Δωδεκάτη Δεκεμβρίου του 1969. Μια συνηθισμένη χειμωνιάτικη ημέρα στο κέντρο του υπερδραστήριου Μιλάνου. Στις 16.37 μια βόμβα εκρήγνυται στην Αγροτική Τράπεζα στην Πιάτσα Φοντάνα και δονεί τις γοτθικές αποφύσεις του γειτονικού καθεδρικού ναού της πόλης, Ντουόμο. Ο απολογισμός: 17 νεκροί και 88 τραυματίες. Η ρουτίνα «σπάει» και τίποτε δεν θα είναι ξανά το ίδιο. Η περίοδος που ακολουθεί θα μείνει γνωστή ως τα «μολυβένια χρόνια», εξαιτίας των τρομοκρατικών επιθέσεων που θα την ταράξουν, και διαρκεί ως τις αρχές της δεκαετίας του ’80. Για την προαναφερθείσα επίθεση κατηγορείται ο αναρχικός Τζιουζέπε Πινέλι, ο οποίος όμως δεν θα ζήσει πολύ για να αποδείξει την αθωότητά του ή να αποδεχθεί την «ενοχή» του. Τρεις ημέρες μετά «αυτοκτονεί», πηδώντας από τον τέταρτο όροφο του αστυνομικού τμήματος όπου κρατείται και ανακρίνεται. Εναν χρόνο μετά, ο Ντάριο Φο γράφει το γνωστότερο ίσως έργο του, το θεατρικό «Ο τυχαίος θάνατος ενός αναρχικού». Εξι χρόνια μετά, το 1975, μια παρέα, αποτελούμενη από τον Μίλο Μανάρα, τον νεαρό σκιτσογράφο τής τότε ηδονικής «Γιολάντα ντε Αλμαβίβα», και τους συναδέλφους του, Αλφρέντο Καστέλι και Μάριο Γκόμπολι, εκδίδει το βιβλίο με τίτλο «Un Fascio di Bombe». Σε αυτό εξιστορούν τα γεγονότα και αποδίδουν τις ευθύνες εκεί που ανήκουν: στους φασίστες οι οποίοι υποθάλπονται από την περιρρέουσα «στρατηγική της έντασης». Το υποδηλώνει εξάλλου και το διττό νόημα στον τίτλο του βιβλίου τους. «Fascio» στα ιταλικά σημαίνει «ένα σωρό», αλλά είναι και υποκοριστικό του φασίστα. Σαράντα δύο χρόνια μετά την «Πιάτσα Φοντάνα», το βιβλίο κυκλοφόρησε ξανά στην Ιταλία και είναι σαν να περιγράφει γεγονότα που διαδραματίζονται σήμερα στην Ελλάδα. «Αυτό το βιβλίο θα έπρεπε να διδάσκεται στα σχολεία» δηλώνει ο Μανάρα, ο κατά τα άλλα μετρ του ερωτικού κόμικ. Για να θυμούνται οι παλιοί και να μαθαίνουν οι νεότεροι ότι κάποτε μια τρομοκρατική επίθεση αποδόθηκε στον ευρύ και πολύμορφο χώρο της Αριστεράς, για να αποδειχθεί αργότερα ότι υπεύθυνη είναι τελικά η Ακροδεξιά, υποκινούμενη από μια κυβέρνηση απεγνωσμένη να διατηρήσει το status quo της.
