– Θυμάμαι την ημερομηνία. Ηταν 11 Απριλίου του 1978. Ημουν επτάμισι χρόνων και είχα πάει με τον πατέρα μου στο σχολείο για να πάρουμε τους βαθμούς. Περίμενα απέξω, προφανώς αγχωμένος για το τι θα του έλεγε η δασκάλα, και για να περάσει η ώρα χτυπούσα με ένα ξύλο μια μουσμουλιά. Τα κλαδιά του δέντρου έφταναν στον δρόμο, αλλά ο κορμός ανήκε στο διπλανό σπίτι. Καθώς μάζευα τα μούσμουλα από κάτω, άκουσα μια βαριά φωνή. Αρχισα να τρέχω, ήμουν και γρήγορος, είχα πάντα δυνατά πόδια, αλλά, όταν γύρισα, ένας τεράστιος τύπος ήταν από πίσω μου. Εφτασα σε ένα αδιέξοδο λαχανιασμένος και καθώς τον κοιτούσα, περιμένοντας την τιμωρία, μου λέει: «Μικρέ, θέλεις να ασχοληθείς με την άρση βαρών;». Και να μην ήθελα, «ναι» θα έλεγα.
– Δεν είχαμε ναρκωτικά τότε, αλλά ο αθλητισμός με έσωσε από πολλά. Ημουν ζωηρός, είχα ενέργεια και όρεξη για σκανταλιές. Με τον αθλητισμό εκτονώθηκα. Είχα ταλέντο, έφαγα και ξύλο από μεγαλύτερους αθλητές, αλλά έμαθα και τη σημασία της ιεραρχίας, της προσπάθειας και του πείσματος. Αυτό με το πείσμα μάλλον δεν το έμαθα, το είχα πάντα μέσα μου.
– Μέχρι το καλοκαίρι του 1992 ήμουν «ο Αλβανός». Σε μία ημέρα έγινα «ο βασιλιάς». Πήγαινα στην τράπεζα, με έπαιρνε ο διευθυντής, παρέκαμπτα την ουρά, με αποθέωναν και με εξυπηρετούσε. Δεν είναι εύκολο να το διαχειριστείς όλο αυτό, μπορεί να σε καταστρέψει. Νομίζω πως σώθηκα και από το πείσμα μου. Ενα βράδυ, μετά τη Βαρκελώνη, είχα βγει με την ομάδα της άρσης βαρών σε ένα μαγαζί στην Αθήνα. Μπορεί και να έβγαλα 150 φωτογραφίες εκείνη τη βραδιά. Ζούσα την εποχή του απόλυτου – έλληνα πλέον – σταρ. Για δύο μήνες οι φωτογραφίες μου εμφανίζονταν σχεδόν κάθε εβδομάδα σε εφημερίδες και περιοδικά. Τα σχόλια γίνονταν όλο και πιο πικρόχολα: «Πήρε ένα μετάλλιο και το έριξε στο ποτό», και άλλα τέτοια. Κάπου εκεί, ξύπνησε ο εγωισμός. Είπα: «Σε τέσσερα χρόνια θα πάρω και άλλο χρυσό, θα σας δείξω ποιος είμαι». Το πήρα και το 1996. Μετά αποφάσισα να το κάνω και στο Σίδνεϊ. Αν δεν γίνονταν οι Ολυμπιακοί στην Αθήνα το 2004, θα είχα σταματήσει. Τελικά έγιναν. Αν ήταν καλό ή κακό ότι έγιναν; Βλέποντας τη σημερινή Αθήνα, το μόνο που μπορώ να πω ήταν πως ήταν λάθος ο τρόπος με τον οποίο διοργανώθηκαν. Τα υπόλοιπα είναι λεπτομέρειες των πολιτικών.
– Θα μπορούσα να γίνω και εγώ πολιτικός, μου έχουν κάνει δεκάδες προτάσεις όλα αυτά τα χρόνια. Τις απέρριψα όλες. Νομίζω πως το όνομά μου και όσα έχω κάνει είναι πιο σημαντικά από μια θέση σε ένα κόμμα.
