«Παραμυθένια χώρα». Με αυτό τον χαρακτηρισμό περιγράφουν την Ελλάδα οι απόγονοι των Τούρκων οι οποίοι γεννήθηκαν, μεγάλωσαν και ανατράφηκαν στα ελληνικά εδάφη και μετά τη Συνθήκη της Λωζάνης και την ανταλλαγή των πληθυσμών αναγκάστηκαν να εγκατασταθούν στην Τουρκία.
Πρόκειται για άνδρες και γυναίκες οι οποίοι σχεδόν 80 χρόνια έπειτα από εκείνα τα τραγικά γεγονότα προσπαθούν να βρουν τα χωριά όπου μεγάλωσαν, τα σπίτια στα οποία γεννήθηκαν και τους μαχαλάδες που έπαιξαν οι παππούδες και οι γονείς τους, ακριβώς όπως χιλιάδες Έλληνες ποντιακής, μικρασιατικής και καππαδοκικής καταγωγής οι οποίοι κάθε χρόνο επισκέπτονται την Τουρκία στην προσπάθειά τους να βρουν τους τάφους των προγόνων τους.
Ο δρόμος εντελώς αντίστροφος κι όμως οι αναφορές ίδιες. Η ίδια λαχτάρα, η ίδια αίσθηση, η ίδια αγωνία. Και οι δυσκολίες ακριβώς ίδιες: οι ονομασίες των χωριών που άλλαξαν, τα σπίτια που έπεσαν, οι δρόμοι που ασφαλτοστρώθηκαν. Και όπως οι δικοί μας προσφυγικής καταγωγής δημιούργησαν συλλόγους και ενώσεις, για να μην ξεχάσουν, για να μη χαθούν, εξέδωσαν βιβλία με τις ονομασίες των χωριών πριν αλλά και μετά την καταστροφή, την ίδια πορεία ακολούθησαν και οι Τούρκοι.
Σεφέρ Γκουβέντς: «Παραμυθένια χώρα»
Γεννημένος στα Μάλγαρα της Ραιδεστού, ο Σεφέρ Γκουβέντς έμαθε από πολύ μικρός ότι κατάγεται από το Εγριμπουτζάκ. Η μητέρα του και ο πατέρας του φρόντιζαν να του μιλάνε καθημερινά για το χωριό στο οποίο μεγάλωσαν, αλλά και για τις δυσκολίες που αντιμετώπισαν κατά την ανταλλαγή και την εγκατάστασή τους στην Τουρκία. Ο πατέρας μου, λέει στο Βήμα online, έφυγε από την Ελλάδα στα 20 χρόνια του και η μητέρα μου στα 12 και «πέθαναν και οι δύο με τον καημό ότι δεν μπόρεσαν να ξαναδούν τη γενέτειρά τους».
«Ο τόπος στον οποίο γεννήθηκαν», προσθέτει, «ήταν για μένα μια παραμυθένια χώρα την οποία κατάφερα να επισκεφθώ το 1999. Ημουν ανήσυχος», αφηγείται, «αλλά και ενθουσιασμένος. Χρειάστηκαν αρκετοί μήνες για να βρω την ελληνική ονομασία του Εγριμπουτζάκ και να το εντοπίσω στον χάρτη. Τελικά έμαθα ότι πρόκειται για τη Νέα Απολλωνία. Ενα χωριό κοντά στη Θεσσαλονίκη. Ετσι πήρα το λεωφορείο και όταν έφτασα στο χωριό μπήκα σε ένα καφενείο. Δεν ήξερα ελληνικά. Εκείνοι δεν μιλούσαν αγγλικά και η συνεννόηση ήταν αδύνατη. Οταν όμως ρώτησα εάν ξέρει κανείς τουρκικά, ένας από τους θαμώνες μου απάντησε και μου επιβεβαίωσε ότι το χωριό λεγόταν Εγριμπουτζάκ. Καταλαβαίνοντας ότι είμαι στον σωστό τόπο, χαλάρωσα. Με κέρασαν καφέ και φώναξαν έναν συγχωριανό τους που ήξερε τουρκικά επειδή καταγόταν από την Μπάφρα». «Ετσι γνώρισα», καταλήγει, «το χωριό των παππούδων και των γιαγιάδων μου».