Ο Μίλο ή Μαουρίλιο Μανάρα, από την άλλη, είναι πλέον 66 ετών και μολονότι υποδηλώνει μια σαφέστατη πολιτική τοποθέτηση με την ενεργό συμμετοχή του στη δημιουργία αυτού του βιβλίου μοιάζει κουρασμένος από τους ατέρμονους κύκλους της Ιστορίας. Ως άνθρωπος του καιρού του αρνείται ή βαριέται αφόρητα να μιλήσει για πολιτική, λέξη που ούτως ή άλλως απορρίπτει. Προτιμά την πιο συγκεντρωτική λέξη «cultura», την οποία θα επαναλάβει ούτε λίγο ούτε πολύ 22 φορές όσο εκφράζει τις απόψεις του. Φειδωλός ως επί το πλείστον στα λόγια του – οι συνεντεύξεις εξάλλου δεν είναι το φόρτε του –, προτιμά να μένει σταθερός στο επάγγελμά του, «το αρχαιότερο του κόσμου μαζί με αυτό της ιερόδουλης», αν αναλογιστεί κανείς πότε πρωτοεμφανίστηκαν τα «σκίτσα» στους βράχους των σπηλαίων. Και βεβαίως στη μεγάλη του αγάπη, τις γυναίκες. Ο δημιουργός του καυτού «Ινδιάνικου καλοκαιριού», της εκστατικής Γκιουλιβεριάνα και πολλών, μα πολλών εξίσου «λιμπιντικών» γυναικών, σαφέστατα προτιμά να τις ζωγραφίζει αντί να μιλάει για αυτές. Εξάλλου, όπως έχει δηλώσει, «το σεξ είναι από τα ελάχιστα ευχάριστα, ενδιαφέροντα και ελκυστικά πράγματα στον μίζερο ετούτο κόσμο». Ποιος μπορεί να τον μαλώσει;
Κύριε Μανάρα, στην Ελλάδα το παράδειγμα της Πιάτσα Φοντάνα έχει γίνει ακόμη και σημείο αναφοράς εξαιτίας πρόσφατων τρομοκρατικών επιθέσεων. Συγκεκριμένα, ακούγονται ξανά όροι όπως «στρατηγική της έντασης» και πολλοί μιλούν για μια νέα περίοδο «μολυβένιων χρόνων» στα πρότυπα του ιταλικού «μοντέλου». Στην Ιταλία, από την άλλη, αναδύονται η μία μετά την άλλη ρατσιστικές και νεοφασιστικές ομάδες. Εσείς πώς βλέπετε την κατάσταση; Είναι, τελικά, «όλα πολιτική», σύμφωνα με το προσφιλές σύνθημα της δεκαετίας του ’70;
«Τα τελευταία χρόνια έχει κατασταλάξει μέσα μου η πεποίθηση ότι “όλα είναι πολιτισμός”. Είναι ο πολιτισμός μας, η κουλτούρα μας, η καλλιέργειά μας, προσωπική ή συλλογική, που καθορίζουν κάθε συμπεριφορά μας, ακόμη και την πιο ασήμαντη. Η πολιτική επιλογή μας, η οπτική μας για τον κόσμο, η επιλογή του κόμματος που θα ψηφίσουμε, όπως και καθετί, όλα εξαρτώνται από την κουλτούρα μας. Η τηλεόραση, για παράδειγμα, ασκεί τεράστια επιρροή στις πολιτικές μας επιλογές και στη διαμόρφωση της κοινής γνώμης, όχι τόσο επειδή υποδεικνύει τον υποψήφιο που θα έπρεπε να ψηφίσουμε όσο επειδή μορφοποιεί την κουλτούρα μας. Η Πιάτσα Φοντάνα ήταν μια σφαγή με πολιτισμικές επιδιώξεις: Ο φόβος, ο τρόμος, η ανάγκη για ασφάλεια, όπως και για γαλήνη ή ακόμη για ευτυχία, είναι κατηγορίες πολιτισμικές και όχι πολιτικές. Και αυτός ο οποίος προσπαθεί με μια επίθεση να σπείρει τον τρόμο και την ανασφάλεια φέρεται κατά της κουλτούρας μας, η οποία εν συνεχεία θα μετουσιωθεί σε πολιτική επιλογή. Είμαι πεπεισμένος επομένως, όπως σας είπα, ότι μόνο η κουλτούρα, η καλλιέργεια η προσωπική και η συλλογική, μπορεί να βελτιώσει την κατάσταση. Αλλά και αυτή που είναι σε θέση να τη χειροτερεύσει. Οι κοινωνικές αδικίες, η άνιση κατανομή του πλούτου και τη φτώχεια είναι κατ’ ουσίαν πολιτισμικά φαινόμενα μεταμφιεσμένα σε πολιτικές επιλογές. Mας σφίγγεται η καρδιά μπροστά στις δοκιμασίες των φτωχών και αυτό το σφίξιμο έχει να κάνει με την κουλτούρα μας. Η πολιτική έχει επιδείξει κατ’ επανάληψη ότι δεν έχει καρδιά. Αλλά ακόμη και αν γυρίζουμε από την άλλη πλευρά υποκρινόμενοι ότι δεν βλέπουμε, είναι και αυτό δείγμα πολιτισμού και κουλτούρας».
