ΤΟ ΒΗΜΑ/ The New York Times
Η έκκληση της Πορτογαλίας για βοήθεια αποπληρωμής των χρεών της από το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο και την Ευρωπαϊκή Ένωση θα πρέπει να αποτελέσει προειδοποίηση για όλες τις δημοκρατίες του κόσμου.
Η κρίση που ξεκίνησε πέρσι με τις διασώσεις της Ελλάδας και της Ιρλανδίας έχει χειροτερέψει. Όμως η τρίτη εθνική αίτηση διάσωσης δεν αφορά στ’ αλήθεια το χρέος. Η Πορτογαλία είχε πολύ καλές οικονομικές επιδόσεις στην δεκαετία του 1990, και έδειχνε ικανή να ξεπεράσει την παγκόσμια ύφεση ταχύτερα από άλλες ευρωπαϊκές χώρες: όμως δέχτηκε άδικη και αυθαίρετη πίεση από την αγορά ομολόγων, κερδοσκόπους και αναλυτές των οίκων πιστοληπτικής αξιολόγησης που, είτε επειδή είναι κοντόφθαλμοι, είτε για λόγους ιδεολογίας, οδήγησαν ήδη στην έξοδο μια δημοκρατικά εκλεγμένη κυβέρνηση, και ουσιαστικά «δένουν τα χέρια» και της επόμενης.
Αν παραμείνουν ανεξέλεγκτες, οι δυνάμεις της αγοράς απειλούν να εξαλείψουν την δυνατότητα των δημοκρατικών κυβερνήσεων – ίσως ακόμη και της αμερικανικής – να αποφασίζουν αυτές την φορολογική τους πολιτική και τα επίπεδα των δαπανών τους.
Πράγματι, οι δυσκολίες της Πορτογαλίας προσομοιάζουν με αυτές της Ελλάδας και της Ιρλανδίας: και για τις τρεις χώρες, η υιοθέτηση του ευρώ πριν μια δεκαετία σήμαινε παραχώρηση του ελέγχου της νομισματικής πολιτικής, και η απότομη αύξηση των ασφαλίστρων κινδύνου για το χρέος τους από πλευράς των αγορών ομολόγων λειτούργησε σαν σκανδάλη για τις εκκλήσεις διάσωσης.
Όμως στην περίπτωση της Ελλάδας και της Πορτογαλίας η ετυμηγορία των αγορών αντανακλούσε βαθιά και εύκολα αναγνωρίσιμα προβλήματα. Η κρίση της Πορτογαλίας είναι τελείως διαφορετική: δεν προηγήθηκε πραγματική υποβόσκουσα κρίση. Η οικονομική πολιτική και οι θεσμοί της Πορτογαλίας, που από αρκετούς οικονομικους αναλυτές χαρακτηρίζονται αποτυχημένοι, είχαν επιτελέσει σημαντικά επιτεύγματα, προτού οι αγορές ομολόγων εξαπολύσουν διαδοχικά κύματα επιθέσεων στο ιβηρικό έθνος των δέκα εκατομμυρίων ανθρώπων.
Το «ντόμινο» στις αγορές και οι πιστοληπτικές υποβαθμίσεις, φαινόμενο που ξεκίνησε μετά την αποκάλυψη των πραγματικών διαστάσεων των δυσκολιών που αντιμετώπιζε η Ελλάδα στις αρχές του 2010, έχει εξελιχθεί σε αυτό-εκπληρούμενη προφητεία: αυξάνοντας το κόστος δανεισμού της Πορτογαλίας σε μη διαχειρίσιμα επίπεδα, οι οίκοι πιστοληπτικής αξιολόγησης την ανάγκασαν να καταφύγει στον μηχανισμό διάσωσης. Η διάσωση, με την σειρά της, επιτρέπει στους «διασώστες» της Πορτογαλίας να πιέσουν για την επιβολή αντιδημοφιλών μέτρων δημοσιονομικής λιτότητας, που επηρεάζουν τις πανεπιστημιακές υποτροφίες, τα επίπεδα των συντάξεων, τα επιδόματα ανεργίας και απορίας και τους μισθούς των δημοσίων υπαλλήλων όλων των ειδών.
