Αυτό είναι το πέμπτο βιβλίο του Νόρμαν Μάνεα που κυκλοφορεί στα ελληνικά. Ο κορυφαίος πεζογράφος της Ρουμανίας δεν θα λέγαμε ότι είχε στη χώρα μας την υποδοχή που του αξίζει. Ανήκει στη μεγάλη κεντροευρωπαϊκή πεζογραφική παράδοση που μόνο την τελευταία εικοσαετία άρχισε να προκαλεί το ενδιαφέρον των εκδοτών και του κοινού. Σπουδαίος στυλίστας, από τους πλέον ατμοσφαιρικούς σύγχρονους πεζογράφους, ακολουθώντας τα ίχνη του Κάφκα, του Μούζιλ, του Μπρούνο Σουλτς και του Χέρμαν Μπροχ δημιουργεί ένα μετα-εξπρεσιονιστικό έργο που διακρίνεται από βαθιά αίσθηση των πραγμάτων, ακαριαία ευαισθησία και ανεπανάληπτη ποιητικότητα.
Η συλλογή τούτη των 15 διηγημάτων του είναι από τα αντιπροσωπευτικότερα βιβλία του.
Και από αυτά το πρώτο (Το πλεχτό ) και το έκτο (Γάμοι ) δεν θα δίσταζε κανείς να τα χαρακτηρίσει αριστουργηματικά.
Στο Πλεχτό έχουμε ένα μικρό παιδί μπροστά στο παράθυρο που περιμένει να εμφανιστεί, όπως κάθε Παρασκευή, ένα πρόσωπο, μια σκιά, μια οπτασία. Η «σκιά» είναι η μητέρα του που κουβαλάει έναν σάκο με τρόφιμα τα οποία έχει κερδίσει πλέκοντας στα σπίτια των κατοίκων της περιοχής, τη γλώσσα των οποίων δεν καταλαβαίνει. Ο Μάνεα δεν μας λέει ποιος είναι ο τόπος όπου συμβαίνουν αυτά, εύκολα όμως συμπεραίνουμε (από το βιογραφικό του συγγραφέα) ότι πρόκειται για στρατόπεδο συγκέντρωσης στα σύνορα Ρουμανίας- Ουκρανίας κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Αυτή την Παρασκευή η μητέρα δεν κουβαλάει μόνο τρόφιμα αλλά και ένα πλεκτό, το οποίο ωστόσο δεν το έχει πλέξει για το μικρό παιδί ή για τον πατέρα του αλλά για ένα κορίτσι ονόματι Μάρα που κατά τύχη βρέθηκε να ζει με την οικογένεια του μικρού αφηγητή, η οποία την αγαπά, την προστατεύει και θέλει να επιζήσει. Η Μάρα όμως πεθαίνει (από τύφο), όπως και πολλοί άλλοι γύρω της. Και όσοι επιζήσουν δεν θα ξεχάσουν ποτέ.
«Μας κυνηγούσε ο καιρός και ήταν αδύνατον να αντιδράσουμε.Ο χρόνος ο ίδιος αρρώστησε κι εμείς ήμασταν κτήμα του» καταλήγει ο αφηγητής. Στους Γάμους ο πρωταγωνιστής είναι και πάλι κάποιο αγόρι, το οποίο έχει επιζήσει από ένα ναζιστικό στρατόπεδο συγκέντρωσης. Στη μεταπολεμική Ρουμανία όμως το καθεστώς βρίσκει την ευκαιρία να το χρησιμοποιήσει ως «μάρτυρα» του δράματος των κρατουμένων στα ναζιστικά στρατόπεδα. Το βάζει λοιπόν να αφηγείται τις εμπειρίες του σε κομματικές φιέστες και εκείνο αρχίζει πάντα με τη φράση: «Εμείς που δεν γνωρίσαμε τη σημασία της παιδικής ηλικίας, που μεγαλώσαμε μέσα στο κρύο και στον φόβο…». Το αγόρι μεταβάλλεται στον πρωταγωνιστή μιας επαναλαμβανόμενης γκροτέσκας ατραξιόν, το οποίο το καλούν στη συνέχεια στους γάμους όπου επαναλαμβάνει τα ίδια και αποξενώνεται και το ίδιο από το δράμα προκειμένου να προσφέρει ως βορά στο πλήθος «τα συναισθήματά του,τους παλιούς και απαίσιους φόβους του».
