Για τον δαιμόνιο και δεινό πλαστογράφο χειρογράφων του 19ου αιώνα Κωνσταντίνο Σιμωνίδη δεν έχουν γραφεί πολλά στα ελληνικά, μόνο λίγα και τελεσίδικα, σαν να ντρεπόμαστε κάπως γι΄ αυτόν τον ευφάνταστο παραχαράκτη της πνευματικής ιστορίας του έθνους. Ξέρουμε ότι γεννήθηκε στη Σύμη το 1820, ότι μελέτησε την τέχνη των χειρογράφων στο Αγιον Ορος, ότι πυροδότησε διαμάχες σημαντικών λογίων της εποχής του πότε πουλώντας και πότε χαρίζοντας στη Γαλλία, στην Αγγλία και στη Γερμανία υποτιθέμενα χειρόγραφα ελλήνων συγγραφέων που είχε αντιγράψει ο ίδιος ή παπύρους εντελώς ανύπαρκτων συγγραφέων που είχε επινοήσει μόνος του. Είχε συγκρουσθεί ακόμη και με τον περίφημο γερμανό θεολόγο και κριτικό της Βίβλου Κωνσταντίνο Τίσεντορφ. Σώζεται μόνο μία φωτογραφία του, μια λεπτή σιλουέτα με ισχνό πρόσωπο, έντονο βλέμμα και άφθονα σπαστά μαλλιά, ένα αινιγματικό φάντασμα του 19ου αιώνα. Και στο σχετικό λήμμα μεγάλης ελληνικής εγκυκλοπαίδειας μια αναδρομική καταδίκη: «Από νεαρή κιόλας ηλικία έδωσε δείγματα της ροπής του προς τη διαστροφή,αφού αποπειράθηκε να φονεύσει τους γονείς του».
Τη μερική αποκατάσταση του Σιμωνίδη ανέλαβε ο γερμανός δημοσιογράφος και θεατρικός κριτικός Ρύντιγκερ Σάπερ, λάτρης της Ελλάδας και φίλος του Αγίου Ορους. Η βιογραφία του Σιμωνίδη με τίτλο «Η οδύσσεια του πλαστογράφου» κυκλοφόρησε αυτές τις μέρες και διαπνέεται από μια συγκρατημένη συμπάθεια για τον σκοτεινό ήρωα. Τον περιγράφει ως τέκνο του απελευθερωτικού αγώνα των Ελλήνων που διακατεχόταν από τη δίψα να δώσει στο νεαρό έθνος του πνευματική υπόσταση. Ακόμη και με αμφίβολα μέσα. «Για μένα είναι μια υπόθεση εσωτερικής δικαιοσύνης» μας είπε ο συγγραφέας. «Και ο καθηγητής Τίσεντορφ έκανε τις λοβιτούρες του για να πάρει στα χέρια του και να αξιοποιήσει τον Σιναϊτικό Κώδικα,το παλιότερο χειρόγραφο της Αγίας Γραφής. Απλά στη ζυγαριά η έντιμη πλευρά του είναι λίγο πιο βαριά,ενώ του Σιμωνίδη λίγο πιο ελαφριά.Η σύμπτωση και η αδικία παίζουν μεγάλο ρόλο για όσους κρίνονται άξιοι και όσους θεωρούνται τελικά ανάξιοι για τις δέλτους της Ιστορίας.Επιχειρώ μια πιο δίκαιη και λίγο πιο συναρπαστική ανακατανομή αυτών των ρόλων».
Συναρπαστική ήταν ολόκληρη η εποχή στην οποία έζησε και έδρασε ο Σιμωνίδης. Μυθομανής και μεγαλομανής δεν ήταν μόνον ο ίδιος, αλλά ολόκληρος ο 19ος αιώνας με την πρωτοφανή ορμητικότητά του, με την ακάθεκτη κατάκτηση του εσωτερικού και του εξωτερικού κόσμου. Εκβιομηχάνιση και αποικιοκρατία από τη μία, βυθομέτρηση του παρελθόντος από την άλλη, σύμφωνα με το σχήμα ότι όποιος κατέχει το παρελθόν κατέχει και το παρόν. Σε μια τέτοια εποχή συχνά η ενέργεια υποκαθιστά την ηθική. Με τον τρόπο του πλαστογράφου, σαν παραστρατημένος καλλιτέχνης, ο Σιμωνίδης προσπαθούσε να καλύψει το τεράστιο κενό μεταξύ της ελληνικής αρχαιότητας και του αναδυόμενου νέου ελληνικού έθνους. Το 1848 είχε εκδώσει το έργο «Συμαΐς», στο οποίο μεταξύ πολλών άλλων ισχυριζόταν ότι στην πατρίδα του τη Σύμη ο πολύς πλην ανύπαρκτος Περίστρατος ο Ρόδιος είχε εφεύρει μια πρώιμη μορφή της τυπογραφίας. Οπως σε προηγούμενο σύγγραμμά του ισχυριζόταν ότι κάποιος, επίσης ανύπαρκτος, Πανσέληνος είχε αναπτύξει την ηλιογραφία, μόνο και μόνο για να μην έχουν οι Γάλλοι την πρωτιά στην ανακάλυψη της φωτογραφίας! Νήπια έθνη, παίγνια με χίμαιρες, συμπαθητικές φαντασιοκοπίες. «Ο Σιμωνίδης», μας είπε ο Σάπερ, «υπηρετούσε την υπόθεση της αναγέννησης ενός έθνους με μεγάλο παρελθόν και δύσκολο παρόν.Στην ουσία οι Ελληνες έπρεπε να εφεύρουν από την αρχή τον εαυτό τους και το έκαναν μέσω του αρχαίου πολιτισμού και των κειμένων,αλλά και με τη βοήθεια των Αγγλων και των Γερμανών.Ο Σιμωνίδης πήρε μέρος σαν καλλιτέχνης σ΄ αυτή την εκ νέου ανακάλυψη.Μην ξεχνάμε ότι και οι Γερμανοί είναι ένα όψιμο έθνος που ανακάλυψε τον εαυτό του από την αρχή και καθόρισε το στίγμα του μέσα από μια σειρά αρχαίων γερμανικών μύθων».