Η Πορτογαλία δεν ευθύνεται για την κρίση. Το συσσωρευμένο χρέος της είναι πολύ μικρότερο από αυτό της Ιταλίας και άλλων χωρών, οι οποίες ωστόσο δεν υποβλήθηκαν σε τόσο καταστροφικές εκτιμήσεις αξιολόγησης. Το δημόσιο έλλειμμα της επίσης είναι χαμηλότερο από εκείνο πολλών άλλων ευρωπαϊκών κρατών, και υποχωρεί γρήγορα, σαν αποτέλεσμα των κυβερνητικών προσπαθειών.
Τι γίνεται όμως με τις αναπτυξιακές προοπτικές της χώρας, που οι αναλυτές εκτιμούν ως ζοφερές; Το πρώτο τρίμηνο του 2010, προτού οι αγορές ωθήσουν στα ύψη τα επιτόκια των πορτογαλικών ομολόγων, η χώρα παρουσίαζε έναν από τους καλύτερους ρυθμούς ανάκαμψης στην Ένωση. Σε μια σειρά μεγεθών – κλειδιά, όπως οι βιομηχανικές παραγγελίες, η επιχειρηματική καινοτομία, οι μαθητικές επιδόσεις των γυμνασιόπαιδων και η αύξηση των εξαγωγών, η Πορτογαλία συναγωνίζονταν ή και ξεπερνούσε όχι μόνο τους γείτονες της στην Νότια Ευρώπη, αλλά ακόμη και κράτη της Δυτικής Ευρώπης.
Γιατί όμως τότε να υποβαθμιστεί η Πορτογαλία, και να οδηγηθεί η οικονομία της στο χείλος του γκρεμού; Δύο είναι οι πιθανές εξηγήσεις: Η πρώτη αποδίδει την κρίση στον ιδεολογικό σκεπτικισμό των αγορών για το μεικτό οικονομικό μοντέλο της Πορτογαλίας, που συνδυάζει την χορήγηση εγγυημένων από το κράτος δανείων για τις μικρές επιχειρήσεις, και την ύπαρξη λίγων μεγάλων κρατικών επιχειρήσεων, με ένα στιβαρό κράτος πρόνοιας. Οι σκληροπυρηνικοί των αγορών απεχθάνονται τις Κεινσιανού τύπου κρατικές παρεμβάσεις, σαν αυτή που εφάρμοσε η Πορτογαλία στον κατασκευαστικό κλάδο – αποτρέποντας την δημιουργία «φούσκας» και προστατεύοντας τα χαμηλά ενοίκια στις πόλεις -, αλλά και την παροχή οικονομικών βοηθημάτων προς τους φτωχούς.
Μια άλλη πιθανή απάντηση είναι η έλλειψη ιστορικής προοπτικής. Το βιοτικό επίπεδο των Πορτογάλων αυξήθηκε θεαματικά στα πρώτα 25 χρόνια μετά την δημοκρατική επανάσταση του Απριλίου 1974. Στη δεκαετία μεταξύ 1990 και 2000, η παραγωγικότητα των εργαζομένων αυξήθηκε εντυπωσιακά, οι ιδιωτικές επιχειρήσεις προχώρησαν με την βοήθεια του κράτους σε μεγάλες επενδύσεις, και τα κόμματα τόσο της κεντροδεξιάς όσο και της κεντροαριστεράς υποστήριξαν την αύξηση των κοινωνικών δαπανών. Στα τέλη του περασμένου αιώνα, η χώρα είχε έναν από τους χαμηλότερους δείκτες ανεργίας της Ευρώπης.
Η αλήθεια είναι βέβαια πως η αισιοδοξία της δεκαετίας του ’90 οδήγησε σε διεύρυνση των οικονομικών ανισορροπιών και σε υπερβολικές δαπάνες: πολλοί σκεπτικιστές υπογραμμίζουν την στασιμότητα της πορτογαλικής οικονομίας μεταξύ 2000 και 2006. Ακόμη κι έτσι όμως, στις απαρχές της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής κρίσης του 2007 η Πορτογαλία αναπτυσσόταν ξανά, και η ανεργία υποχωρούσε. Η ανάκαμψη εκείνη τερματίστηκε από την κρίση, αλλά η χώρα επέστρεψε σε θετικά πρόσημα ανάπτυξης ήδη από το δεύτερο τρίμηνο του 2009.
