Επρόκειτο να καθυστερήσω περίπου δέκα λεπτά στο ραντεβού μας, λόγω των καθημερινών προβλημάτων στο μετρό του Λονδίνου. Τηλεφωνώ στον φωτογράφο να δω αν είναι ακόμη εκεί για να του πει πως θα αργήσω, αλλά έχει ήδη φύγει. «Είναι περίεργος, τελικά» μου λέει. «Κάποια στιγμή τού ζήτησα να χαμογελάσει λίγο – γιατί πάντα θέλω να έχω μια τέτοια φωτογραφία σε περίπτωση που τη ζητήσουν από το περιοδικό – και μου απάντησε: “Δεν νομίζω να το λες σοβαρά”».
H αλήθεια είναι πως ο Φίγκις – αν και έχει ιδιαίτερη αίσθηση του χιούμορ – δεν χαμογελάει, ούτε γελάει συχνά. Για όσους δεν τον ξέρουν, ίσως φαίνεται κάπως αυστηρός, αλλά είναι πιο φυσιολογικός και ανθρώπινος από πολλούς άλλους διάσημους συναδέλφους του. Δεκαέξι χρόνια μετά το «Αφήνοντας το Λας Βέγκας» – που χάρισε το Οσκαρ α΄ ανδρικού ρόλου στον Νίκολας Κέιτζ και ήταν υποψήφιο για Οσκαρ σκηνοθεσίας, σεναρίου και α΄ γυναικείου ρόλου – ο 63χρονος σήμερα Φίγκις παραμένει ακόμη ανήσυχο πνεύμα, αρνούμενος να υποκύψει στο σύστημα του Χόλιγουντ. Αν και ο ίδιος σιχαίνεται τις ταμπέλες, οι περισσότερες ταινίες του («Το τέλος της σεξουαλικής αθωότητας», «Εραστές για μια νύχτα», «Hotel», «Δεσποινίς Τζούλια» κ.ά.) θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν «ανεξάρτητες». Οπαδός της ψηφιακής τεχνολογίας και των νέων μέσων, το 2000 σκηνοθέτησε το «Timecode», που γύρισε με τέσσερις κάμερες σε ένα μονοπλάνο, χωρίζοντας την κινηματογραφική οθόνη στα τέσσερα και προβάλλοντας τέσσερις ιστορίες που εκτυλίσσονται παράλληλα και αλληλοεπηρεάζονται. Ακόμη και αν η υποδοχή της δουλειάς του από κοινό και κριτικούς δεν είναι πάντα θερμή, το σημαντικό είναι ότι ο ίδιος παραμένει ενεργός, εμπλεκόμενος με διάφορα πρότζεκτ – τα τελευταία χρόνια έχει κάνει πολλές φωτογραφικές εκθέσεις, με πιο ενδιαφέρουσα «Το Μουσείο του Ατελούς Παρελθόντος» στη Βαλένθια της Ισπανίας –, καθώς συνεχίζει να πειραματίζεται και να εξερευνά τα όρια της τέχνης του. Αφορμή για τη συνάντησή μας ήταν ένα νέο πείραμα για τον Φίγκις: Η όπερα «Λουκρητία Βοργία» του Γκαετάνο Ντονιτσέτι, βασισμένη στη γεμάτη ίντριγκα και πάθη ζωή της γνωστής δούκισσας την περίοδο της ιταλικής Αναγέννησης, που ο βρετανός σκηνοθέτης ανέβασε στη φημισμένη Εθνική Οπερα της Αγγλίας με μεγάλη επιτυχία.
