Η Σεκουριτάτε του Διαβόλου

Ενας κοντός Ρουμάνος πεθαίνει και πάει στην Κόλαση. Στον χώρο των αμαρτωλών, ως είθισται, επικρατεί το αδιαχώρητο, όλοι είναι βουτηγμένοι ως τον λαιμό μέσα σε κάτι ζεματιστές λάσπες. Ο Διάβολος υποδεικνύει στον νεοεισελθόντα τη θέση του και εκείνος υπακούει πειθήνια βουλιάζοντας εκεί ως τον λαιμό. Σηκώνει όμως ο κοντός Ρουμάνος το κεφάλι και βλέπει τον δικτάτορα στη μέση να είναι μόνο ως τη μέση στις λάσπες, ακριβώς δίπλα από την καρέκλα του Διαβόλου. Ρωτάει λοιπόν τον Διάβολο «για ποια δικαιοσύνη μού λες, αυτός εκεί έχει περισσότερες αμαρτίες από εμένα».

Ενας κοντός Ρουμάνος πεθαίνει και πάει στην Κόλαση. Στον χώρο των αμαρτωλών, ως είθισται, επικρατεί το αδιαχώρητο, όλοι είναι βουτηγμένοι ως τον λαιμό μέσα σε κάτι ζεματιστές λάσπες. Ο Διάβολος υποδεικνύει στον νεοεισελθόντα τη θέση του και εκείνος υπακούει πειθήνια βουλιάζοντας εκεί ως τον λαιμό. Σηκώνει όμως ο κοντός Ρουμάνος το κεφάλι και βλέπει τον δικτάτορα στη μέση να είναι μόνο ως τη μέση στις λάσπες, ακριβώς δίπλα από την καρέκλα του Διαβόλου. Ρωτάει λοιπόν τον Διάβολο «για ποια δικαιοσύνη μού λες, αυτός εκεί έχει περισσότερες αμαρτίες από εμένα». «Ναι», απαντά ο Διάβολος, «αλλά στέκεται πάνω στο κεφάλι της γυναίκας του». Ενας ήρωας της Χέρτα Μύλερ, της γερμανίδας συγγραφέως με τη ρουμανική καταγωγή που τιμήθηκε το 2009 με το Βραβείο Νομπέλ Λογοτεχνίας, τόλμησε να πει αυτό το μαύρο αστείο σε κάποιον συμπατριώτη του. Για κακή του τύχη όμως, το έμαθε και ένας πράκτορας της Σεκουριτάτε, των ρουμανικών μυστικών υπηρεσιών κατά την περίοδο του κομμουνιστικού καθεστώτος Τσαουσέσκου, με αποτέλεσμα έκτοτε να «κοιτάει μπρούμυτα τους υπόλοιπους απ΄ τον ουρανό»…

Το τρίτο μυθιστόρημα της Χέρτα Μύλερ στα ελληνικά, «Η αλεπού ήταν και τότε ο κυνηγός», μας μεταφέρει στη φτωχή και εξαθλιωμένη Ρουμανία στα τέλη της δεκαετίας του ΄80, σε μια πόλη φτιαγμένη από φόβο και ομίχλη, όπου οι άνθρωποι έχουν καταντήσει σκιές του εαυτού τους και τα πάντα στοιχειώνει η παρουσία του δικτάτορα με την «μπούκλα στο μέτωπο και το μαύρο στο μάτι». Η μυθοπλαστική επικράτεια που δημιουργεί ησυγγραφέας είναι αυτή που λειτουργεί περισσότερο αλληγορικά και εξυπηρετεί με αυτόν τον τρόπο τους πολύμορφους συμβολισμούς της ποιητικής γλώσσας της. Ενα κρύο εργοστάσιο απομυζά τον ιδρώτα των εργατών προσφέροντάς τους ένα ξεροκόμματο αλλά περίσσια εθνική «τιμή» και ένα μελαγχολικό τραμ στριγκλίζει και σκίζει μονίμως τη βαριά σιωπή που παραμορφώνει ακόμη και τα πρόσωπα των γκρίζων χαρακτήρων. Οι απρόσωπες πολυκατοικίες στοιβάζουν κρυφές και ματαιωμένες ζωές που έχουν κάνει δεύτερο πετσί τον τρόμο και την ανέχεια, και ένα αθόρυβο, ρυπαρό ποτάμι χαράζει τα διάφορα εξωτερικά σύνορα, αντανακλώντας έτσι την καταναγκαστική και δύσκολη ανάπλαση του εσωτερικού κόσμου των ανθρώπων, ενός κόσμου διάτρητου και αδύναμου από τα χτυπήματα της καταθλιπτικής εμπειρίας.

