Ο Τσίπ και ο Ντέηλ δεν μένουν πια εδώ


Αν και το όνομά του παραπέμπει σε λαγό, δεν έχει καμία σχέση με αυτόν. Ο λαγόγυρος είναι ένας εδαφόβιος σκίουρος και η Ελλάδα αποτελεί το νοτιότερο άκρο εξάπλωσής του στον ευρωπαϊκό χώρο. Τα τελευταία χρόνια όμως η ανεξέλεγκτη εξάπλωση των καλλιεργειών εις βάρος του φυσικού περιβάλλοντος και η εγκατάλειψη της παραδοσιακής γεωργίας έχουν οδηγήσει σε μείωση του πληθυσμού του. Τις ίδιες συνέπειες έχει για το είδος η ανάπτυξη των υποδομών (π.χ. βιομηχανιών, οδικού δικτύου κ.ά.), η επέκταση των οικισμών και η συρρίκνωση των βιοτόπων του. Επιπλέον, όπως αναφέρει ο επίκουρος καθηγητής στον Τομέα Ζωολογίας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης κ. Διονύσης Γιουλάτος, πολλοί λαγόγυροι χάνονται εξαιτίας παράνομων παγιδεύσεων και συγκρούσεων με οχήματα.

Ο αριθμός των ελληνικών λαγόγυρων φθίνει, εκτός από πληθυσμιακά, και γενετικά. Ως κύρια αιτία οι ειδικοί εντοπίζουν την ενδογαμία και τον κατακερματισμό των βιοτόπων, χωρίς όμως αυτό να είναι επιστημονικά τεκμηριωμένο, επισημαίνει ο κ. Γιουλάτος. Ειδικότερα, το είδος ζει σε τρεις περιοχές της Μακεδονίας και της Θράκης:

-σε τμήματα της Κοζάνης και των Γιαννιτσών (Δυτική Μακεδονία)

– στην κοιλάδα του Αξιού, στον Γαλλικό, τον Χορτιάτη, τη Θέρμη, την Πυλαία και περιοχή των Σερρών (Κεντρική Μακεδονία) και

– σε περιοχές της Αλεξανδρούπολης, στο Δέλτα Έβρου, και σε μεμονωμένες περιοχές του Βόρειου – Βορειοανατολικού Έβρου (Θράκη).

Οι τρεις αυτοί πληθυσμοί όπως φαίνεται δεν επικοινωνούν μεταξύ τους. Σύμφωνα με το Κόκκινο Βιβλίο Των Απειλούμενων Ζώων της Ελλάδας της Ελληνικής Ζωολογικής Εταιρείας ο λαγόγυρος κατατάσσεται ως είδος στη διεθνή κατηγορία κινδύνου «τρωτό». Μάλιστα, όπως αναφέρεται στο βιβλίιο, η έκταση εξάπλωσής του εκτιμάται ότι φτάνει τα 4.320 τετραγωνικά χιλιόμετρα, ενώ η έκταση κατοικίας του περίπου τα 2.650 τετραγωνικά χιλιόμετρα.
«Ο ακριβής αριθμός των λαγόγυρων στην Ελλάδα δεν είναι γνωστός αφού δεν έχει γίνει συστηματική καταμέτρηση», τονίζει ο κ. Γιουλάτος, ο οποίος είχε πραγματοποιήσει το 2002 με ομάδα μεταπτυχιακών φοιτητών την πρώτη μελέτη του είδους στην Ελλάδα. Ο πληθυσμός του είδους, με αισιόδοξους υπολογισμούς, φτάνει τους περίπου 50.000 λαγόγυρους.

Για τη διατήρησή τους, σύμφωνα με τον κ. Γιουλάτο, απαιτείται εφαρμογή της υφιστάμενης νομοθεσίας για την προστασία τους και ευαισθητοποίηση όσον αφορά τη λήψη αποφάσεων. «Πρέπει απαραιτήτως να γίνει καταγραφή της βιολογίας, οικολογίας και εξάπλωσης του είδους στον ελλαδικό χώρο. Είναι πολύ σημαντικό να διαπιστωθεί κατά πόσο οι πληθυσμοί του είδους είναι διακριτοί μεταξύ τους, εάν υπάρχει γενετική ροή ανάμεσά τους και σε τι ποσοστά. Με τέτοιου είδους επιστημονικά δεδομένα θα πρέπει να θεσμοθετηθούν νέες, ή να αποχαρακτηριστούν άλλες, ζώνες προστασίας και ασφαλείς διάδρομοι επικοινωνίας τους είδους», υποστηρίζει ο καθηγητής. Εκτός από την Ελλάδα αυτός ο μικροσκοπικός σκίουρος επιβιώνει ακόμη στη Βουλγαρία, τη Νότια Ρουμανία, την Ουγγαρία, τη Σλοβακία, την Τσεχία και την Αυστρία όπου συναντάται ακόμη και σε περιαστικές περιοχές της Βιέννης.

Όσα γνωρίζει η επιστήμη για τον λαγόγυρο
Είναι: ημερόβιο θηλαστικό
Προτιμά: λιβάδια και ξέφωτα. Μπορεί όμως να τον δει κανείς και σε σχετικά χέρσα εδάφη, σε θαμνώνες, σε βοσκότοπους, ακόμη και σε αστικά πάρκα, κήπους, αεροδρόμια ή γήπεδα γκολφ.
Διαχειμάζει: για έξι μήνες σε υπόγεια λαγούμια που έχουν δύο με τέσσερις εισόδους και βάθος έως ένα μέτρο. Κάθε ζώο έχει το δικό του σύστημα λαγουμιών.
Γεννά: την Άνοιξη δύο και οκτώ νεογνά.

Ακολούθησε το Βήμα στο Google news και μάθε όλες τις τελευταίες ειδήσεις.