Μπορεί να υπάρξει αλλαγή χωρίς βία, ακόμη και αν αυτή δεν υποβάλλεται από ένα συγκεκριμένο πολιτισμικό πλαίσιο;
«Ναι, βέβαια, πιστεύω ότι μπορεί να υπάρξει αλλαγή δίχως βία. Μια αλλαγή που θα καθορίζεται από την πολιτισμική ανάπτυξη ενός λαού. Εννοείται ότι σε εκείνα τα μέρη του κόσμου όπου δεν υπάρχει δικαίωμα ψήφου τα πράγματα είναι τραγικά διαφορετικά. Στις Δημοκρατίες όμως, στις οποίες διεξάγονται τακτικά εκλογές, η αλλαγή είναι ζήτημα πολιτισμικό. Δεν είναι τυχαίο ότι η εξουσία, η οποιαδήποτε εξουσία, έχει κύριο μέλημά της να ελέγχει την πληροφορία και τον πολιτισμό. Αυτές οι διεργασίες είναι πολύ αργές, δεν πρέπει να έχουμε ψευδαισθήσεις επί τούτου και αυτό οφείλεται επίσης στο γεγονός ότι οι πολύ πλούσιοι δύσκολα παραχωρούν τα προνόμιά τους χωρίς πόλεμο. Αν στη συλλογική κουλτούρα μας όμως το να συσσωρεύεις πλούτο εις βάρος των φτωχών θεωρούνταν συμπεριφορά χαμηλής ηθικής και όχι κάτι αξιοζήλευτο, ποιος το ξέρει; Μπορεί και να ήταν εφικτή μια αλλαγή».
{{{ moto }}}
Από τη μία ασχολείστε με αυτήν την ταραχώδη περίοδο του ιταλικού δημόσιου βίου και από την άλλη κυκλοφορεί στη Γαλλία το τέταρτο μέρος των βιβλίων σας με θεματική από το έπος των Βοργία. Τι είναι αυτό που σας συναρπάζει τόσο στην Ιστορία;
«Είναι ότι η Ιστορία είμαστε εμείς. Εμείς είμαστε ο καρπός του παρελθόντος μας, προσωπικού και συλλογικού. Σχεδόν ό,τι γνωρίζουμε για το παρελθόν μας το γνωρίζουμε μέσα από την ιστορία της τέχνης, τη ζωγραφική, τη γλυπτική, την αρχιτεκτονική, τη λογοτεχνία, τη μουσική, το θέατρο, τον κινηματογράφο. Γι’ αυτό και όταν ακούω να μιλάνε, όλο και πιο συχνά τελευταία, για τις “χριστιανικές ρίζες της Ευρώπης” με διαπερνάει μια ελαφριά ανατριχίλα. Οι ρίζες της Ευρώπης είναι πολύ βαθιές, πολύ πιο παλιές από τον χριστιανισμό. Ο πολιτισμός μας γεννήθηκε στην Ελλάδα και στα περίχωρά της. Πώς θα μπορούσε κάποιος να το αρνηθεί;».