Ποιες προκλήσεις ή δυσκολίες συναντήσατε σκηνοθετώντας για πρώτη φορά όπερα;
«Ηταν μια καινούργια εμπειρία για εμένα, αλλά πάντα μου αρέσει να κάνω πράγματα που δεν έχω ξανακάνει. Το μόνο αρνητικό κομμάτι είχε να κάνει με το ότι η όπερα, ως είδος, θεωρείται ότι έχει πολύ συγκεκριμένους κανόνες σχετικά με το τι μπορείς να κάνεις. Αυτό αυτομάτως σε σταματάει από το να πειραματιστείς. Από τη στιγμή που θέτεις κανόνες σε οποιαδήποτε τέχνη, αυτή σταματά να εξελίσσεται. Υπήρξαν στιγμές που απογοητεύτηκα. Δεν γνώριζα τους κανόνες της όπερας και όταν μπόρεσα να τους καταλάβω ήταν πια αργά. Το πρόβλημα είναι ότι εικόνα τού πώς θα είναι το τελικό αποτέλεσμα μπορείς να έχεις μόνο ελάχιστες ημέρες προτού ανέβει η παράσταση, μια και τότε μόνο μπορείς να δεις τα σκηνικά, τον φωτισμό, τους ηθοποιούς με τα κοστούμια και την ορχήστρα επάνω στη σκηνή. Τώρα πια καταλαβαίνω πως το ότι συνδύασα ένα τόσο παραδοσιακό είδος, όπως η όπερα, με κινηματογράφο (με κάποια βίντεο, που παρουσιάζουν το παρελθόν της Λουκρητίας Βοργίας), εμπεριείχε κινδύνους. Αν μπορούσα να γυρίσω τον χρόνο πίσω, θα είχα πιο καθαρή εικόνα τού τι θέλω και θα είχα υπάρξει πιο “επιθετικός” στη συμπεριφορά μου, γιατί η αλήθεια είναι ότι υπήρξα πολύ “φρόνιμος”».
Αν και όλες οι παραστάσεις ήταν sold out, μου λέγατε πριν ότι υπήρξαν κάποιοι θεατές που δεν έμειναν ικανοποιημένοι. Πιστεύετε ότι, αν και ο κόσμος δέχεται πλέον πιο ευπρόσδεκτα πειραματικές προσεγγίσεις στην τέχνη, το κοινό της όπερας παραμένει ακόμη σχετικά «κλειστό» σε νέες εμπειρίες;
«Οσον αφορά τους κριτικούς, είμαι συνηθισμένος. Από την αρχή της καριέρας μου, επειδή χρησιμοποιούσα συχνά πειραματικά μέσα, υπήρξα πολλές φορές αποδέκτης αρνητικής κριτικής. Οσον αφορά τους θεατές, στους περισσότερους άρεσε, αλλά υπήρχαν και κάποιοι που σιχάθηκαν το έργο – νομίζω δεν τους άρεσαν καθόλου οι ταινίες που πρόβαλλα. Ορισμένοι κριτικοί τις χαρακτήρισαν “φτηνά πορνό”, αλλά για μένα ήταν μια όμορφα κινηματογραφημένη καταγραφή της ερωτικής ζωής της Λουκρητίας, μια καταγραφή, μπορώ να πω, αρκετά πιο “εξομαλυσμένη” από την πραγματικότητα, που, ερωτικά, ήταν πολύ πιο ακραία…».
