Θετικά είναι τα αποτελέσματα των δοκιμών ενός ρινικού σπρέι που ανέπτυξαν αμερικανοί ερευνητές το οποίο λειτουργεί ως εμβόλιο γρίπης. Το σπρέι φαίνεται μέχρι στιγμής ότι είναι ιδιαίτερα αποτελεσματικό και πιθανώς πιο αποτελεσματικό από τα συμβατικά εμβόλια που χορηγούνται με ένεση. Με δεδομένο ότι η λήψη του φαρμάκου μέσω του σπρέι είναι πιο απλή και ανώδυνη από την ένεση κάνει πολλούς να πιστεύουν ότι ίσως αντικαταστήσει στο μέλλον τα συμβατικά εμβόλια.
Το σπρέι ανέπτυξαν επιστήμονες του Ιατρικού Κολλεγίου Όλμπανι της Νέας Υόρκης οι οποίοι χρησιμοποίησαν τα συστατικά που περιέχει το συμβατικό εμβόλιο προσθέτοντας μια φυσική ανοσοποιητική χημική ουσία, την ιντερλευκίνη-12 που είναι ευρύτερα γνωστή ως «κυτοκίνη». Το σπρέι λειτουργεί σε δύο επίπεδα. Από την μια πλευρά αυξάνει την αντίσταση των ρινικών διόδων στις μολύνσεις ενώ παράλληλα εμποδίζει την λοίμωξη να διεισδύσει και τελικά να προσβάλει τον ανθρώπινο οργανισμό.
Οι δοκιμές που γίνονται σε ποντίκια δείχνουν ότι το νέο χημικό κοκτέιλ ενίσχυσε τους μηχανισμούς προστασίας των ποντικών και μάλιστα απέναντι σε διαφόρων ειδών ιούς, από τον απλό ιό της γρίπης μέχρι και βακτήρια που χρησιμοποιούνται σε βιολογικά όπλα. Σύμφωνα με τους ερευνητές, το σπρέι μπορεί να προσφέρει προστασία σε ένα μεγάλο εύρος ιών και ειδικά εκείνων που μπορεί να προκαλούν πανδημίες όπως για παράδειγμα, η γρίπη των χοίρων και η γρίπη των πτηνών αλλά και άκρως επικίνδυνους ιούς όπως αυτός της βουβωνικής πανώλης.
«Οι λοιμοξιογόνοι παράγοντες εξακολουθούν να ευθύνονται για εκατομμύρια θανάτους. Υπολογίζεται ότι το 25% των θανάτων παγκοσμίως οφείλεται σε τέτοιους παράγοντες και κυριότεροι εξ αυτών είναι οξείες μολύνσεις του αναπνευστικού συστήματος. Όμως επειδή είναι πολύ δύσκολο να επιτευχθεί ανοσία στο σημείο εισόδου των μικροοργανισμών, τα συμβατικά εμβόλια προσφέρουν τελικά μερική προστασία. Ο ενδορινικός εμβολιασμός παρακάμπτει αυτό το πρόβλημα, επιτυγχάνοντας ανοσία στις πνευμονικές διόδους, γεγονός που εμποδίζει τόσο την αρχική μόλυνση όσο και την πιθανή εξάπλωση της λοίμωξης στον οργανισμό», ανέφερε ο Ντένις Μέτζγκερ, επικεφαλής της έρευνας σε μεγάλο συνέδριο μικροβιολογίας που έγινε στην Μ.Βρετανία.