Είναι αλήθεια ότι όταν ήσασταν μικρός ζωγραφίζατε σκηνές από την Ιλιάδα και την Οδύσσεια;
«Ναι, βέβαια, είναι αλήθεια. Οταν ήμουν περίπου 10 χρόνων αγαπούσα με πάθος να ζωγραφίζω σκηνές από την Ιλιάδα και την Οδύσσεια. Και να σας πω την αλήθεια, δεν σταμάτησα ποτέ! Ενα από τα όνειρά μου που είχα την τύχη να δω να πραγματοποιούνται ήταν να αντικρίσω τον κόλπο της Ιθάκης επάνω σε ένα πλοίο, συγκεκριμένα σε ένα ιστιοπλοϊκό. Ηταν υπέροχο».
Να υποθέσω ότι το γεγονός πως έχετε δουλέψει στη σατιρική εφημερίδα «Απιστη Βερόνα» είναι μια σαφής υποδήλωση της σχέσης σας με τον Θεό;
«Η άποψή μου είναι ότι οι θρησκείες κατά βάση έχουν τον ρόλο να εξορκίζουν τον φόβο του θανάτου και υπό αυτήν την έννοια τις καταλαβαίνω. Οσον όμως αφορά τις υπόλοιπες αρμοδιότητές τους, δεν νομίζω ότι είναι πολύ αποτελεσματικές, αν κρίνει κανείς από τα επιτεύγματά τους ανά τους αιώνες. Με συναρπάζει ο βουδισμός, ο οποίος όμως δεν είναι καν μια αληθινή θρησκεία, με την αυστηρή έννοια του όρου».
Ποια είναι η άποψή σας για τον Σίλβιο Μπερλουσκόνι; Ας πούμε για την τακτική να «διορίζει» στο κοινοβούλιο όμορφες γυναίκες οι οποίες δεν έχουν απαραίτητα προσόντα για το πόστο τους; Είναι, άραγε, αυτή η επιλογή προσβλητική για τις γυναίκες;
«Σίγουρα δεν είμαι σε θέση να κάνω ηθικές κρίσεις, ούτε ακόμη και για αυτόν τον Μπερλουσκόνι. Σίγουρα όμως δεν είναι αποδεκτό ότι βάζει να εκλέγονται οι κοπέλες του στη Βουλή, διότι ο τρόπος “εξόφλησής” τους βαραίνει τελικά τους φορολογούμενους. Επιπλέον, πιστεύω ότι όποιος εμφανίζεται ως υποψήφιος σε ένα εκλογικό σώμα πρέπει να επιτρέψει στους ψηφοφόρους να γνωρίζουν τα πάντα για τη ζωή του. Εγώ θέλω να ξέρω τα πάντα για αυτόν που ζητεί την ψήφο μου. Οχι μόνο αυτά που θέλει εκείνος να ξέρω, αλλά επίσης – και κυρίως – αυτά που δεν θέλει να γνωρίζω για αυτόν. Τώρα, αν προσβάλλει τις γυναίκες ή όχι, πιστεύω ότι η προσβολή υπάρχει, είναι ορατή, όμως οι γυναίκες γνωρίζουν πολύ καλά πώς να υπερασπίζονται τον εαυτό τους. Και αυτή η επιλογή ή η προσβολή, κατά βάθος, είναι ζήτημα κουλτούρας. Οπως και να έχει, οι ευθύνες του Μπερλουσκόνι είναι άλλες και εξίσου σοβαρές. Οπως, για παράδειγμα, το γεγονός ότι έχει συνεισφέρει στην καταστροφή του πολιτισμού αυτού του ευλογημένου έθνους».
Υπάρχει χώρος στην πολιτική για ερωτισμό;
«Οχι. Δεν πιστεύω ότι ο ερωτισμός μπορεί να υπεισέλθει στην πολιτική, ούτε και στη θρησκεία».
Για εσάς πώς προσδιορίζεται ο ερωτισμός; Αν κρίνει κανείς από τα σκίτσα σας, προϋποθέτει την αψεγάδιαστη ομορφιά…
«Δεν είμαι καθόλου της άποψης ότι ο ερωτισμός έχει να κάνει μόνο με την τέλεια ομορφιά. Η ομορφιά είναι απλώς ένας τρόπος να αναπαραστήσεις τον ερωτισμό, διότι ο ερωτισμός είναι η ομορφιά, αλλά όχι μόνο αυτή του προσώπου και του κορμιού. Πρόκειται για μια ομορφιά πιο εσωτερική και βαθιά. Ο ερωτισμός είναι αγάπη».
