Δύσκολο να ξαφνιάσεις έναν ψυχίατρο. Θα έλεγε κανείς ότι μέσα από τη δουλειά του τα έχει δει όλα. Κι όμως. Ηταν 31 Μαρτίου του 2009, όταν ο αμερικανός ψυχοθεραπευτής Ιρβιν Γιάλομ τα έχασε στη θέα 4.000 φανατικών θαυμαστών του, που έσπευσαν στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών για να παρακολουθήσουν τη διάλεξή του.
Η ατμόσφαιρα, από άποψη ηλεκτρισμένης αναμονής και πάθους, θύμιζε ροκ ή μάλλον χαρντ ροκ με τη μόνη διαφορά πως οι πιο σκληροπυρηνικοί οπαδοί δεν φορούσαν αρβύλες αλλά δωδεκάποντα. Κομψές κυρίες της «καλής κοινωνίας» έπαιρναν θέση στην πρώτη γραμμή, διαλαλώντας «Τρελαίνομαι για τον Γιάλομ!» με τον ίδιο ενθουσιασμό που θα εκθείαζαν και τον αγαπημένο τους σχεδιαστή μόδας.
Το αλλοτινό κοινωνικό στίγμα της ψυχανάλυσης που παρέπεμπε σε άτομα «προβληματικά και άρρωστα» πέρασε (και), με αφορμή τον ταλαντούχο συγγραφέα και χαρισματικό επιστήμονα, εξελίχθηκε σε ραγδαία διαδιδόμενη μόδα.
Μόνο που κανένας ψυχοθεραπευτής δεν έχει μαγικό ραβδάκι που κουνώντας το τρεις φορές πάνω από το ανάκατο κεφάλι σου θα σε γιατρέψει. Οι συνεδρίες απαιτούν πολύ χρόνο και χρήμα. Και κάπως έτσι, αναζητείται η εναλλακτική. Αυτή που φέρνει όλο και περισσότερους προβληματισμένους και μοναχικούς ανθρώπους εκεί έξω να καταφεύγουν στη λύση των φαρμάκων. Αγνοούν, όμως, ή θέλουν να αγνοήσουν πως ούτε μαγικό χαπάκι υπάρχει.
{{{ moto }}}
Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία του ΕΟΦ, οι Ελληνες καταφεύγουν με αυξητικές τάσεις κάθε χρόνο στη χρήση ψυχοφαρμάκων, προκειμένου να αντιμετωπίσουν διάφορες ψυχοσωματικές διαταραχές που έχουν – ή νομίζουν ότι έχουν.
Σημαντική είναι η κατανάλωση αγχολυτικών και αντικαταθλιπτικών χαπιών, με πρώτο στη λίστα το Ladose, «το Prozac του Ελληνα» όπως το χαρακτηρίζουν πολλοί φαρμακοποιοί.
Tα αγχολυτικά είχαν ετήσια κατανάλωση 9.929.789 κουτιά το 2006 και 9.365.161 πέρυσι. Ιδιαίτερα θεαματική ωστόσο είναι η αύξηση των αντικαταθλιπτικών, με 6.491.903 το 2006 και 8.401.480 το 2010! Για τον ελληνικό πληθυσμό, που υπολογίζεται στα 11 εκατομμύρια, αναλογεί (ψυχαναλυτική αδεία) σχεδόν ένα πακέτο αντικαταθλιπτικά για κάθε ενήλικο!
«Σταθερή αξία» αποτελούν και τα υπναγωγά – ηρεμιστικά, με την ετήσια ποσότητα να κυμαίνεται γύρω στα δύο εκατομμύρια κουτιά, που σου υπόσχονται ότι θα κοιμηθείς ή θα ηρεμήσεις.
Γινόμαστε λοιπόν λίγο Αμερικανοί που καταναλώνουν τα Prozac καθημερινά και άρα σε ανησυχητικό βαθμό; «Οχι, δεν γινόμαστε λίγο Αμερικανοί, γινόμαστε πολύ…» απαντά ο Φοίβος Ζαφειρίδης, ψυχίατρος και αναπληρωτής καθηγητής στο Τμήμα Ψυχολογίας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.
