Αφιερωμένο στον Γιώργο Σεφέρη είναι το πρώτο τεύχος για το 2011 του, βραβευμένου πλέον με Κρατικό Βραβείο, λογοτεχνικού περιοδικού Το Δέντρο. Ενα αφιέρωμα όχι αναμενόμενο, με την έννοια ότι εφέτος τιμούμε τα εκατόχρονα από τη γέννηση του Ελύτη, και η παρουσία του έτερου νομπελίστα μας αρχίζει ήδη να κυριαρχεί στο έτος που διανύουμε με αφιερώματα, εκδηλώσεις και συνέδρια. Δεύτερη ενδιαφέρουσα απόκλιση από τα συνήθη είναι το CD που συνοδεύει το περιοδικό, στο οποίο ποιήματα του Σεφέρη διαβάζει όχι ένας από τους μελετητές ή τους ομοτέχνους του ή ένας ηθοποιός αλλά ο σκηνοθέτης Θόδωρος Αγγελόπουλος.
Το προφανές κίνητρο του αφιερώματος, διαβάζουμε στο σημείωμα των εκδοτών, είναι η συμπλήρωση 40 χρόνων από τον θάνατο του Σεφέρη το 1971. Η επικαιρότητά του στη συγκεκριμένη ακριβώς συγκυρία κρύβεται στη φράση που αναφέρει ότι «η γενικότερη ματιά του σε ιδεολογικά και αισθητικά θέματα ώθησε και τροφοδότησε ζητήματα πολιτισμικής αυτοσυνείδησης». Σε μια εποχή κατά την οποία αναψηλαφούμε τον ελληνικό εαυτό μας μέσα στην ευρωπαϊκή ιδιότητά μας, ανατρέχουμε όλο και συχνότερα στην έννοια της «ελληνικότητας» που η γενιά του 1930 του Σεφέρη προέβαλε και καθιέρωσε. Την επιρροή αυτής της τρομερής λογοτεχνικής γενιάς και την ενίσχυση της φωνής της μέσω εξουσιαστικών μηχανισμών είχε διερευνήσει με κριτική ματιά το περιοδικό σε παλαιότερα τεύχη (114, 115). Τώρα επιστρέφει σε αυτήν, μέσω του κορυφαίου εκπροσώπου της, κοιτώντας τη με περισσότερη αγάπη.
Το τεύχος περιλαμβάνει κείμενα για τον πολιτικό, τον παιγνιώδη, τον λόγιο, τον αναγνώστη Σεφέρη, κείμενα για τη σχέση του με ομοτέχνους, Ελληνες και ξένους (τον Καβάφη, τον Κάλβο, τον Μπάιρον), για τη σχέση του με τη μουσική και τη φωτογραφία, αλλά και προσωπικές αναγνώσεις της ποίησής του. Θέτει ερωτήματα προς απάντηση: Ποια είναι τα δυνατά σημεία του Σεφέρη, που έχουν κριθεί στον χρόνο, η ποίησή του, οι μεταφράσεις ή τα δοκίμιά του; αναρωτιέται, και απαντά, ο Κώστας Γεωργουσόπουλος. Θα γίνει εθνικός ποιητής ο Σεφέρης ή θα παραμείνει ο «ποιητής της εθνικής μας μελαγχολίας» όπως γράφει ο Μανώλης Πιμπλής;
Αυτή η χαρακτηριστική μελαγχολία πάντως ήταν η πόρτα από την οποία μπήκε στη σεφερική ποίηση ο Θόδωρος Αγγελόπουλος. «Η μελαγχολία του Σεφέρη, αυτή η επίκληση στο αδύνατο, στάθηκε ο οδηγός μου στην ανάγνωση των ποιημάτων, η οποία ανταποκρίνεται στο κλίμα της εποχής, που είναι αρκετά μελαγχολική», είπε ο γνωστός σκηνοθέτης στο Vima.gr. Διαβάζει ένα απόσπασμα από τη Στροφή, εννέα ποιήματα από το Μυθιστόρημα, τις «Μυκήνες» από τη Γυμνοπαιδία και το «Παιδί» από το Τετράδιο Γυμνασμάτων. Συνολικά περίπου 18 λεπτά ποιητικής ανάγνωσης, το απόσταγμα έξι ωρών ηχογράφησης, με τη γνωστή σχολαστική τελειομανία του Αγγελόπουλου. Παρ’ όλα αυτά, η ανάγνωσή του δεν είναι επαγγελματική, τονίζει. Δεν σκηνοθέτησε τον εαυτό του. «Ηταν μια ανάγνωση πολύ προσωπική. Διάβασα τα ποιήματα όπως θα τα διάβαζε ένας άνθρωπος που ο Σεφέρης είναι από τους αγαπημένους του ποιητές».
Σολωμός, Κάλβος, Καβάφης και Σεφέρης είναι τέσσερις από τους σημαντικούς έλληνες ποιητές που προτιμά ο Αγγελόπουλος. Ακριβόλογος στη διατύπωσή του, διευκρινίζει όμως: «Αντικειμενικά ο πιο σημαντικός είναι ο Καβάφης, ο Σεφέρης όμως ταιριάζει περισσότερο στη δική μου ιδιοσυγκρασία». Σε παλαιότερη συνέντευξή του έχει πει ότι η «ποίηση είναι μια υγρασία που την έχουμε ανάγκη γιατί διώχνει τη στεγνή καθημερινότητα» και ότι η ποίηση χωράει παντού. Ο ίδιος καταφέρνει να την εντάξει στις ταινίες του. Οι στίχοι του Σεφέρη, όπως και του «παράλληλου» του Σεφέρη Ελιοτ, περνούν συχνά στις ταινίες του Αγγελόπουλου, υπόγεια ή φανερά. Αυτή στάθηκε η αφορμή για την πρόταση που του έγινε από το Δέντρο.
Τι παίζει ρόλο στην απαγγελία της ποίησης; Ποια είναι η επαγγελματική του άποψη; τον ρωτήσαμε. «Η ώρα και η διάθεση που έχει κανείς, όταν πρόκειται για προσωπική ανάγνωση. Αυτό δεν ισχύει στον ίδιο βαθμό όταν πρόκειται για ανάγνωση επαγγελματική, όμως και ο ηθοποιός εντέλει επίσης προσωπική ανάγνωση θα δώσει».
Η γνωστή ανάγνωση του ίδιου του ποιητή στον δίσκο «Ο Σεφέρης διαβάζει Σεφέρη» του Διόνυσου, με κατάλοιπα από το πομπώδες των ποιητικών απαγγελιών της γυμνασιακής παιδείας άλλων εποχών, μας έμοιαζε παράταιρη με τη φωνή της ποίησής του, όπως την ακούμε εσωτερικά στη σιωπηλή μοναχική ανάγνωση. Η ανάγνωση του Αγγελόπουλου φέρνει, έχουμε την εντύπωση, το άκουσμα πιο κοντά στην πεζόλογη αφηγηματικότητα του ελεύθερου στίχου και στη μελαγχολία του ποιητικού κειμένου. Αυτή όμως είναι μια εντελώς προσωπική εκτίμηση. Σε κάθε περίπτωση, πρόκειται για μια ευτυχή συνάντηση ενός προβεβλημένου Ελληνα της εποχής μας με έναν προβεβλημένο Ελληνα του παρελθόντος μας που υπογραμμίζει την πολιτισμική μας συνέχεια και θυμίζει στιγμές και τομείς πολιτισμικής αναγνώρισης σε καιρούς που το έχουμε ανάγκη.