Εμφανίζεται με ένα ποτήρι πορτοκαλάδα στο χέρι, το πουκάμισο έξω από το τζιν παντελόνι, καλοχτενισμένος και αξύριστος. Φοράει αθλητικά παπούτσια. Ζητάει συγγνώμη και κρατώντας το ποτήρι του κάνει μια στροφή 180 μοιρών και φεύγει σαν να χορεύει. Κάτι έχει ξεχάσει. Επιστρέφει σε ένα λεπτό, ξαναζητάει συγγνώμη και κάθεται πίνοντας.
Βρίσκομαι σε κάποιο ξενοδοχείο στο Παρίσι και έχω μπροστά μου τον Τζεφ Μπρίτζες, αν και νιώθω ότι θα μπορούσε να είναι ο Τζεφ Λεμπόφσκι, ο Dude και ίσως ο διασημότερος ρόλος της εξαιρετικής φιλμογραφίας του 60χρονου πια ηθοποιού. Το βλέμμα, ζεστό και εγκάρδιο, το χαμόγελο καλοσυνάτο. Χαρακτηριστική η φωνή του. Μιλάει σαν να είναι διαρκώς μπουκωμένος. Λέξεις-κλειδιά, «man» και «no shit». Ο Μπρίτζες, που συναντώ για πρώτη φορά από κοντά, είναι αυτό ακριβώς που έχω στο μυαλό μου: Στα 60 του πλέον, πατέρας τριών θυγατέρων και παντρεμένος με μια γυναίκα που λατρεύει, ο βραβευμένος με Οσκαρ για το «Crazy Heart» ηθοποιός, δεν έχει το σινεμά στις προτεραιότητές του, επειδή τα ενδιαφέροντά του βρίσκονται αλλού – από την κεραμική και τη φωτογραφία μέχρι τη σωτηρία των δασών της Νότιας Αμερικής. Ωστόσο, δεν θα πει «όχι» όποτε βρεθεί μπροστά σε χυμώδεις ρόλους. Γι’ αυτό και δέχθηκε να παίξει τον Ρούστερ Κόγκμπερν, τον μονόφθαλμο κυνηγό επικηρυγμένων στο «Αληθινό θράσος», τελευταία ταινία των αδελφών Κόεν, που είναι, επίσης, το πρώτο γνήσιο γουέστερν τους. Το «Αληθινό θράσος» είχε ξαναγυριστεί στο παρελθόν με πρωταγωνιστή τον Τζον Γουέιν σε μια ταινία παραγωγής 1969, που είχε χαρίσει στον Γουέιν το Οσκαρ Α΄ ανδρικού ρόλου. Για το ίδιο βραβείο και για τον ίδιο ρόλο είναι εφέτος υποψήφιος ο Μπρίτζες.

Πώς ήταν, λοιπόν, που ντυθήκατε και πάλι καουμπόης;
«Λατρεύω τα γουέστερν, λατρεύω να παίζω σε γουέστερν, είναι μεγάλη απόλαυση. Με ταξιδεύουν στα παιδικά μου χρόνια. Θυμάμαι, όταν ήμουν παιδί, ο πατέρας μου, ο Λόιντ Μπρίτζες, ερχόταν σπίτι από τη δουλειά, σκονισμένος, με το Στέτσον και τις μπότες του. Φώναζα τους φίλους μου να έρθουν, για να δουν όλα τα αυθεντικά καουμπόικα πράγματα. Το πιστόλι τούς ενδιέφερε κυρίως».
Ο πατέρας σας έχει παίξει σε ένα θρυλικό γουέστερν…
«Βέβαια! Το “Τρένο θα σφυρίξει τρεις φορές”! Ενας Θεός ξέρει πόσες φορές έχω δει αυτήν την ταινία…».
Γιατί, κατά τη γνώμη σας, το γουέστερν ήταν πάντοτε κομμάτι της αμερικανικής κουλτούρας; Το θεωρείτε σημαντικό κινηματογραφικό είδος;
«Με έναν τρόπο αναβιώνει την ιστορία της πατρίδας μου, που είναι μια χώρα με μικρή ιστορία. Δεν ξέρω κατά πόσο είναι σημαντικό ως είδος, όμως μεγάλωσα με τα γουέστερν σε μια εποχή που πραγματικά γυρίζονταν πολλά. Αγαπούσα τον “Lone Ranger” (αρχίζει να τραγουδά το μουσικό σήμα των ταινιών “The Lone Ranger”). Το θυμάστε;».