Πότε όμως ανακαλύψατε ότι είχατε αυτό το ταλέντο και τι επίδραση είχε στη διαμόρφωση της προσωπικότητάς σας;
«Οπως όλα τα παιδιά, περνούσα πολλές ώρες ζωγραφίζοντας. Επειτα πολλά παιδιά σταμάτησαν, εγώ πάλι όχι».
Θυμάστε την πρώτη γυναίκα που ζωγραφίσατε ποτέ; Πώς ήταν;
«Δεν θυμάμαι πώς ήταν. Σίγουρα πάντως δεν πιστεύω ότι την είχα ζωγραφίσει πολύ καλά. Στη συνέχεια πάντως βελτιώθηκα πάρα πολύ».
Σε μια άλλη συνέντευξή σας έχετε πει ότι οι κατηγορίες που σας προσάπτουν, ότι δηλαδή με τα σκίτσα σας έχετε συμβάλει σε μια στερεοτυπική απεικόνιση του ερωτισμού και κυρίως των γυναικών ως αντικειμένων ηδονής, προέρχονται βασικά από άνδρες. Γιατί πιστεύετε ότι συμβαίνει αυτό;
«Διότι οι γυναίκες γνωρίζουν πολύ καλά ότι τις αγαπώ σε σημείο τρέλας. Πάντως, οι κριτικές και κατηγορίες τέτοιου τύπου ήταν ελάχιστες».
Δηλαδή, έχετε κατά νου και τις γυναικείες σεξουαλικές φαντασιώσεις όταν γράφετε μια ιστορία;
«Βέβαια. Ανέκαθεν με ενδιέφεραν και διερευνούσα τις γυναικείες φαντασιώσεις: Είναι πολύ πιο συναρπαστικές και εκλεπτυσμένες από αυτές των ανδρών».
Θεωρείστε ο κορυφαίος του ερωτικού κόμικ, αλλά και ένας γνήσιος καλλιτέχνης. Με ποιον τρόπο πιστεύετε ότι επιτεύχθηκε αυτή η σύζευξη;
«Δεν είμαι το πιο κατάλληλο πρόσωπο για να απαντήσω σε αυτήν την ερώτηση. Επειδή επιμένετε πάντως, θα έλεγα μάλλον ότι ήταν ένας τυχερός συνδυασμός».
Εχετε συνεργαστεί με καλλιτέχνες όπως ο δημιουργός κόμικς Ούγκο Πρατ, ο σκηνοθέτης Φεντερίκο Φελίνι και ο σκηνοθέτης, συνθέτης και συγγραφέας Αλεχάντρο Γιοντορόφσκι. Ποια ήταν η ειδοποιός διαφορά στις συνεργασίες σας;
«Με τον Πρατ και τον Γιοντορόφσκι, ο σκηνοθέτης ήμουν εγώ. Με τον Φελίνι, αντίθετα, ο σκηνοθέτης ήταν πάντα και σίγουρα αυτός. Αλλά ήταν υπέροχα».
Τι μήνυμα θα στέλνατε στους Ελληνες οι οποίοι περνούν αυτήν τη δύσκολη φάση στην Ιστορία τους;
«Δεν θα επέτρεπα ποτέ στον εαυτό μου να στείλει οποιουδήποτε ύφους μηνύματα στους Ελληνες. Η Ελλάδα είναι μια υπέροχη χώρα, οι Ελληνίδες είναι πανέμορφες και αυτό είναι αρκετό για να παρηγορείται κανείς. Τι άλλο μπορώ να πω, να διαβάζετε περισσότερα κόμικς;».
* Το βιβλίο «Un Fascio di Bombe» κυκλοφορεί από την Q Press.
* Αυτή η συνέντευξη δημοσιεύτηκε στο ΒΗΜagazino στις 6 Μαρτίου 2011.