Η συζήτηση είχε γίνει πριν από μερικά χρόνια στις Βρυξέλλες, μετά την πρώτη φάση του πολέμου στο Ιράκ. Η συμμαχική επίθεση είχε ολοκληρωθεί όταν υψηλό στέλεχος της αμερικανικής διπλωματίας, σε μια συζήτηση εκτός πρωτοκόλλου με Ελληνες, εξέφρασε μια απορία. Ευχαριστώντας την Ελλάδα για τη συνδρομή της, διαπίστωσε: «εκείνο που δεν κατάλαβα, είναι ένα. Πώς γίνεται να δίνετε τόσα πολλά και να μη ζητάτε τίποτα»!
Αναφερόταν στη βάση της Σούδας. Οι Αμερικανοί είχαν συντάξει τότε έναν κατάλογο χωρών που, χωρίς να συμμετέχουν στον πόλεμο με δυνάμεις, βοήθησαν τις επιχειρήσεις. Η Ελλάδα, λόγω της Σούδας, βρισκόταν στην πρώτη θέση αυτού του – όχι μικρού, ούτε ασήμαντου – καταλόγου.
Εκείνη την εποχή, οι σχέσεις των ΗΠΑ με την Τουρκία πέρασαν πολύ μεγάλη δοκιμασία, λόγω της απόφασης της τουρκικής εθνοσυνέλευσης να μην επιτρέψει τη διέλευση αμερικανικών στρατευμάτων από το τουρκικό έδαφος ενώ ο πόλεμος είχε αρχίσει: η Αγκυρα φοβόταν ότι οι Αμερικανοί δεν είναι απίθανο να δημιουργήσουν κουρδικό θέμα.
Η απόφαση αφορούσε στην ουσία το προσωπικό και τα υλικά της 4ης αμερικανικής Μεραρχίας, για τις οποίες, έπρεπε να γίνει ριζικός επανασχεδιασμός. Στο πλαίσιο αυτό, η Ελλάδα παρέσχε και μια άλλη διευκόλυνση στις δυνάμεις των συμμάχων, πολύ λιγότερο γνωστή αλλά εξίσου σημαντική με εκείνη της Σούδας, σχετιζόμενη με τη μεταφορά υλικού δια θαλάσσης. Φυσικά, ούτε γι αυτή την σημαντική μυστική αποστολή η Ελλάδα διεκδίκησε το παραμικρό αντάλλαγμα.
Υπήρξαν κι άλλες φορές τα τελευταία – και όχι μόνον – χρόνια, στα οποία η Ελλάδα αποτέλεσε κομβικό σημείο σχεδιασμών και επιχειρήσεων για συμμαχικές δραστηριότητες. Όμως, κοινός παρανομαστής ήταν πάντα ένας: ότι ενώ έδινε πολλά, έπαιρνε λίγα – συνήθως, δε, τίποτα.
Ο λόγος, ήταν απλός: έχοντας μια σειρά από σύνδρομα, η Ελλάδα δεν ήθελε να «διαφημίζεται» και να συζητείται αυτός ο ρόλος της. Δεν έλεγε όχι, αλλά δεν ήθελε να γίνεται γνωστό ότι λέει και ναι, τουλάχιστον όχι στο βαθμό που ανταποκρινόταν στον πραγματικό της ρόλο.
Θα ήταν λάθος να επαναλάβει, για πολλοστή φορά, το ίδιο σφάλμα και τώρα. Η χρήση της Σούδας – και όχι μόνον – κάθε φορά που οι συμμαχικές δυνάμεις την έχουν ανάγκη, δεν είναι μια αυτονόητη πραγματικότητα που απορρέει από συμβατικές υποχρεώσεις.
Επιπλέον, την ίδια στιγμή, έρχεται σε αντίφαση με μια πραγματικότητα: δεν μπορεί ένα ελληνικό νησί, έστω και του μεγέθους της Κρήτης να διαδραματίζει τόσο κομβικό ρόλο σε επιχειρήσεις των συμμάχων και την ίδια ώρα εκείνοι να κάνουν τα στραβά μάτια σε αυτούς που λένε, είτε με τις πράξεις, είτε με λόγια, ότι άλλα ελληνικά νησιά δεν είναι ελληνικά!
Η Ελλάδα είναι παρούσα και προσφέρει και μάλιστα σημαντικά. Το ελάχιστο που μπορεί λοιπόν να απαιτήσει, είναι να μην αμφισβητείται η κυριαρχία της. Ή, αν συνεχίσει να αμφισβητείται, το οποίο και θα γίνει, να βρεθούν οι τρόποι να τύχει της ρητής και κατηγορηματικής συμπαράστασης των συμμάχων της, τους οποίους σήμερα και πάλι είναι έτοιμη να βοηθήσει. Ετσι ασκείται η διεθνής διπλωματία. Δεν είναι κάτι που θα ακουστεί παράλογο σε κανέναν σοβαρό συνομιλητή. Το αντίθετο ακούγεται παράλογο, το να μη ζητάμε…
Η Ελλάδα μπορεί και πρέπει να βρει τους τρόπους – και, κυρίως, τη βούληση – να πάρει ανταλλάγματα για τη συμβολή της, που ενδεχομένως να είναι καθοριστικής σημασίας. Αυτή τη στιγμή, που οι διεργασίες βρίσκονται σε εξέλιξη. Όχι μετά. Όταν όλα θα έχουν τελειώσει…