Σας άρεσαν και οι ταινίες του Τζον Γουέιν;
«Οι ταινίες που γύρισε με σκηνοθέτες τον Τζον Φορντ και τον Χάουαρντ Χοκς ήταν υπέροχες».
Το πρωτότυπο «Αληθινό θράσος»;
«Αρκετά. Ηταν αρκετά καλό… Οχι η αγαπημένη μου ταινία του Τζον Γουέιν όμως».
Ποια είναι η αγαπημένη σας ταινία του… Τζεφ Μπρίτζες;
«Κάπου εκεί έξω είναι σίγουρα…».
Γιατί δεν θέλετε να πείτε ποια είναι η αγαπημένη σας ταινία;
«Εχετε ακούσει αυτό που λένε οι περισσότεροι ηθοποιοί για τα αγαπημένα “παιδιά” τους, τους ρόλους που δεν μπορούν να ξεχωρίσουν επειδή τους αγαπούν όλους;»
{{{ moto }}}
Ποιος είναι ο δυσκολότερος ρόλος που έχετε υποδυθεί;
«Υποδύθηκα το πτώμα στο “Tideland” του Τέρι Γκίλιαμ. Δύσκολο πράγμα να παίζεις το πτώμα».
Ψάχνοντας στο Internet εντυπωσιάζεσαι από τη λίστα ρόλων και ταινιών που έχετε απορρίψει.
«Ω, όλα αυτά που γράφονται είναι ένα μάτσο μαλακίες».
Αφήστε με να σας τους απαριθμήσω. «Ταξιτζής»;
«Oχι, όχι, όχι!».
«Speed»;
«Oχι, όχι, όχι!».
«Ιπτάμενος και τζέντλεμαν»;
«Oχι, όχι, όχι!».
«Ιντιάνα Τζόουνς»;
«Oχι! Με δουλεύεις; Θα απέρριπτα αυτόν τον ρόλο;».
«Μπάτμαν;»
«Oχι!!!!!».
Πώς εξηγείτε αυτήν την παραφιλολογία γύρω από το άτομό σας;
«Δεν μπορώ να την εξηγήσω. Κοιτάξτε, ίσως να ήμουν στη λίστα των υποψηφίων για κάποιους από αυτούς τους ρόλους. Παρά τη φρικτή μνήμη μου, όμως, νομίζω ότι θα το θυμόμουν αν ο Στίβεν Σπίλμπεργκ με είχε καλέσει για να μου προτείνει τον Ιντιάνα Τζόουνς».
Μπορείτε να πείτε τότε ποιον ρόλο όντως απορρίψατε;
«Με είχαν πλησιάσει για το “Big” (που γυρίστηκε τελικά με τον Τομ Χανκς, ο οποίος για αυτήν την ταινία κέρδισε την πρώτη του υποψηφιότητα για Οσκαρ). Και το έκαναν επειδή ο ήρωας που θα έπαιζα είχε κάποιες ομοιότητες με τον “Στάρμαν”, τον οποίο είχα μόλις υποδυθεί και η ταινία είχε κάνει επιτυχία. Προσπάθησα να μπω στον ήρωα, όμως ένιωσα ότι φορούσα το λάθος κοστούμι και δεν το προχώρησα. Πώς νιώθεις καμιά φορά όταν δοκιμάζεις ρούχα και καταλαβαίνεις ότι το σακάκι που σου δίνουν δεν είναι το σωστό νούμερο;».