Ο τίτλος του μαθήματός του, άλλωστε, «Εξαρτήσεις / Ανθρωπιστική Υπαρξιακή Ψυχοθεραπεία», μαρτυρά το πόσο ο εθισμός μπορεί να αποτελέσει το επόμενο στάδιο μιας ανεπαρκούς ή προβληματικής ψυχανάλυσης: «Οι περισσότεροι ψυχίατροι είναι ακατάλληλοι. Πρέπει να κάνεις καλή έρευνα προτού επιλέξεις έναν ειδικό, υπάρχουν πολλοί τσαρλατάνοι εκεί έξω που μπορούν να παίξουν επικίνδυνα με την ψυχή σου» τονίζει. Παρατηρεί ότι υπάρχει κατακόρυφη αύξηση στη λήψη αντικαταθλιπτικών και ηρεμιστικών τις τελευταίες δύο δεκαετίες. Και η κατάχρηση γίνεται από ανθρώπους που βρίσκονται στην παραγωγική ηλικία, μεταξύ 30 και 45 ετών, «ως αντιστάθμισμα μιας ζωής με ολοένα αυξανόμενες απαιτήσεις».
Οι χρήστες ή καλύτερα «καταχραστές ψυχοφαρμάκων» είναι κυρίως γυναίκες, «μια και έχουν λιγότερες δυνατότητες διαφυγής λόγω οικογένειας, παιδιών κτλ. Οι άνδρες εκτονώνονται περισσότερο. Ακόμη και η ενασχόλησή τους με το ποδόσφαιρο είναι σημαντική βοήθεια».
Πολύ συχνά οι ασθενείς ζητούν ή απαιτούν να τους γράψει φάρμακα, «υπάρχει μια βαθιά πίστη της κοινωνίας στις φαρμακευτικές λύσεις, αντί να αντιμετωπίσουν τους δαίμονές τους κατάματα, προτιμούν να τους κρατούν σε καταστολή. Πολλοί ψυχίατροι, προκειμένου να κάνουν το χατίρι των ασθενών τους και να μην τους χάσουν από πελάτες, χορηγούν χάπια για ψύλλου πήδημα. Η ψυχοθεραπεία είναι επώδυνη και χρονοβόρα διαδικασία, που πολλές φορές φέρνει τον θεραπευόμενο σε κόντρα με τον θεραπευτή του. Και ενώ αυτή η διαδικασία οφείλει να έχει ημερομηνία λήξης αφήνοντας στη συνέχεια τον ασθενή να συνεχίσει το ταξίδι του χωρίς “δεκανίκια”, είναι πολλοί οι “ειδικοί” που έχουν πελάτες εικοσαετίας».
Ο ίδιος αντιπροτείνει την αυτοβοήθεια, κάτι σημαντικό και ξεχασμένο: «Φαίνεται περίεργο στις μέρες μας. Κι όμως, πάρα πολλοί άνθρωποι ανακουφίζονται μέσα από την κλασική λογοτεχνία. Οχι από βιβλία που σου υπόσχονται ότι θα γίνεις ευτυχισμένος σε πέντε απλά βήματα, αλλά από συγγραφείς όπως ο Τολστόι και ο Ντοστογέφσκι, που ήταν βαθιά υπαρξιακοί λογοτέχνες και δίνουν απαντήσεις σε πολλά αδιέξοδα, φτάνει μόνο να διαβάζεις και λίγο πίσω από τις λέξεις».
Μπαίνοντας σε ένα φαρμακείο κάπου στο κέντρο της Αθήνας, συναντούμε την ιδιοκτήτρια, που μας αποκαλύπτει ότι η μανία των ψυχοφαρμάκων άρχισε πριν από μία δεκαετία σε τόσο μεγάλη έκταση, «όταν ο κάθε παθολόγος συνταγογραφούσε τέτοια φάρμακα σαν να ήταν παστίλιες για τον βήχα, μετατρέποντας όλες τις γηραιές κυρίες σε ναρκομανείς. Αν θες να ξεπετάξεις έναν ασθενή, του γράφεις ένα αγχολυτικό και τελειώνει η υπόθεση».
Σήμερα όμως που η ψυχανάλυση αποτελεί μόδα και όχι στίγμα, εύκολα χτυπάει πλέον κάποιος την πόρτα του ψυχιάτρου: «Το οξύμωρο είναι ότι αυτοί που έχουν απλές νευρώσεις, όπως όλοι μας, κάνουν κατάχρηση ψυχοφαρμάκων, ενώ οι κλινικές περιπτώσεις που μπορεί να πάσχουν από κάτι σοβαρό, όπως σχιζοφρένεια, κάνουν απλή και ελεγχόμενη χρήση».