Στο ίδιο πνεύμα είναι γραμμένα και τα υπόλοιπα διηγήματα. Από τον έναν ολοκληρωτισμό στον άλλον; θα αναρωτιόταν κανείς. Οχι ακριβώς. Ο Μάνεα άλλωστε το έχει πει ο ίδιος καθαρά σε παλαιότερη συνέντευξή του στο περιοδικό «Ρaris Review»: «Η ουσία του ολοκληρωτισμού είναι η διαστροφή της αλήθειας, η καρικατούρα των ιδεών,η τυραννία της Ουτοπίας και οι γκροτέσκο συνέπειές της». Χαρακτηριστική από αυτή την άποψη είναι η Ιστορία του μαγεμένου γουρουνιού, μια πολιτική αλληγορία όπου επειδή τα παραμύθια «είναι αληθινά, το καθένα κρύβει μια απειλή». Τα μαύρα παραμύθια, φυσικά, όπου «οτιδήποτε μεταμορφώνεται σε οτιδήποτε» και οι υποσχέσεις της ευτυχίας που εξαγγέλλουν οι δικτατορίες καταλήγουν στον φόβο και στον θάνατο, όπως το γουρουνάκι στο παραμύθι που διαβάζει ο αφηγητής του διηγήματος, το οποίο το βράδυ έβγαζε το δέρμα του και μεταμορφωνόταν στον γιο του αυτοκράτορα. Ωστόσο τα βράδια ακριβώς έπνιγε τον αφηγητή «η τσίκνα καψαλισμένης πέτσας χοιρινού» και τα ρουθούνια του γέμιζαν «στάχτες και μπόχα αφόρητη».
Ο Νόρμαν Μάνεα γνώρισε από πρώτο χέρι τον τρόμο και την αθλιότητα των στρατοπέδων συγκέντρωσης. Ηταν μόνο πέντε ετών το 1941 όταν εξαιτίας της εβραϊκής καταγωγής του το ρουμανικό καθεστώς που είχαν εγκαταστήσει στη χώρα οι δυνάμεις κατοχής τον έστειλε με την οικογένειά του σε στρατόπεδο συγκέντρωσης της Υπερδνειστερίας, στα σύνορα Ρουμανίας και Ουκρανίας. Η εμπειρία αυτή υπήρξε αποφασιστική για τη μετέπειτα ζωή του, όπως και άλλων συγγραφέων που τη γνώρισαν (σαν τον Πάουλ Τσέλαν ή τον Πίτερ Λέβι). Η κατοπινή πορεία του ήταν η τυπική των ανθρώπων της γενιάς του που πίστεψαν στο όραμα του σοσιαλισμού.
Από τα μέσα της δεκαετίας του ΄60, ωστόσο, ενώ η νεολαία της Δύσης αμφισβητούσε ανοιχτά το σύστημα που είχε οικοδομηθεί μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, το κομμουνιστικό στρατόπεδο βυθιζόταν σε μια περίοδο παρατεταμένης παρακμής. O Μάνεα είχε αρχίσει να εκδίδει τότε τα πρώτα βιβλία του και αμέσως διακρίθηκε ως μια από τις σημαντικότερες φωνές της ρουμανικής λογοτεχνίας. Η σύγκρουσή του με το καθεστώς του Τσαουσέσκου ήταν σχεδόν αναπόφευκτη, με αποτέλεσμα το 1986 να εγκαταλείψει τη Ρουμανία και να εγκατασταθεί στις ΗΠΑ όπου ζει ως σήμερα. Μετά την πτώση του Τσαουσέσκου τα βιβλία του άρχισαν να επανεκδίδονται στη Ρουμανία. Αλλά ο ίδιος, όπως είχε συγκρουστεί με το καθεστώς, δεν δίστασε και πάλι να δημοσιεύσει το 1991 ένα δοκίμιο για τον Μιρσέα Ελιάντ, λογοτεχνική δόξα της Ρουμανίας, ακροδεξιών ωστόσο πεποιθήσεων, δοκίμιο στο οποίο μιλούσε ανοιχτά για την υποστήριξη φασιστικών ομάδων εκ μέρους του Ελιάντ.
Το κείμενο αυτό προκάλεσε σκάνδαλο στη Ρουμανία όπου μετά την κατάρρευση του κομμουνιστικού καθεστώτος σε κάποιους κύκλους της κουλτούρας άρχισαν να εκδηλώνονται εθνικιστικές τάσεις. Χαρακτηριστική είναι μια δήλωσή του μερικά χρόνια αργότερα:«Το γιατί είσαι έτοιμος να πεθάνεις έχει αντικατασταθεί συχνά στις ημέρες μας από το γιατί είσαι έτοιμος να σκοτώσεις». Ο Μάνεα έχει επανειλημμένα προταθεί για το βραβείο Νομπέλ.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