Λογιστές «καρφώστε» το ξέπλυμα χρήματος

Λογιστές, δικηγόρους, τράπεζες, μεσίτες, ενεχυροδανειστές και άλλους επαγγελματίεςι, θα πρέπει να ενημερώνουν χωρίς δεύτερη σκέψη και με δική τους πρωτοβουλία την Επιτροπή καταπολέμησης της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες, όταν γνωρίζουν ή έχουν σοβαρές ενδείξεις ή υποψίες ότι διαπράττεται ή επιχειρείται να διαπραχθεί τέτοιο αδίκημα.

Να καταγγέλλουν τους πελάτες στην περίπτωση που διαπιστώνουν ξέπλυμα μαύρου χρήματος και μάλιστα χωρίς να τους το γνωστοποιούν, ζητά το υπουργείο Οικονομικών από λογιστές, δικηγόρους, τράπεζες, μεσίτες, ενεχυροδανειστές και άλλους επαγγελματίες στο πλαίσιο εφαρμογή του νόμου για την καταπολέμηση νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας αλλά και πλαίσιο ελέγχου του πόθεν έσχες (δήλωση περιουσιακής κατάστασης).

Σύμφωνα με εγκύκλιο του γενικού Διευθυντή Φορολογικών Ελέγχων κ. Αντ. Νανόπουλου που δόθηκε σήμερα στη δημοσιότητα, οι υπόχρεοι, θα πρέπει να ενημερώνουν χωρίς δεύτερη σκέψη και με δική τους πρωτοβουλία την Επιτροπή καταπολέμησης της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες, όταν γνωρίζουν ή έχουν σοβαρές ενδείξεις ή υποψίες ότι διαπράττεται ή επιχειρείται να διαπραχθεί, τέτοια πράξη.

Δηλαδή, αναφέρεται στην εγκύκλιο, οφείλουν να υποβάλλουν αναφορά στην Αρχή όταν κατά την άσκηση των καθηκόντων τους αντιλαμβάνονται συναλλαγές οι οποίες ενδεχομένως υποκρύπτουν νομιμοποίηση προϊόντος εγκλήματος (μετατροπή, μεταβίβαση, κατοχή, χρησιμοποίηση κ. λπ.), το οποίο μπορεί να προέρχεται από οποιαδήποτε εγκληματική δραστηριότητα, (π. χ. δωροδοκία, σωματεμπορία, εμπορία ναρκωτικών, φοροδιαφυγή που συνιστά φορολογικό αδίκημα, αδικήματα λαθρεμπορίας κ. λπ.), και όχι για αυτήν καθ’ αυτήν την εγκληματική πράξη.

Αρα, σύμφωνα με την εγκύκλιο, αντικείμενο αναφορών των υπόχρεων προσώπων θα πρέπει να αποτελεί η χρήση του προερχόμενου από εγκληματική δραστηριότητα προϊόντος με σκοπό την νομιμοποίησή του και όχι η τέλεση συγκεκριμένης και εξειδικευμένης αξιόποινης πράξης (π. χ. απάτη ή υπεξαίρεση ή κλοπή κ. λπ.), για την τέλεση της οποίας αρκεί απλή και γενική υπόνοια.

Παραδείγματα:

α) Οι λογιστές – ελεύθεροι επαγγελματίες, οι ιδιώτες ελεγκτές και οι φορολογικοί ή φοροτεχνικοί σύμβουλοι δεν είναι υποχρεωμένοι να αναφέρουν στην Αρχή περιπτώσεις ενδεχόμενης φοροδιαφυγής ή δωροδοκίας ή λαθρεμπορίας που υποπίπτουν στην αντίληψή τους κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, αλλά μόνο περιπτώσεις ενδεχόμενης νομιμοποίησης εσόδων (ξέπλυμα χρήματος) που προέρχονται από τη συγκεκριμένη εγκληματική δραστηριότητα.