Υπήρξε ποτέ κάποιος ρόλος που αγωνιστήκατε για να τον κερδίσετε αλλά δεν τα καταφέρατε;
«Μια φορά μόνο. Είμαι μεγάλος φαν του Νίκου Καζαντζάκη και όταν έμαθα ότι ο Μάρτιν Σκορσέζε θα γύριζε τον “Τελευταίο πειρασμό” προσπάθησα να πάρω τον ρόλο του Ιούδα, που δόθηκε τελικά στον Χάρβεϊ Καϊτέλ. Είναι η μοναδική φορά στην καριέρα μου που έγραψα γράμμα στον σκηνοθέτη ζητώντας του ρόλο που ήθελα. Τι σπουδαίος συγγραφέας! Οταν διάβασα τον Αλέξη Ζορμπά, ήθελα να γίνω σαν αυτόν!».
Πώς κάνετε τις επιλογές σας αυτές τις ημέρες; Δεν είστε δα και ο ηθοποιός που βλέπουμε τόσο συχνά.
«Συνήθως μου αρέσει να παίζω σε ταινίες που θέλω εγώ να βλέπω. Και σε αυτές τις ταινίες ο σκηνοθέτης βρίσκεται ένα βήμα μπροστά από το κοινό, με αποτέλεσμα το στοιχείο της έκπληξης να είναι έντονο. Δεν ξέρεις τι να περιμένεις. Βάζω τα δυνατά μου, όμως, για να μην παίζω και τόσο πολύ, αντιστέκομαι με έναν τρόπο».
Για ποιον λόγο αντιστέκεστε στις προτάσεις; Συνήθως γίνεται το αντίθετο.
«Πρώτον, η πολλή δουλειά με αποσπά από την οικογένειά μου και αυτό δεν μου αρέσει. Πέρυσι βρέθηκα μακριά από το σπίτι μου επί 11 ολόκληρους μήνες και ήταν αρκετά σκληρό. Η οικογένειά μου με επισκεπτόταν στα σετ, αλλά δεν μου ήταν αρκετό. Δεύτερον, υπάρχουν και άλλα πράγματα στη ζωή που μου αρέσει να κάνω πέρα από το να παίζω σε ταινίες. Η μουσική, η ζωγραφική, η κεραμική, η φωτογραφία, όλα αυτά. Ελα, όμως, που την ίδια ώρα έρχεται μπροστά μου κάτι τόσο νόστιμο, όπως το “Αληθινό θράσος”, και δεν μπορώ να αντισταθώ… Θυμάσαι έναν από τους “Νονούς” – δεν μου ’ρχεται ποιος απ’ όλους – που ο Πατσίνο λέει “εκεί που είμαι έτοιμος να τα αφήσω, με τραβάνε πάλι μέσα”; Ε, κάπως έτσι νιώθω ορισμένες φορές. Ποιος “Νονός” ήταν; Ο δεύτερος ή ο τρίτος;».
Ο τρίτος.
«Ετσι και εγώ. Κάνω ό,τι μπορώ για να μην παίξω, αλλά με τραβάνε πάλι μέσα».
Ποιος ήταν ο βασικός λόγος για τον οποίο αποφασίσατε να παίξετε στο «Αληθινό θράσος»;
«Οι αδελφοί Κόεν. Είναι πολύ σημαντικοί για μένα. Δουλέψαμε μαζί στο παρελθόν και είναι μετρ στο σπορ που λέγεται σινεμά. Ξέρουν πραγματικά να φτιάχνουν ταινίες. Είναι σχεδόν απίστευτο που έχουν περάσει περίπου 15 χρόνια από τον “Μεγάλο Λεμπόφσκι”».
Τι σας αρέσει στη δουλειά των Κόεν;
«Ενα στοιχείο που μου αρέσει πολύ στη δουλειά τους είναι η οικογενειακή κατάσταση που φτιάχνουν στις ταινίες τους. Δουλεύουν με έναν εκπληκτικό φωτογράφο, τον Ρότζερ Ντίκινς, με τον οποίο έχουν συνεργαστεί σε 12 ταινίες. Ο ενδυματολόγος είναι ο ίδιος, ο καλλιτεχνικός διευθυντής είναι ο ίδιος. Κάτι σαν μια οικογένεια. Δεν υπάρχει δράμα στα σετ των ταινιών τους. Ολοι δουλεύουν χαλαρά και ξέρουν ακριβώς τι πρέπει να κάνουν».
