Την περασμένη χρονιά συμπληρώθηκαν 100 χρόνια από τη γέννηση του Νίκου Καββαδία και 50 από τον θάνατο του Μ. Καραγάτση. Η διπλή αυτή επέτειος έδωσε αφορμή, μεταξύ άλλων, για την έκδοση σε έναν κομψό τόμο της αλληλογραφίας των δύο συγγραφέων. Ξεκινάει το 1939, όταν ο Καββαδίας υπηρετεί τη στρατιωτική του εκπαίδευση στην Ξάνθη, και σταματά το 1965, μία πενταετία αφότου έχει πεθάνει ο Καραγάτσης, με έναν απόηχο: ο φίλος του επικοινωνεί λίγες ημέρες μετά την Πρωτοχρονιά με τη γυναίκα του Νίκη, για να της κοινοποιήσει τη συνηθισμένη θαλασσινή μελαγχολία του, αλλά και για να της αραδιάσει μερικά από τα λατρεμένα τους ζωγραφικά ονόματα, όπως τα βλέπει αποτυπωμένα στο σκαρί των καραβιών που μπαίνουν στα λιμάνι του (η σχέση είναι παλαιόθεν: στις αρχές της δεκαετίας του 1950 ο δημιουργός της Βάρδιας στέλνει στη σύζυγο του Καραγάτση, που έχει ήδη ξεκινήσει την εικαστική της πορεία, μια επιστολή γεμάτη αναφορές στον Τιτσιάνο, στον Πικάσο και στον Τέρνερ, και πλημμυρισμένη από περιγραφές μυρωδιών και χρωμάτων).
Ο Καββαδίας γράφει στον Καραγάτση γράμματα από τους πιο διαφορετικούς τόπους: από την Ξάνθη και το αλβανικό μέτωπο, από την Κεϋλάνη και την Αυστραλία, από το Αντεν και τη Γένοβα, από το Χονγκ Κονγκ και τη Μασσαλία, από τη Βηρυτό και την Ταορμίνα. Από όπου και αν γράφει, ο Καββαδίας είναι μονίμως απελπισμένος, αγγίζοντας τα όρια του θρήνου. Αλλοτε επειδή σκέφτεται ότι δεν θα κατορθώσει να γράψει τα ποιήματα που θέλει, άλλοτε γιατί πνίγεται στη στεριά και νιώθει πως μπορεί να αναπνεύσει μόνο στη θάλασσα, άλλοτε γιατί ο έρωτας έχει ανοίξει τα φτερά του μακριά από τον ίδιο, με μια σπαρακτική αδιαφορία για τη μοναξιά του, άλλοτε γιατί ενοχλείται από την πολυτέλεια του καραβιού με το οποίο ταξιδεύει, άλλοτε γιατί αρνείται να υπομείνει τις φαντασιώσεις του, άλλοτε γιατί φοβάται πως τα μαγικά φώτα που τον περιβάλλουν τα βράδια θα του ανοίξουν κάποια μέρα τον δρόμο για την άβυσσο.
Ο Καραγάτσης παρακολουθεί τον Κόλια, όπως είναι το αγαπημένο παρανόμι του Καββαδία, από το σπίτι του στην Αθήνα- φθάνοντας το πολύ ως την Εύβοια. Το κλίμα του δεν είναι, σίγουρα, το υπαρξιακό μουρμουρητό ούτε το λυρικό δάκρυ: περνάει ψιλό γαζί τη στρατιωτική θητεία του Καββαδία, καγχάζει με τη μανία του για τη θάλασσα, πετάει σπόντες για τη μελοδραματική του διάθεση και σίγουρα δεν συμμερίζεται τις ερωτικές του ευαισθησίες, οι οποίες μοιάζουν τελείως ξένες για τον δικό του, άκρως περιπετειώδη σεξουαλικό κόσμο (μυθιστορηματικό και πραγματικό).