Μέσα σε αυτή την αποσπασματική βίωση των πραγμάτων που προοδευτικά συνθέτει η συγγραφέας σε αυτό το εκτεταμένο πεζόμορφο ποίημα, οργιάζουν η υπόνοια και η απειλή, το σώμα και ο νους σπαράσσουν σε ένα καθεστώς εσωτερικευμένης αδυναμίας και παραίτησης, με την ανακυκλούμενη επωδό της χαύνωσης «δε βαριέσαι» να εισχωρεί και να δηλητηριάζει τα πάντα, δοκιμάζοντας έτσι και τη φιλία δύο γυναικών, της Αντίνα και της Κλάρα, μιας δασκάλας και μιας εργάτριας, που θα βρεθούν αντιμέτωπες με το πιο ύπουλο πρόσωπο της εξουσίας. «Ενα καλό ποίημα είναι μια πράξη αντίστασης» έχει γράψει ο παλαιστίνιος ποιητής Μαχμούτ Ντάρβις. Η γλώσσα της συγγραφέως είναι εν προκειμένω ό,τι εμποδίζει τη μονομέρεια μιας ανάγνωσης που αγγίζει μόνο το αυτονόητο της πολιτικής καταγγελίας. Στην ανατρεπτική της πρόζα αναδεικνύεται η σωματική και πνευματική δυσανεξία, η συνειδησιακή ασυνέχεια που μπορεί να επιφέρει σε ένα άτομο μια απολυταρχική μορφή εξουσίας. Η Χέρτα Μύλερ αντιστέκεται επομένως και από ένα αισθητικό μετερίζι, είναι μια απαιτητική συγγραφέας που αναζητεί προσεκτικούς και δημιουργικούς αναγνώστες.

Τη λογόκρινε ο Τσαουσέσκου
Η Χέρτα Μύλερ γεννήθηκε το 1953 στο Νίτσκιντορφ, ένα μικρό γερμανόφωνο χωριό της Δυτικής Ρουμανίας. Ο πατέρας της είχε υπηρετήσει στα SS κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου και μετά τη λήξη του το Ρουμανικό Κομμουνιστικό Κόμμα απέλασε τη μητέρα της σε στρατόπεδο συγκέντρωσης της ΕΣΣΔ. Σπούδασε Ρουμανική και Γερμανική Φιλολογία και στη συνέχεια εργάστηκε ως μεταφράστρια σε βιομηχανική επιχείρηση, απ΄ όπου απολύθηκε όταν αρνήθηκε να συνεργαστεί με τη Σεκουριτάτε.Το 1982 το καθεστώς του Νικολάε Τσαουσέσκου, το μόνιμο σκοτεινό φόντο των βιβλίων της, τη λογόκρινε και το 1987 εγκαταστάθηκε στο Βερολίνο. Η Σουηδική Ακαδημία τής απένειμε το 2009 το Βραβείο Νομπέλ «για την ποιητικότητα και την αμεσότητα» της γραφής της.Το πρώτο της βιβλίο στην Ελλάδα με τίτλο «Μετέωροι ταξιδιώτες» κυκλοφόρησε το 1993 από τις εκδόσεις Ηρόδοτος. Οι εκδόσεις Καστανιώτη εξέδωσαν πέρυσι το μυθιστόρημά της «Ο άγγελος της πείνας» και ετοιμάζουν άλλα τρία: «Το αγρίμι της καρδιάς», το «Σήμερα θα προτιμούσα να μη με συναντήσω» και το «Ο άνθρωπος είναι ένας μεγάλος φασιανός στον κόσμο».
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ

Ακολούθησε το Βήμα στο Google news και μάθε όλες τις τελευταίες ειδήσεις.