Εχετε καταλάβει τους λόγους για τους οποίους ο «Μεγάλος Λεμπόφσκι» έγινε καλτ φαινόμενο;
«Ξέρετε, στην Αμερική χρειάστηκε αρκετός χρόνος. Οταν πρωτοβγήκε στις ΗΠΑ, δεν το είδαν και τόσο πολλοί. Εδώ, στη Γαλλία, είχε μεγάλη επιτυχία. Νομίζω ότι η επιτυχία του οφείλεται στο ότι ήταν μια πραγματικά καλή ταινία. Είμαι τύπος που κάνει ζάπινγκ στην τηλεόραση και μερικές φορές κολλάω. Πέφτω στον “Νονό”, για παράδειγμα, και λέω μέσα μου: “ΟΚ, θα δω μια-δυο σκηνές και θα σταματήσω”. Αλλά κολλάω. Το ίδιο μου συμβαίνει με τον “Μεγάλο Λεμπόφσκι”. Δεν το θέλω, αλλά δεν μπορώ να κάνω αλλιώς!».
Θα λέγατε ότι οι αδελφοί Κόεν έβγαλαν μέσα από τον Τζεφ Μπρίτζες κάτι που δεν είχαμε δει ποτέ στο παρελθόν;
«Ενδεχομένως κάτι τέτοιο να ισχύει. Θυμάμαι ότι δύο χρόνια πριν από τον Λεμπόφσκι είχα συναντήσει τους Κόεν σε ένα πάρτι και μου είχαν πει ότι έγραφαν κάτι για μένα. Ημουν φαν των ταινιών τους από την εποχή τού “Μόνο αίμα”. Και μετά μου ήρθε το σενάριο του Λεμπόφσκι, το διάβασα και δεν μπορούσα να καταλάβω πώς τους κατέβηκε αυτή η ιδέα. Τους ρώτησα αν είχαν εμπνευστεί από ταινίες της εποχής των γυμνασιακών χρόνων μου ή κάτι τέτοιο. Συνεπώς υποθέτω ότι έχετε δίκιο. Φαντάζομαι ότι είδαν κάτι σε μένα που δεν είχαν δει άλλοι. Το παράξενο είναι ότι αρχικά δεν ήθελα να παίξω στην ταινία επειδή φοβήθηκα ότι θα ήταν κακό παράδειγμα για τις τρεις κόρες μου, που εκείνη την εποχή ήταν στα 13 με 14. Δεν ήθελα να δουν τον μπαμπά τους σε ρόλο χαμάλη που καπνίζει μαριχουάνα. Είναι περίεργη ηλικία και την έχω περάσει, έχοντας επίσης και εγώ έναν διάσημο πατέρα. Τα παιδιά, ξέρετε, πειραματίζονται με νέες ανακαλύψεις και όλα αυτά».
Πώς αντιμετωπίσατε αυτές τις φοβίες και παίξατε τελικά στην ταινία;
«Χα! Εκανα σύσκεψη με την οικογένειά μου! Αλήθεια, τους συγκέντρωσα όλους μαζί στο σαλόνι. Τους εξήγησα την κατάσταση, τι επρόκειτο να υποδυθώ στην ταινία και τους είπα επίσης ότι αν δεν το ήθελαν, δεν θα το έκανα. Στην αρχή βρέθηκα μπροστά σε μια παγωμένη σιωπή. Και μετά, η μεσαία κόρη μου, η Τζέσι, που την πήρα μάλιστα ως βοηθό μου στο “Αληθινό θράσος” – και περάσαμε θαυμάσια – μου είπε: “Μπαμπά, είσαι ηθοποιός. Ξέρουμε ότι όταν φιλάς όλες αυτές τις όμορφες γυναίκες, εξακολουθείς να αγαπάς τη μαμά. Είναι απλώς μια ταινία. Αν παίξεις έναν δολοφόνο, δεν σημαίνει ότι θα γίνεις δολοφόνος”. Μου έδωσε ένα πολύτιμο μάθημα».