Γνωρίζω ότι ένας από τους αγαπημένους σας σκηνοθέτες είναι ο Ζαν-Λυκ Γκοντάρ. Πρόσφατα προβλήθηκε ένα ντοκυμαντέρ για τη φιλία του με τον Φρανσουά Τρυφό, στο οποίο φαίνεται πόσο δύσκολος ήταν ως άνθρωπος…
«Ναι, είναι αλήθεια. Πολύ δύσκολος και όχι απαραίτητα ευχάριστος. Πρόσφατα του έδωσαν ένα τιμητικό βραβείο για το σύνολο του έργου του, αλλά φυσικά δεν πήγε να το παραλάβει! Θα ήταν μάλλον απογοητευτικό αν είχε πάει, γιατί είναι ένας άνθρωπος που έχει παραμείνει συνεπής σε αυτό που ήταν. Συνεχίζει να κάνει ενδιαφέρουσες ταινίες, που είναι ίσως βαρετές, αλλά εξαιρετικές. Είναι σύμβολο μιας εποχής όπου οι καλλιτέχνες δεν συμβιβάζονταν. Νομίζω ότι το να είσαι δύσκολος εμπεριέχει έναν εγωισμό που καμιά φορά είναι απαραίτητος. Πολλοί καλλιτέχνες που ήταν ιδιοφυΐες ήταν ανυπόφοροι ως άνθρωποι. Αλλά, αν δεν είχαν υπάρξει τόσο εγωιστές, πιθανόν να μην είχαν παραγάγει το ίδιο σημαντικό έργο. Φυσικά, υπάρχουν και κάποιοι που απλώς είναι μόνο ανυπόφοροι, χωρίς να έχουν ταλέντο, και νομίζουν ότι το να είσαι δύστροπος είναι μέρος της δημιουργικής διαδικασίας. Είναι η ιδέα του καλλιτέχνη-ντίβα. Ετσι, συχνά, ταλαντούχοι άνθρωποι, που όμως παραμένουν ευγενικοί και υποχωρητικοί, δεν κερδίζουν τον ίδιο σεβασμό από τους γύρω τους. Οταν ξεκίνησα να κάνω ταινίες, ήθελα να δουλεύω με τρόπο που να ευνοεί τη συνεργασία και τον διάλογο. Οι περισσότεροι όμως σε ένα συνεργείο θέλουν απλώς να κάνουν τη δουλειά τους, χωρίς να πάρουν μέρος στο δημιουργικό κομμάτι. Και τότε καταλαβαίνεις ότι το να είσαι φίλος τους δεν έχει σημασία. Αντιθέτως, καθυστερεί τα πράγματα. Αρα, πρέπει να γίνεις γρήγορα αυταρχικός στη βιομηχανία του σινεμά, γιατί αυτό περιμένουν από εσένα».
Εχετε πει ότι ένα από τα πράγματα που σας αρέσουν στη δουλειά του Γκοντάρ είναι ότι μπορεί να καταλάβει τη σχέση ανάμεσα στον ερωτισμό και στο σινεμά. Ποια είναι ή πώς πρέπει να είναι αυτή η σχέση, κατά τη γνώμη σας;
«Η βασική καινοτομία που έφεραν ο κινηματογράφος και η φωτογραφία είναι η χρήση του κοντινού πλάνου. Από τη στιγμή που μπορείς να πας κοντά σε ένα στόμα, σε ένα πρόσωπο, σε έναν ήχο, αυτό δημιουργεί αισθησιασμό, και επομένως ερωτισμό. Η βιομηχανία της πορνογραφίας το συνειδητοποίησε αυτό πολύ νωρίς. Συχνά, όμως, υπάρχει η άποψη ότι, όταν δείχνεις κάτι αισθησιακό, δεν πρέπει να το παρουσιάσεις ως όμορφο ή τρυφερό, γιατί το σεξ θεωρείται κάτι “βρώμικο”. Με προβληματίζει πολύ το ότι είναι αποδεκτό τα παιδιά να βλέπουν σκηνές απίστευτα ωμής βίας σε μια ταινία, αλλά ένα γυμνό σώμα ή μια ερωτική σκηνή θεωρείται ταμπού…».
{{{ moto }}}
Εχετε πει, επίσης, ότι ένας σπουδαίος καλλιτέχνης «αλλάζει τον τρόπο με τον οποίο βλέπουμε τον κόσμο». Ποιοι καλλιτέχνες άλλαξαν τη δική σας ματιά για τον κόσμο;
«Οταν έπαιζα στην μπάντα του Μπράιαν Φέρι, με επηρέασε πολύ ένας μουσικός, ο Γκράχαμ Σίμπσον. Ηταν η επιτομή του cool, πολύ μπροστά από την εποχή του. Επίσης, με έχουν επηρεάσει πολύ ο χορογράφος Γουίλιαμ Φoρσάιθ και ο συγγραφέας Πολ Οστερ. Είναι πολύ σημαντικό να έχεις τέτοιους σπουδαίους ανθρώπους στη ζωή σου. Ο Ταραντίνο είναι εξίσου πολύ καλός συζητητής – τρομερά έξυπνος, με καταπληκτική αίσθηση του χιούμορ και απίστευτα υψηλή ενέργεια και ενθουσιασμό για τη ζωή. Μιλώντας μαζί του, αισθάνεσαι πως αυτή η ενέργεια σε συνεπαίρνει και εσένα».
