Ρομαντικά παιχνίδια

Είναι πολύ ενδιαφέρον ότι οι γαλλόπαιδες θα μπορούν να εντρυφήσουν στην ελληνική γλώσσα διαβάζοντας τα σονέτα του Λορέντζου Μαβίλη (1860-1912) σε μια δίγλωσση κριτική έκδοση ενώ οι ελληνόπαιδες πιθανότατα αγνοούν την ύπαρξη αυτού του ποιητή και φλογερού πατριώτη. Κάποιοι χρησιμοποιούν την περίφημη ρήση του « Χυδαία γλώσσα δεν υπάρχει. Υπάρχουσι χυδαίοι άνθρωποικαι υπάρχουσι πολλοί χυδαίοι άνθρωποι ομιλούντες την καθαρεύουσαν» που χρησιμοποίησε στη συζήτηση για τη γλώσσα στη Β΄ Αναθεωρητική Βουλή το 1911, αλλάμάλλον αγνοούν κι αυτοί ποιος την είπε.

Είναι πολύ ενδιαφέρον ότι οι γαλλόπαιδες θα μπορούν να εντρυφήσουν στην ελληνική γλώσσα διαβάζοντας τα σονέτα του Λορέντζου Μαβίλη (1860-1912) σε μια δίγλωσση κριτική έκδοση ενώ οι ελληνόπαιδες πιθανότατα αγνοούν την ύπαρξη αυτού του ποιητή και φλογερού πατριώτη. Κάποιοι χρησιμοποιούν την περίφημη ρήση του « Χυδαία γλώσσα δεν υπάρχει. Υπάρχουσι χυδαίοι άνθρωποικαι υπάρχουσι πολλοί χυδαίοι άνθρωποι ομιλούντες την καθαρεύουσαν» που χρησιμοποίησε στη συζήτηση για τη γλώσσα στη Β΄ Αναθεωρητική Βουλή το 1911, αλλάμάλλον αγνοούν κι αυτοί ποιος την είπε.
Στην έκδοση υπάρχουν αντικριστά στις δύο γλώσσες τα 56 σονέτα του Μαβίλη και επιπλέον ένα επίγραμμα αφιερωμένο στον Σολωμό, που βρέθηκε στην τσέπη της γαριβαλδινής στολής του όταν σκοτώθηκε στο χωριό Δρίσκο της Ηπείρου κατά τη διάρκεια του πρώτου Βαλκανικού Πολέμου. Η έμμετρη μετάφραση της Μαρίας Τσούτσουρα στη σειρά l΄ oiseau είναι η πρώτη γαλλική των σονέτων, αν εξαιρέσουμε την πεζή απόδοση από τον μελετητή του Μαβίλη Ρολάν Ιμπόν, που παραμένει ανέκδοτη.
Η εισαγωγή, τα σχόλια στα ποιήματα και το γλωσσάρι που πλαισιώνουν τα ποιητικά κείμενα προσφέρουν επιπλέον στον σπουδαστή της ελληνικής λογοτεχνίας πληροφορίες για γεγονότα της ελληνικής ιστορίας, για πρόσωπα από την Αρχαιότητα ως τους σύγχρονους του Μαβίλη Γεώργιο Καλοσγούρο και Νικόλαο Κονεμένο, για τις αισθητικές διαφορές της ρομαντικής Επτανησιακής με την Αθηναϊκή Σχολή, για τον διαμεσολαβητικό ρόλο των Επτανησίων μεταξύ δυτικής και ελληνικής λογοτεχνίας καθώς και για όψεις της ελληνικής διγλωσσίας (δημοτική- καθαρεύουσα) κατά τον 19ο αιώνα. Πολύ ενδιαφέρουσα και η σύγκριση των αισθητικών αρχών και των εκδοτικών πρακτικών του Μαβίλη με αυτές ενός άλλου ποιητή της περιφέρειας, του Κ. Π. Καβάφη, ο οποίος βρισκόταν επίσης μακριά από την επίδραση της δεσπόζουσας τότε γενιάς του 1880, του Παλαμά.
Η Ελλάδα λίγο πριν και λίγο μετά την Επανάσταση του ΄21 ήταν για τους Γάλλους tabula rasa. Οι γάλλοι περιηγητές ήταν αυτοί που είχαν την ευκαιρία να γνωρίσουν την πραγματική Ελλάδα έστω και μέσα από τους παραμορφωτικούς φακούς της λατρείας του ελληνικού παρελθόντος. Η συγκριτολογική μελέτη της Μαρίας Τσούτσουρα «Αντικατοπτρισμοί μεταξύ των γάλλων ρομαντικών περιηγητών στην Ελλάδα και της νεοελληνικής λογοτεχνίας» μελετάει τις παράλληλες πορείες των απόψεων των γάλλων περιηγητών με αυτές της ελληνικής λογοτεχνίας. Οι Ελληνες προσπαθούν μεν να προσαρμόσουν την εικόνα τους στις ελληνολατρικές προσδοκίες των ξένων αλλά αυτό δεν παρήγαγε μια πραγματική δημιουργική σχέση αλλά όπως σημειώνει στον πρόλογο ο γάλλος νεοελληνιστής Ανρί Τονέ, το αποτέλεσμα ήταν «δύο όντα σε αδυναμία επικοινωνίας» που στα διασταυρωμένα βλέμματά τους δεν υπάρχει παρά «η ίδια παράλληλη εικόνα ενός αινιγματικού ελληνικού χώρου». Παρατήρηση που μπορεί να είναι χρήσιμη για μια σημερινή ανάγνωση εκ νέου της ελληνικής με τη γαλλική λογοτεχνία και σκέψη.
Η μελέτη συμπληρώνεται από ευρετήρια και βιβλιογραφία και αποτελεί χρήσιμο εφόδιο για τους μελετητές του φιλελληνισμού. Ταυτόχρονα είναι χρήσιμη για τους νεοελληνιστές γιατί θα ανακαλύψουν σε αυτή άφθονες ευρωπαϊκές προοπτικές, που ανοίγουν νέους δρόμους.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ

Ακολούθησε το Βήμα στο Google news και μάθε όλες τις τελευταίες ειδήσεις.