Μετά την αποκατάσταση του γενικού πλαισίου δεν απομένει παρά μια ερμηνεία και για τη ροπή του ήρωα προς την απάτη. Και φυσικά μια εξήγηση για την απόπειρα δολοφονίας του πατέρα του και της μητριάς του με αρσένιο, όταν ήταν μόλις 12 ή 13 ετών. Ο Σάπερ διαισθάνεται κάποιο παιδικό τραύμα που θα μπορούσε να εξηγήσει όλη τη μετέπειτα ψυχοσύνθεση του Σιμωνίδη και στρέφει την προσοχή του στις τακτικές επισκέψεις του «θείου» Βενέδικτου στο πατρικό του Κωνσταντίνου. Ο Βενέδικτος ήταν κατά τα άλλα ένας άγιος άνθρωπος, φίλος της οικογένειας, που αργότερα πήρε τον Κωνσταντίνο μαζί του στο Αγιον Ορος. Μήπως όμως ο Βενέδικτος έμπαινε τις νύχτες στο δωμάτιο του αγοριού με ανήκουστες απαιτήσεις; «Υπάρχει ένα μεγάλο πρόβλημα στη βιογραφία του Σιμωνίδη,δεν υπάρχουν στοιχεία για τη σεξουαλικότητα στην ιδιωτική του ζωή» λέει ο Σάπερ. «Δεν είχε παντρευτεί,υπάρχουν ενδείξεις ότι είχε κλίση στους άνδρες,αλλά οπωσδήποτε βρισκόμαστε στον 19ο αιώνα και μιλάμε για φοβερά ταμπού.Με την ελευθερία που παρέχει η συμπάθεια στον ήρωα προσπάθησα να δείξω ότι εδώ ενδέχεται να έχουμε μια περίπτωση σεξουαλικής κακοποίησης, είναι μια εύλογη υπόθεση εργασίας».
Πλαστά του Σιμωνίδη κυκλοφορούν και σήμερα σε δημοπρασίες
Η πραγματική εργασία του Κωνσταντίνου Σιμωνίδη αφορούσε την αντιγραφή χειρογράφων με πάθος και τελειομανία.Στους υποψήφιους πελάτες του παρουσίαζε πάντα ένα πάκο με ανάμεικτα χειρόγραφα,γνήσια και πλαστά.
Ακόμη και σήμερα εμφανίζονται κατά διαστήματα σε δημοπρασίες «έργα» του.Αλλά και τη διαφορά ανάμεσα στο πρωτότυπο και στο αντίγραφο θα πρέπει να τη δούμε στο πλαίσιο της εποχής του.«Οι έννοιες “πρωτότυπο” και “αντίγραφο”, όπως τις καταλαβαίνουμε σήμερα, είναι σχετικά καινούργιες»,λέει ο Σάπερ, «διαμορφώθηκαν την εποχή που έζησε ο Σιμωνίδης. Από την Αρχαιότητα ως τον 19ο αιώνα υπήρχε μια ελευθεριάζουσα ενασχόληση με τα αρχαία κείμενα και τις πηγές, τα ξανάγραφαν, τα συμπλήρωναν, τα μετέφραζαν ελεύθερα, υπήρχε τότε ακόμη ρευστότητα και φαντασία. Η έννοια του πρωτοτύπου με τη σημερινή έννοια διαμορφώνεται βαθμιαία τον 19ο αιώνα με τα πρώτα ψήγματα των πνευματικών δικαιωμάτων, τον συγγραφέα που εισπράττει αμοιβή, τους εκδοτικούς οίκους που ελέγχουν. Και σχετικοποιείται πάλι σήμερα, στην εποχή του Διαδικτύου και του copy and paste, όπου πάρα πολλοί χρήστες έχουν πια πρόσβαση στα ντοκουμέντα».
Ντοκουμέντα για τον θάνατο του Κωνσταντίνου Σιμωνίδη δεν Αthenaeum». Ή ίσως και να πέθανε 23 χρόνια αργότερα,το 1890,σε κάποια μικρή πόλη της Αλβανίας, όπως έγραψαν τότε οι «Τimes» του Λονδίνου.Αλλά μήπως η ίδια εφημερίδα δεν κυκλοφόρησε στις 22 Φεβρουαρίου 2008 με τον τίτλο «Ο Σιμωνίδης ξαναχτυπά»; Αλλά,για να είμαστε ειλικρινείς,αυτό το ύστατο υπάρχουν.Μόνο αγγελίες στον Τύπο της εποχής.Ισως να πέθανε στα τέλη Σεπτεμβρίου του 1867 στην Αλεξάνδρεια,όπου ζούσε τα τελευταία χρόνια της ζωής του πουλώντας χειρόγραφα στους πρώτους «τουρίστες»,όπως έγραψε λίγο μετά το αγγλικό περιοδικό «Τhe δημοσίευμα εννοούσε ότι ο γνωστός ιταλός ελληνιστής Λουτσιάνο Κάνφορα θεωρούσε αντίγραφο του Σιμωνίδη ένα πανάκριβο χειρόγραφο του αρχαίου γεωγράφου Αρτεμίδωρου που είχε αγοράσει τράπεζα του Τουρίνου αντί 2,6 εκατ. ευρώ!
ΙΤΑR- ΤΑSS ,ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