Από όλες τις ταινίες που έχετε κάνει, ποια θα λέγατε ότι σας εκφράζει περισσότερο;
«Αυτό είναι κάτι που αλλάζει ανάλογα με την εποχή. Το “Liebestraum” (“Ερωτική καταιγίδα”), που ανήκει στο πρώιμο, ίσως κάπως άγαρμπο ακόμη ξεκίνημά μου, εκφράζει την πολυπλοκότητα του πώς βλέπω τις ανθρώπινες σχέσεις. Το “Αφήνοντας το Λας Βέγκας” είναι σαν να έπαιξα μια μπαλάντα, όμορφα γραμμένη από κάποιον άλλον (σ.σ.: το σενάριο ήταν δικό του, αλλά βασισμένο στο ομώνυμο μυθιστόρημα του Τζον Ο’Μπράιεν), αλλά την εκτέλεσα με πάθος. Είμαι ερωτευμένος με το σινεμά, γι’ αυτό κάνω ταινίες. Γιατί μου αρέσει να τις αποδομώ, να πειραματίζομαι με το συγκεκριμένο μέσο και να εξερευνώ τα όριά του».
Σε μια ταινία πόσο σημαντικό είναι το τέλος;
«Πάρα πολύ! Ως σκηνοθέτης, σκέφτομαι πολύ προσεκτικά το τέλος της ταινίας μου – πρέπει να έχει κάποια ενέργεια και να προσφέρει ικανοποίηση στον θεατή. Αλλά το τέλος στην τέχνη είναι μια κατασκευή. Οι ιστορίες δεν τελειώνουν, απλώς “ξεκουράζονται”. Στη ζωή, αντίθετα, το τέλος έρχεται αναπάντεχα, με τον θάνατό μας. Δεν είναι κάτι που το έχουμε σχεδιάσει, εκτός αν κάποιος θέλει να δώσει ο ίδιος τέλος στη ζωή του, που για εμένα σημαίνει ότι έχει εμμονή με το να ελέγχει τα πάντα, θέλοντας να ελέγξει το πεπρωμένο του».
Οταν φωτογραφίζετε πορτρέτα, τι είναι αυτό που αναζητείτε;
«Ψάχνω για κάτι που θα μου “επιστραφεί”. Φωτογραφίζω κυρίως γυναίκες. Υπάρχει κάτι στις γυναίκες και στο πώς αντιλαμβάνονται τον εαυτό τους και την ομορφιά τους, που σου αποκαλύπτει κάτι – τι ακριβώς δεν ξέρω. Συνήθως κοιτάζοντας κάποιον, μπορείς να διαισθανθείς αν υπάρχει κάτι να σου “επιστραφεί” ή αν πρόκειται απλώς για μια “κενή”, επίπεδη ομορφιά».
