Με σημαία την απεργία της 9ης Μαρτίου αντιδρούν στο νόμο για τις αστικές συγκοινωνίες της Αττικής – ο οποίος δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως -, οι εργαζόμενοι στα μέσα μαζικής μεταφοράς – πλην της ΕΘΕΛ, του μεγαλύτερου συγκοινωνιακού φορέα των Αθηνών.
Πριν από λίγο τα επιχειρησιακά σωματεία των εργαζομένων σε ΗΣΑΠ, Μετρό, Τραμ και ΗΛΠΑΠ εξέδωσαν κοινή ανακοίνωση με την οποία καλούν τους εργαζομένους στις συγκοινωνίες να συμμετάσχουν στην απεργία και στη κοινή συνέλευση – συγκέντρωση της 9ης Μαρτίου.
«Η απόφαση αυτή έχει να κάνει με την καταστροφική πολιτική της κυβέρνησης, που υπό την καθοδήγηση της τρόικας συνέταξε και ψήφισε με διαδικασίες εξπρές έναν νόμο που ισοπεδώνει και διαλύει τον δημόσιο και κοινωνικό χαρακτήρα των Αστικών Συγκοινωνιών» σημειώνεται στην ανακοίνωση. Τα σωματεία καταγγέλλουν ότι έρχονται νέες αυξήσεις στα κόμιστρα, ακυρώσεις και μειώσεις δρομολογίων, υποχρηματοδότηση του συγκοινωνιακού συστήματος, εξελίξεις οι οποίες όπως λένε, θα οδηγήσουν στην ιδιωτικοποίηση των μέσων μεταφοράς.
Οι συνδικαλιστές δεν αποδέχονται την κατάργηση των συμβάσεων και των κανονισμών εργασίας που προβλέπονται από τον νέο νόμο για τις αστικές συγκοινωνίες και θεωρούν ότι «το πείραμα με τις συγκοινωνίες, είναι το μοντέλο που θα ακολουθήσει η κυβέρνηση σε όλους τους κλάδους και τους τομείς του Δημοσίου, για να καρατομήσει τους εργαζόμενους και να βάλει φουρνέλο στον κοινωνικό τους χαρακτήρα».
Χωριστά η ΕΘΕΛ
Ωστόσο, η απουσία του σωματείου της ΕΘΕΛ από την κινητοποίηση, οι εργαζόμενοι της οποίας έχουν προγραμματίσει δημοψήφισμα την ημέρα της απεργίας, προκειμένου να καθορίσουν την τελική τους στάση, αποδυναμώνει το μέτωπο των συνδικαλιστών.
Η ριζική στροφή του σωματείου της ΕΘΕΛ, το οποίο αριθμεί περί τους 6.000 εργαζομένους, ήταν αποτέλεσμα της παραίτησης του «σκληρού» πρώην πρόεδρου κ. Ν. Κουλουμπαρίτση, στη θέση του οποίου εξελέγη ο μετριοπαθέστερος, όπως τον χαρακτηρίζουν οι συνάδελφοί του, κ. Μ. Λιαγούρης. Ο κ. Κουλουμπαρίτσης είχε υποβιβασθεί από την θέση του γραμματέα της ΠΑΣΚΕ – ΕΘΕΛ σε απλό μέλος, με αποτέλεσμα να την καταγγείλει δημόσια για πραξικόπημα.