Έτσι, για παράδειγμα, όταν λογιστές παρατηρήσουν, κατά την άσκηση της εργασίας τους, ότι πελάτες τους.
ενδεχομένως προβαίνουν σε πράξεις φοροδιαφυγής γενικώς (π. χ. δεν έχουν αποδώσει τους οφειλόμενους φόρους), δεν αποστέλλουν σχετική αναφορά στην Αρχήι. Αντιθέτως, όταν διαπιστώσουν περίπτωση φοροδιαφυγής (π. χ. μη απόδοση Φ. Π. Α.) εκ μέρους πελάτη τους και ταυτόχρονα αγορά από τον ίδιο κινητών ή ακίνητων περιουσιακών στοιχείων μεγάλης αξίας, τότε οφείλουν να αποστείλουν σχετική αναφορά στην ανωτέρω Αρχή.

β) Οι κτηματομεσίτες, όταν μεσολαβούν στη μεταβίβαση ακινήτων και, από τις γενικές πληροφορίες που συλλέγουν για τους πελάτες τους με βάση τις υποχρεώσεις τους που προβλέπονται από το ν. 3691/2008, αποκομίζουν την εντύπωση ότι η γενική οικονομική κατάσταση κάποιου πελάτη δεν δικαιολογεί το ύψος της συναλλαγής, τότε οφείλουν να αποστείλουν σχετική αναφορά στην Αρχή του άρθρου 7 του ν. 3691/2008, όπως ισχύει.

γ) Εάν έμποροι αγαθών μεγάλης αξίας, π. χ. έμποροι πολυτελών αυτοκινήτων, διαπιστώσουν επιμονή του πελάτη για αγορά αυτοκινήτου τοις μετρητοίς, παρά μάλιστα τη σχετική απαγόρευση με βάση τις διατάξεις των παραγράφων 3 και 5 του άρθρου 20 του ν. 3842/2010 (σχετική η Α. Υ. Ο. /ΠΟΛ. 1027/2011), τότε οφείλουν να αναφέρουν το γεγονός στην Αρχή για την καταπολέμηση του μαύρου χρήματος, διότι στην περίπτωση αυτή ενδέχεται να υποκρύπτεται απόπειρα ξεπλύματος χρήματος.

Τα παραπάνω ισχύουν αναλογικά και για τα λοιπά υπόχρεα πρόσωπα αρμοδιότητας Γενικής Δ/νσης Φορολογικών Ελέγχων του Υπουργείου Οικονομικών, δηλαδή τους οίκους δημοπρασίας, εκπλειστηριαστές και ενεχυροδανειστές.

Σημειώνεται, επίσης, ότι σύμφωνα με τη νομοθεσία, τα υποκαταστήματα και γραφεία αντιπροσωπείας ελληνικών πιστωτικών ιδρυμάτων ή χρηματοπιστωτικών οργανισμών που λειτουργούν σε άλλη χώρα διαβιβάζουν πληροφορίες στην αντίστοιχη αλλοδαπή υπηρεσία ή μονάδα ή αρχή και στη μητρική τους εταιρεία.

Μάλιστα, στην ιστοσελίδα της Επιτροπής του άρθρου 7 του ν. 3691/2008 (νυν Αρχή του άρθρου 7 του ν. 3691/2008, όπως ισχύει) (www.hellenic-fiu.gr) έχουν αναρτηθεί, μεταξύ άλλων, και υποδείγματα αναφοράς ύποπτων συναλλαγών ανά κατηγορία υπόχρεων προσώπων, για τη διευκόλυνση των αναφερόντων.
Τέλος, τα υπόχρεα νομικά πρόσωπα, οι υπάλληλοι και τα διευθυντικά στελέχη τους και τα υπόχρεα φυσικά πρόσωπα απαγορεύεται να γνωστοποιούν στον εμπλεκόμενο πελάτη ή σε τρίτους, ότι διαβιβάστηκαν αρμοδίως ή ζητήθηκαν πληροφορίες ή ότι διεξάγεται ή ενδέχεται ή πρόκειται να διεξαχθεί έρευνα για αδικήματα ξεπλύματος χρήματος ή χρηματοδότησης της τρομοκρατίας. Με τις ίδιες διατάξεις ορίζεται ότι τα φυσικά πρόσωπα που παραβιάζουν από πρόθεση το καθήκον εχεμύθειας τιμωρούνται με ποινή φυλάκισης τουλάχιστον τριών μηνών και με χρηματική ποινή.

Ακολούθησε το Βήμα στο Google news και μάθε όλες τις τελευταίες ειδήσεις.