Φαίνεται ότι με το Χόλιγουντ και το Λος Αντζελες, όπου ζούσατε κάποια χρόνια, έχετε μια σχέση αγάπης και μίσους. Αλήθεια, ποια είναι η γνώμη σας για τα Οσκαρ;
«Μου φαίνονται σαν ένα κακόγουστο αστείο – μια κορύφωση της απόλυτης χαζομάρας που επικρατεί στη βιομηχανία του κινηματογράφου. Τα Οσκαρ πάντα ήταν μια ενσάρκωση της ματαιότητας, ένα γεγονός για να γιορτάσουν το πόσα χρήματα μπορεί να βγάλει η βιομηχανία. Αν δεν υπάρχουν αξιόλογες ταινίες, δεν είναι αναγκαίο τα βραβεία να δίνονται κάθε χρόνο. Θα μπορούσαν να δίνονται κάθε τέσσερα χρόνια και το επίπεδο να είναι πολύ πιο υψηλό. Είναι πραγματικά απίστευτο το πόσοι διαγωνισμοί, εκδηλώσεις και φεστιβάλ υπάρχουν. Εβδομάδα Μόδας του Λονδίνου, του Μιλάνου, της Νέας Υόρκης… Φεστιβάλ Καννών, Βερολίνου, Βενετίας… Εμένα μου φαίνονται σαν ένα, ίδιο γεγονός, όπου βλέπεις πάνω-κάτω τους ίδιους ανθρώπους. Ολα έχουν καταλήξει εκδηλώσεις μόδας και δημοσίων σχέσεων, για τις οποίες σπαταλώνται χρήματα και χρόνος. Καθώς οι αξίες βρίσκονται σε παρακμή, υπάρχει όλο και μεγαλύτερη απόγνωση να προωθηθούν τέτοια ψεύτικα events, που βασίζονται στο γκλάμουρ. Ο πολιτισμός μας είναι εντελώς διεφθαρμένος. Χρειάζεται μια ριζική λύση και επαναστατικές δράσεις. Πρόσφατα είδα ξανά κάποιες ταινίες του τέλους της δεκαετίας του ’60 – την “Περσόνα” του Μπέργκμαν, την “Αποστροφή” του Πολάνσκι, το “Μπόνι και Κλάιντ”… Οι περισσότερες, ακόμη και αν είναι κάπως ξεπερασμένες, παραμένουν κλασικές και, 40 χρόνια μετά, τις θυμόμαστε και τις βλέπουμε ακόμη. Αλλά από τις ταινίες που έχουν γίνει τα τελευταία πέντε χρόνια θα θυμόμαστε, άραγε, έστω κάποια 40 χρόνια μετά;».
Υπάρχουν πάντως φορές που και στα Οσκαρ καταλήγουν ταινίες που δεν έχουν καμία σχέση με το mainstream σινεμά. Είδατε, αλήθεια, τον «Κυνόδοντα», το ελληνικό φιλμ που ήταν υποψήφιο για Οσκαρ καλύτερης ξένης ταινίας;
«Ναι, το είδα. Καλή ταινία ήταν, αλλά όχι κάτι εξαιρετικό, κατά την άποψή μου. Δυστυχώς, για τη συγκεκριμένη κατηγορία Οσκαρ ισχύει αυτό που είπε ο Ρίκι Τζερβές στις Χρυσές Σφαίρες: “Και τώρα πάμε στην κατηγορία για την οποία η Αμερική δεν νοιάζεται καθόλου”».
Τον Σεπτέμβριο θα είστε επιμελητής σε μια σειρά συζητήσεων στη Βασιλική Οπερα με τίτλο: «Πες την αλήθεια». Για τι ακριβώς πρόκειται;
«Μου ζήτησαν να επιμεληθώ ένα καλλιτεχνικό διήμερο και σκέφτηκα να οργανώσω ένα φόρουμ και να καλέσω ανθρώπους από διαφορετικούς χώρους να πουν την αλήθεια για διάφορα θέματα. Αν κάποιος πιστεύει ότι η τέχνη, η κουλτούρα μας ή ο Ντέμιεν Χερστ είναι για πέταμα, ας πει την αλήθεια. Πότε ήταν η τελευταία φορά που ακούσαμε κάποιον να λέει πραγματικά την αλήθεια;».
Καθώς ετοιμαζόμαστε να φύγουμε, προσφέρεται να με αφήσει με το αυτοκίνητό του στο μετρό. Στη διαδρομή με ρωτάει για την κρίση στην Ελλάδα, που ο ίδιος πιστεύει ότι θα εξαπλωθεί παντού. «Είναι μόνο ζήτημα χρόνου… Αλλά δεν γινόταν να συνεχιστεί για πολύ η προηγούμενη κατάσταση. Πιστεύω και ελπίζω πως θα είναι για το καλύτερο και πως από τις στάχτες κάτι θα αναγεννηθεί».
* Αυτή η συνέντευξη δημοσιεύτηκε στο ΒΗΜagazino στις 20 Μαρτίου 2011.