Γι’ αυτό όμως δεν ευθύνονται οι εγχώριες πολιτικές. Ο πρωθυπουργός Ζοζέ Σόκρατες και οι κυβερνώντες Σοσιαλιστές κινήθηκαν αμέσως για την περικοπή του ελλείμματος και την αύξηση της ανταγωνιστικότητας, διατηρώντας παράλληλα σταθερές τις κοινωνικές δαπάνες: η αντιπολίτευση επέμενε σε αυτό το διάστημα πως μπορεί να κάνει την δουλειά καλύτερα και πράγματι πέτυχε να ρίξει την κυβέρνηση Σόκρατες πριν λίγο καιρό, με τις εκλογές να ορίζονται για τον Ιούνιο. Αυτό είναι φυσιολογικό στην πολιτική, και δεν πρόκειται για ένδειξη κυβερνητικής διάλυσης ή ανικανότητας, όπως την παρουσίασαν ορισμένοι επικριτές.
Θα μπορούσε η Ευρώπη να έχει αποτρέψει αυτή την διάσωση; Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα θα μπορούσε να έχει προχωρήσει σε επιθετικές αγορές πορτογαλικών ομολόγων και να μην επιτρέψει την εκδήλωση του πρόσφατου πανικού. Επίσης, θα ήταν ουσιώδης ένας καλύτερος έλεγχος της διαδικασίας που χρησιμοποιούν οι οίκοι για τις πιστοληπτικές αξιολογήσεις τους από πλευράς των ΗΠΑ και της Ευρώπης. Διαστρεβλώνοντας τις αντιλήψεις των επενδυτών για την σταθερότητα της Πορτογαλίας, οι οίκοι αξιολόγησης – ο ρόλος των οποίων στην δημιουργία της κρίσης με τα subprime τοξικά δάνεια στις ΗΠΑ έχει πλέον τεκμηριωθεί πλήρως – υπονόμευσαν τόσο την οικονομική ανάκαμψη της χώρας, όσο και την πολιτική της ελευθερία.
Η μοίρα της Πορτογαλίας περικλείει μια ξεκάθαρη προειδοποίηση για άλλες χώρες, περιλαμβανομένων και των Ηνωμένων Πολιτειών. Η πορτογαλική επανάσταση του 1974 ήταν η αρχή ενός κύματος εκδημοκρατισμού που επεκτάθηκε σε όλη την υδρόγειο. Είναι πιθανόν το 2011 να αποτελέσει το ορόσημο ενός κύματος συρρίκνωσης της δημοκρατίας από τις ανεξέλεγκτες αγορές, με την Ισπανία, την Ιταλία και το Βέλγιο να φαντάζουν ως τα πιθανότερα επόμενα θύματα.
Σίγουρα δεν θα άρεσε στους Αμερικανούς αν οι διεθνείς πιστωτικοί οργανισμοί προσπαθούσαν να επιβάλουν στην Νέα Υόρκη ή κάποια άλλη αμερικανική πόλη την πλήρη απελευθέρωση του ύψους των ενοικίων. Όμως ακριβώς αυτού του τύπου οι «άνωθεν» παρεμβάσεις πλήττουν τώρα την Πορτογαλία, όπως έπληξαν νωρίτερα την Ιρλανδία και την Ελλάδα – έστω και αν εκείνες είχαν μεγαλύτερη ευθύνη για την μοίρα τους.
Μόνον εκλεγμένες κυβερνήσεις και οι ηγέτες τους μπορούν να διασφαλίσουν πως αυτή η κρίση δεν θα υπονομεύσει τις δημοκρατικές διαδικασίες. Μέχρι στιγμής, όμως, όλα έχουν αφεθεί στα χέρια των αγορών ομολόγων και των οίκων αξιολόγησης.
* O Robert M. Fishman είναι καθηγητής κοινωνιολογίας στο πανεπιστήμιο Notre Dame. Συμμετείχε στο συλλογικό έργο «The Year of the Euro: The Cultural, Social and Political Import of Europe’s Common Currency » (Η Χρονιά του Ευρώ: Η Πολιτιστική Κοινωνική και Πολιτική Σημασία του Κοινού Ευρωπαϊκού Νομίσματος)