Στο βάθος όμως της αλληλογραφίας του με τον Κόλια, ο Μίτια (το παρανόμι του Καραγάτση) βγάζει την προστατευτική μάσκα του σαρκασμού και συμπάσχει σε όλα τα επίπεδα με τον φίλο του: ενοχλείται όσο και εκείνος από την τσίτα του στρατού- χρησιμοποιώντας τις ναυτιλιακές γνωριμίες του για να εξασφαλίσει το μπάρκο του -, έλκεται από τους σκούρους τόνους της θαλασσινής περιπλάνησης, που μπορεί ξαφνικά να ανοίξουν μέσα από μια τρομακτική λάμψη τρύπες στο σκοτάδι, ενώ βλέπει στον έρωτα ένα είδος θανάσιμης σπατάλης και διάλυσης, που οδηγεί συχνά στον πάτο της ύπαρξης.
Η αλληλογραφία του Καββαδία με τον Καραγάτση δεν έχει το παραμικρό φιλολογικό στοιχείο. Πρόκειται για αλληλογραφία ζωής, άρρηκτα συνδεδεμένη με την ποιητική των δύο συγγραφέων- με τον τρόπο άσκησης της τέχνης τους, όπως και με τα μέσα φωτισμού ή σκίασης των κεντρικών της μοτίβων. Παρά την απόσταση που χωρίζει το έργο τους, η συνάντηση του Μίτια με τον Κόλια δεν είναι τυχαία.
Και οι δύο γοητεύονται από το ζην επικινδύνως (ο Καραγάτσης πλάθοντας αυτοκαταστροφικούς μυθιστορηματικούς ήρωες, ο Καββαδίας ρίχνοντας επί ματαίω μποτίλιες στο θαλασσινό νερό). Και οι δύο επιδιώκουν να αντικρίσουν τη συντριπτική ομορφιά του θανάτου (ο Καραγάτσης με την αναγωγή της ηδονής σε αξίωμα τόσο της πραγματικότητας όσο και του μυθιστορήματος, ο Καββαδίας με την παράδοσή του στο παραισθητικό λίκνισμα της παρακμής). Και οι δύο, τέλος, κυριεύονται από ένα έντονο αίσθημα αναχωρητισμού (ο Καραγάτσης με τη φυγή των πρωταγωνιστών του προς την πτώση και τον εκμηδενισμό, ο Καββαδίας με την εμβάπτιση της ποίησής του στο εξωτικό).
Χωρίς να αποδεικνύονται ακριβώς σπουδαίοι επιστολογράφοι, ο Καραγάτσης και ο Καββαδίας κατορθώνουν να βρουν μια πλάγια οδό για την είσοδο στη λογοτεχνία τους και να μας ξεναγήσουν στα υποβλητικότερα τοπία της.
Οι συγγραφείς παίζουν
Οι δύο συγγραφείς δεν ξεχνούν ποτέ στις επιστολές τους το λογοτεχνικό παιχνίδι: ο Καραγάτσης στήνοντας σπαρταριστές μιμήσεις του ύφους, της γλώσσας και της θεματογραφίας του Καββαδία ή προεκτείνοντας κάποιες από τις δικές του μυθιστορηματικές πλοκές, ο Καββαδίας επινοώντας ορισμένα υποτυπώδη διηγήματα ή λαμπρύνοντας το ποιητικό του βλέμμα με μιαν ελλειπτική εικαστική αφήγηση.
Σχολιάζοντας στην εμπεριστατωμένη εισαγωγή της το υλικό της αλληλογραφίας,η Μαίρη Μικέ, η οποία έχει επιμεληθεί την έκδοση των γραμμάτων και έχει υπομνηματίσει διεξοδικά τα χωρία τους, εξετάζει όχι μόνο το παιχνίδι που δοκιμάζουν οι δύο συγγραφείς μεταξύ τους, αλλά και το πώς τα όσα ανταλλάσσουν κατά καιρούς ως τυχαίες ή περαστικές κουβέντες αποτυπώνονται συστηματικά στο λογοτεχνικό τους έργο,αποκαλύπτοντας τους βαθύτερους και πλέον έμμονους προβληματισμούς τους. Ο,τι χάνεται ως εμμονικό πλεόνασμα κατά τη διαδικασία της μυθιστορηματικής ή της ποιητικής παραγωγής σώζεται εν εκτάσει όταν πρόκειται να αποτελέσει κομμάτι μιας προσωπικής καλλιτεχνικής στιγμής.
Και όπως μας δείχνουν ο Καραγάτσης και ο Καββαδίας, δεν υπάρχει καλύτερη ευκαιρία για μια τέτοια στιγμή από την επιστολογραφία.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