– Είμαι χορτασμένος άνθρωπος. Εχω ζήσει πολλά, έχω αγαπηθεί, είμαι ήρεμος πια, έχω τέσσερα παιδιά και ο στόχος μου είναι μια αξιοπρεπής ζωή. Και να καταφέρω να κάνω το άθλημα που αγαπάω να κοιτάζει την κοινωνία στα μάτια, όπως κάποτε την κοιτούσα και εγώ. Από το 2008, όταν πιάστηκε ντοπέ σχεδόν όλη η εθνική ομάδα της άρσης βαρών, δεν έχω καταλάβει να με αντιμετωπίζει διαφορετικά ο κόσμος. Ξέρω όμως τι λένε. Ακόμη και όταν η δική μου γενιά έκανε επιτυχίες, ακόμη και όταν το 1999 γέμιζε το ΣΕΦ και είχε κάνει την άρση βαρών κάτι σαν εθνικό σπορ, ξέρω τι έλεγε ο κόσμος πίσω από την πλάτη μας. Αλλά η ουσία είναι στη διάρκεια: Δεν πήραμε ένα μετάλλιο και εξαφανιστήκαμε, ήμασταν για χρόνια στην κορυφή. Κάτι σημαίνει αυτό.
– Δεν ξέρω τι ακριβώς έγινε το 2008. Ξέρω πως έκανε λάθος ο Χρήστος Ιακώβου. Δεν θα πω ότι μας είχαν βάλει στο μάτι οι Αμερικανοί, όπως λένε κάποιοι. Δεν ήμασταν μια ομάδα που λέγαμε πως ήμασταν στην Κρήτη ενώ ήμασταν στην Πελοπόννησο, για να γλιτώσουμε τον έλεγχο ντόπινγκ. Ο Ιακώβου όμως συνεργάστηκε με λάθος ανθρώπους, όπως εκείνον τον «λαρισαίο προμηθευτή» εκείνης της ιστορίας. Ειρωνικά, είναι ο μοναδικός που δεν τιμωρήθηκε. Αλλά ο Ιακώβου έφταιγε και έμπλεξε. Ως πρόεδρος της Ελληνικής Ομοσπονδίας Αρσης Βαρών θέλω – και θα τα καταφέρω – να κάνω μια νέα αρχή. Δεν έχουμε λεφτά, το κράτος απομακρύνθηκε με ταχύτητα από τον αθλητισμό, ακριβώς με την ίδια ταχύτητα με την οποία εμφανίστηκε όταν μυρίστηκε επιτυχίες.
– Κάποτε, η γαλλική εφημερίδα «Equipe» είχε γράψει ότι ήταν περίεργο πώς ένας τόσο ήρεμος άνθρωπος μακριά από τα ταπί της άρσης βαρών μετατρέπεται σε τέτοιον επικοινωνιακό και μαχητικό αθλητή. Είναι απλό: Οπως οι ηθοποιοί ή οι τραγουδιστές μπορεί να είναι στο καμαρίνι και να βαριούνται ή να νυστάζουν, αλλά όταν ανέβουν στο σανίδι ή στην πίστα μεταμορφώνονται, έτσι και εγώ. Γύριζε το μάτι μου, έπαιζα με το κοινό, πάλευα, γελούσα, ανατρίχιαζα. Το 2004, όταν έβγαλα τα παπούτσια μου και έφυγα από το ταπί, όταν ένα γήπεδο με χειροκροτούσε, νόμιζα πως θα σπάσει η καρδιά μου. Δεν νομίζω να το έχει ζήσει άλλος αθλητής αυτό.
– Εχω μεγαλώσει σκληρά. Εχω περάσει και φτώχειες, έχω ζήσει επιθέσεις, αμφισβήτηση, δύσκολες εποχές. Αυτό που ζούμε όμως τώρα στην Ελλάδα είναι εξίσου σκληρό. Δεν ξέρω ακριβώς τι γίνεται στην κοινωνία, δεν ξέρω πόσοι άνθρωποι δεν έχουν να φάνε, πόσοι αυτοκτονούν από απόγνωση. Αλλά είμαι αισιόδοξος, ακόμη και αν δεν είμαστε σε καλό δρόμο. Θέλει πάλη για να γλιτώσουμε από όλο αυτό και προσωπική πάλη – όποιος τα περιμένει από τους πολιτικούς, να ξέρει πως θα περιμένει πολύ ακόμη.
– Στα παιδιά μου, σε όλα τα παιδιά, λέω ως συμβουλή να μην τα παρατάνε ποτέ. Να έχουν σεβασμό, να σέβονται την ιεραρχία και όταν πέφτουν να ξέρουν πώς θα ξανασηκωθούν. Αν το θέλουν οι ίδιοι, θα σηκωθούν. Αλλιώς, ίσως να περνάνε καλύτερα όταν είναι πεσμένοι, απελπισμένοι και κατηγορούν κάποιον άλλον, βολικά, για την αποτυχία τους. Εγώ δεν το απολάμβανα ποτέ, δεν έτρεχα ποτέ μακριά από τα προβλήματα. Μόνο μία φορά έτρεξα μακριά από τον ιδιοκτήτη της μουσμουλιάς, αλλά τελικά μου βγήκε σε καλό.