Γενικός Γραμματέας του Ιδρύματος Ανταλλαγέντων Λωζάνης, ο Σεφέρ Γκουβέντς έγραψε ένα βιβλίο με όλες τις τουρκικές ονομασίες που είχαν τα ελληνικά χωριά πριν από τους Βαλκανικούς Πολέμους και την Ανταλλαγή των Πληθυσμών. «Εγραψα αυτό το βιβλίο», δηλώνει, «γιατί δεν ήθελα να υποστούν και άλλοι τις δυσκολίες που αντιμετώπισα εγώ στην προσπάθεια ανεύρεσης του χωριού των γονιών μου».
Βρέθηκαν ύστερα από 15 χρόνια
Βρέθηκαν ύστερα από 15 χρόνια«Οι δυσκολίες που αντιμετώπισαν οι ανταλλαγέντες ήταν πολλές» λέει ο Ουμίτ Ισλέρ, πρόεδρος του Ιδρύματος Ανταλλαγέντων. «Οι γονείς μου», προσθέτει, «έφυγαν από την Πτολεμαΐδα με το τρένο για τη Θεσσαλονίκη. Εκεί για τρεις μήνες περίμεναν το καράβι που τους μετέφερε αρχικά στην Καλλικράτεια του Μαρμαρά και στη συνέχεια για τη Σαμψούντα. Η γιαγιά μου βρέθηκε στην Καλλίπολη και ξαναείδε την κόρη της, τη μητέρα μου, ύστερα από 15 ολόκληρα χρόνια».
Η Πτολεμαΐδα για τον Ουμίτ Ισλέρ είναι η γενέτειρα του πατέρα του. «Ο παππούς μου», λέει, «ήταν ένας από τους φημισμένους παλαιστές της Πτολεμαΐδας. Η οικογένειά του ασχολιόταν με την καλλιέργεια των σιτηρών και την κτηνοτροφία κοντά στο χωριό Γαλάτεια».
Ο κ. Ισλέρ αποφάσισε μαζί με τον πατέρα του, αλλά και με άλλους Τούρκους που γεννήθηκαν στα ελληνικά εδάφη, να ιδρύσουν την Μη Κυβερνητική Οργάνωση με την ονομασία Ιδρυμα Ανταλλαγέντων Λωζάνης το 2001, διότι όπως λέει «θέλαμε να γνωρίσουμε τους τόπους της καταγωγής μας». Και στα δέκα χρόνια που μεσολάβησαν το Ιδρυμα οργάνωσε δεκάδες εκδρομές στην Ελλάδα για να δουν οι απόγονοί τους τις πόλεις και τα χωριά που γνώριζαν μέσα από τις αφηγήσεις των μεγαλυτέρων. Διοργάνωσε εκθέσεις φωτογραφιών και οδοιπορικά ντοκιμαντέρ, ενώ πρόσφατα ο Οικουμενικός Πατριάρχης κ.κ. Βαρθολομαίος εγκαινίασε το κτίριο της οργάνωσης που βρίσκεται στην Κωνσταντινούπολη. Και πάντα όπως λέει, «στην προσπάθειά μας έχουμε την υποστήριξη των σωματείων των Μικρασιατών και των Κωνσταντινουπολιτών της Ελλάδας».
Ο Κωνσταντινουπολίτης
Ο Κωνσταντινουπολίτης Πρωταγωνιστής της όλης πρωτοβουλίας είναι ο κ. Θανάσης Τσίμπης, ο Κωνσταντινουπολίτης που έφυγε από την πατρίδα του το 1973. «Συμμετέχω περισσότερο ως διερμηνέας παρά ως ξεναγός», λέει στο Βήμα online και προσθέτει: «Η υποδοχή που επιφυλάσσουν σε αυτούς τους ανθρώπους κυρίως οι Μικρασιάτες είναι κάτι παραπάνω από θερμή. Τι να θυμηθώ; Τον πρατηριούχο που δεν ήθελε να πληρωθεί το πετρέλαιο του λεωφορείου, τις προσφορές σπιτικών γλυκών, κυρίως όταν έβλεπαν να παίρνουν λίγο χώμα για τους τάφους των προγόνων τους, την προτροπή “φάτε όλα τα κεράσια του κήπου μου”; Ή την αγωνία της κυρίας με το μπαστούνι να προσπαθεί να προλάβει την αναχώρηση του λεωφορείου μας φωνάζοντας “μπεν προυσαλί”, δηλαδή είμαι από την Προύσα».