Συχνά περνούν το κατώφλι του φαρμακείου άνθρωποι που ζητούν ψυχοφάρμακα χωρίς συνταγή, αλλά με πολύ καλή δικαιολογία: «Πέθανε ξαφνικά ο πατέρας μου και θέλω ένα φάρμακο για να καλμάρω τη μητέρα μου / Πετάω σε δύο ώρες, φοβάμαι τρομερά τα αεροπλάνα, δώσε μου ένα Lexotanil για να ηρεμήσω». Η φαρμακοποιός δεν υποκύπτει, αλλά αντιπροτείνει κάποιο ήπιο φυτικό ηρεμιστικό, όπως βαλεριάνα ή πασιφλόρα: «Σε αυτές τις περιπτώσεις ο εθισμός είναι ιδεολογικός, ενώ στις άλλες είναι οργανικός και δημιουργεί σύνδρομο στέρησης».
«Εκτός από κατάχρηση στα ψυχοφάρμακα, κάνουμε και κατάχρηση στους όρους της ψυχιατρικής» παρατηρεί εύστοχα ο Κώστας Θεοχάρης, φαρμακοποιός με έδρα στο Πεδίον του Αρεως: «Ας σκεφτούμε μόνο πόσες φορές την εβδομάδα θα πούμε “έχω κατάθλιψη”».
Βαπτίζοντας λοιπόν τη δυσθυμία ως κατάθλιψη, συγχέουμε τα πράγματα και κινδυνολογούμε, χωρίς καλά καλά να το ξέρουμε. Ο διαχωρισμός είναι απλός: Οταν κάποιος έχει τις μαύρες του, εξακολουθεί να θέλει να ζήσει, βλέπει ένα φως στο τούνελ. Ο αληθινά καταθλιπτικός δεν βλέπει φως πουθενά και μπορεί να οδηγηθεί στη σκέψη της αυτοκτονίας».
Αυτή ακριβώς η ατάκα-καραμέλα έκανε τα ασφαλιστικά ταμεία να πάρουν τα μέτρα τους: Μέχρι πριν από περίπου δύο χρόνια η κατάθλιψη ανήκε στα νοσήματα που ζητούσαν μηδενική συμμετοχή από τον ασφαλισμένο, δεν πλήρωνε τίποτε, όπως αντίστοιχα συμβαίνει με τον καρκίνο και άλλες σοβαρές ασθένειες. Οταν όμως παρατηρήθηκε πόσο αυξημένο ήταν το ποσοστό των ανθρώπων που χαρακτηρίζονταν καταθλιπτικοί, τα ταμεία αφαίρεσαν την κατάθλιψη από τη λίστα απαλλαγής και τη μετέθεσαν σε συμμετοχή 25%, μαζί με όλα τα υπόλοιπα νοσήματα. Και όπως παρατηρεί ο Κώστας Θεοχάρης, αναγνωρίζοντας και τις δύο όψεις του νομίσματος, «έπρεπε να τεθούν κάποια πράγματα υπό έλεγχο για να μη βγαίνουν ζημιωμένα τα ταμεία. Το αλισβερίσι μεταξύ φαρμακοποιών και γιατρών είναι γνωστή και παλιά ιστορία: “Ελα, μωρέ, γράψε κατάθλιψη και μετά θα πληρώνουν τα ταμεία”».
Οταν το 1962 η Μελίνα Μερκούρη βρέθηκε στο εξωτερικό εκπροσωπώντας για μία ακόμη φορά την ευρωπαϊκή μας υπόσταση, ρωτήθηκε για ποιον λόγο οι Ελληνες αποφεύγουν να επισκέπτονται ψυχαναλυτές. «Εμείς, όταν έχουμε προβλήματα, τα λέμε στους φίλους μας ή στον παπά». Τα χρόνια πέρασαν, οι φίλοι έχουν τα ίδια ακριβώς προβλήματα με τα δικά μας και οι εξομολόγοι έχασαν την παλιά αίγλη τους. Οι Ελληνες γίνονται και στον τομέα της ψυχικής υγείας τους αμερικανάκια. Μην το πεις ούτε του παπά ούτε καν του ψυχαναλυτή σου. Απλώς πάρε χάπια, με την ίδια ευκολία που ψωνίζεις αναψυκτικά στο σουπερμάρκετ.
* Αυτό το άρθρο δημοσιεύτηκε στο ΒΗΜagazino στις 3 Απριλίου 2011.