαμε να κάνουμε τη μήνυση, βρήκαμε με δυσκολία δικηγορικό γραφείο στο Λονδίνο εγνωσμένης αξίας, γιατί όλοι οι “μεγάλοι” στους οποίους απευθυνθήκαμε είχαν δουλειές με τη Citigroup και δεν ήθελαν να έρθουν σε κόντρα μαζί της. Και εμείς τη Citigroup τη συναντάμε παντού, στις δουλειές μας στην Αμερική και στη ναυτιλία,αλλά θέλαμε να τους περάσουμε το μήνυμα ότι δεν τους υπολογίζουμε και δεν τους φοβόμαστε».
Στην επίμαχη έκθεση της Citigroup τον Οκτώβριο του 2007 ο οίκος έδινε τιμήστόχο για τη μετοχή της Σιδενόρ τα 18,4 ευρώ, όταν τότε ο τίτλος βρισκόταν στα 14 ευρώ και σήμερα έχει υποχωρήσει στα 2,90 ευρώ. Το γεγονός αυτό ενδεχομένως να εγείρει αξιώσεις από ιδιώτες και θεσμικούς επενδυτές κατά της Citigroup οι οποίοι βάσει της έκθεσης αγόρασαν εκείνη την εποχή μετοχές της Σιδενόρ.
Η οικογένεια Αγγελόπουλου επιμελώς «κρύβει» την κόντρα της με τη Σιδενόρ της οικογενείας του κ. Ν. Στασινόπουλου, αν και στη μήνυση που υπέβαλε χαρακτήριζε την έκθεση της Citigroup «κακόβουλη», αφήνοντας να εννοηθεί ότι ο ξένος οίκος σκόπιμα ανέβαζε τα μεγέθη της Σιδενόρ και υποβάθμιζε τα μεγέθη της Χαλυβουργικής. Τον Οκτώβριο του 2007 η Σιδενόρ είχε ξεκινήσει συζητήσεις με τη Νucor Corporation, μία από τις μεγαλύτερες χαλυβουργίες των ΗΠΑ. Οι συζητήσεις κατέληξαν και τον Μάιο του 2008 ανακοινώθηκε ότι η Νucor θα αποκτήσει το 34% της Σιδενόρ. Εχει γραφεί και δεν έχει διαψευστεί ότι την αποτίμηση του χαλυβουργικού κλάδου για λογαριασμό του ελληνικού ομίλου την είχε κάνει η Citigroup. Τελικά η συμφωνία αυτή ποτέ δεν υλοποιήθηκε λόγω της κρίσης.
O πως αναφέρουν όλα τα διεθνή μέσα ενημέρωσης για την υπόθεση, δεν υπάρχει ανάλογο προηγούμενο. Δηλαδή, ένας επενδυτικός οίκος να παραδέχεται ότι έκανε λάθος εκτιμήσεις, να διατυπώνει συγγνώμη και να καταβάλλει αποζημίωση και δικαστικά έξοδα για μια ανάλυση.
Το 2002 ο γάλλος κροίσος Μπερνάρ Αρνό, ιδιοκτήτης της LVΜΗ (Louis Vuitton), πήγε στα δικαστήρια τη Μorgan Stanley, η οποία σε έκθεσή της είχε εκφράσει αμφιβολίες για την πιστοληπτική ικανότητα της LVΜΗ την ώρα που η τελευταία διεκδικούσε την Gucci. Ο Αρνό επικαλέστηκε ότι η Μorgan Stanley παρείχε επενδυτικές υπηρεσίες στον όμιλο Gucci κατηγορώντας την για σύγκρουση συμφερόντων. Ο Αρνό δικαιώθηκε πρωτόδικα (είχε επιδικαστεί αποζημίωση 100 εκατ. ευρώ) αλλά στη συνέχεια σε δεύτερο βαθμό η Μorgan Stanley αθωώθηκε. Το 2006 οι δύο αντίδικοι με μια λιτή ανακοίνωση γνωστοποίησαν ότι σταματούν τον δικαστικό τους αγώνα γιατί «τα βρήκαν».
Επίσης, χαρακτηριστική είναι η περίπτωση των αδελφών Αδαμάντιου και Σπύρου Πολέμη που υπέστησαν δικαστική ήττα από την JΡ Μorgan Chase & Co, από την οποία οι δύο εφοπλιστές διεκδίκησαν αποζημιώσεις ύψους 700 εκατ. δολαρίων, ισόποσες με τις ζημιές που υπέστησαν από την αγορά ρωσικών ομολόγων.
Υπενθυμίζεται ότι η Citibank στο τέλος του 2010 προσέφερε στους πελάτες της στην Ελλάδα το 70% της ονομαστικής αξίας των ομολόγων της Lehman Βrothers που είχαν αγοράσει από τα καταστήματά της, τα οποία όμως είχαν «εξαϋλωθεί» μετά την κατάρρευση της επενδυτικής τράπεζας. Επρόκειτο για ένα ποσό κοντά στα 70 εκατ. ευρώ. «Η τράπεζα κατέληξε στη συγκεκριμένη προσφορά ως ένδειξη καλής θέλησης και καλής πίστηςπροκειμένου να αμβλύνει την αναστάτωση που προκάλεσε στους πελάτες της η απρόβλεπτη κατάρρευση της Lehman Βrothers, παρά το γεγονός ότι η Citibank δεν έχει οποιαδήποτε ευθύνηούτε σχετική νομική υποχρέωση» αναφερόταν σε σχετική ανακοίνωση της Citibank.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