Πριν από λίγες ημέρες γίνατε 61 χρόνων και όλα δείχνουν ότι περνάτε μια καταπληκτική περίοδο στη ζωή σας. Κερδίσατε ένα Οσκαρ, παίζετε σε πολλούς σπουδαίους ρόλους. Πώς αντιμετωπίζετε τα 60;
«Μέσα μου νιώθω νεότερος αλλά το σώμα μου, πλέον, με προδίδει. Επίσης, νιώθω για πρώτη φορά ότι βρίσκομαι πιο κοντά στον θάνατο απ’ όσο νόμιζα ότι βρισκόμουν μέχρι πριν από μερικά χρόνια. Ολα αυτά σήμαναν μερικά πράγματα στη ζωή μου. Πρώτον, η ίδια η ζωή μου έγινε πιο πολύτιμη. Ζω την κάθε στιγμή στο φουλ. Ας πούμε τώρα, εδώ, που μιλάμε μαζί. Κάθε λεπτό έχει σημασία. Δεν ξέρω γιατί, αλλά στα 60 ακούς ένα “κλικ”. Αυτά που θέλεις να κάνεις πρέπει να γίνουν όσο το δυνατόν πιο γρήγορα».
Τι θα θέλατε να κάνετε σήμερα;
«Κατ’ αρχάς θέλω να ασχοληθώ περισσότερο με τη μουσική μου. Αυτήν την εποχή ετοιμάζω ένα άλμπουμ με τον Τ Μπόουν Μπερνέτ (ο μόνιμος συνεργάτης των αδελφών Κόεν στη μουσική των ταινιών τους). Ηδη έχουμε ηχογραφήσει κάποια κομμάτια. Με ενδιαφέρει, επίσης, να αφυπνίσω συνειδήσεις για πράγματα που αξίζουν τον κόπο ώστε τα παιδιά μου και τα εγγόνια μου να ζήσουν σε έναν καλύτερο κόσμο. Για παράδειγμα, με ενδιαφέρει πολύ η οργάνωση Amazon Conservation Team (ACT) για τη σωτηρία των δασών. Δουλεύουν με 32 διαφορετικές φυλές στη Νότια Αμερική και προστατεύουν 70 εκατομμύρια στρέμματα δασικών εκτάσεων. Επίσης, είμαι ο εκπρόσωπος της οργάνωσης No Kid Hungry που βοηθά τα άπορα παιδιά των Ηνωμένων Πολιτειών. Θεωρώ παράλογο στην εποχή μας το ένα στα τέσσερα αμερικανόπουλα να ζει στον δρόμο και να μην έχει τα στοιχειώδη για την επιβίωσή του. Είναι πέραν πάσης λογικής! Εχω, λοιπόν, από τη μια πλευρά αυτά τα πράγματα, τα σοβαρά, και από την άλλη τις προσωπικές φιλοδοξίες που θέλω να εκπληρώσω προτού την κάνω από αυτόν τον κόσμο (χαρακτηριστικά, χρησιμοποιεί την έκφραση “Before I kick the bucket”, που σημαίνει προτού ρίξω τον κουβά). Οι φίλοι μου λένε: “Ηρέμησε, δεν μπορείς να ζήσεις την υπόλοιπη ζωή σου σαν να έχεις μια ατελείωτη εργασία να κάνεις στο σπίτι!”. Προσπαθώ, τι άλλο να κάνω;».
Σε τι άλλαξε τη ζωή σας το Οσκαρ;
«Αυτό που άλλαξε ήταν η κλίμακα της φήμης μου, με αποτέλεσμα να μπορώ να κάνω όλα αυτά που σας έλεγα προηγουμένως με μεγαλύτερη ευκολία. Με βοήθησε και ως μουσικό. Το Οσκαρ με βοήθησε να κλείσω συμφωνία με την Blue Note για τον δίσκο που σας έλεγα».
Μιλώντας με τη Χέιλι Στάινφιλντ, τη συμπρωταγωνίστριά σας στο «Αληθινό θράσος», μας είπε πόσο προστατευτικός ήσασταν, όπως ένας πατέρας, στα γυρίσματα της ταινίας. Νιώσατε ανάλογη προστασία ως παιδί;
«Ηταν πιο αθώες εποχές οι δικές μου. Δεν νομίζω ότι οι γονείς μου ήξεραν τι ακριβώς έτρεχε γύρω τους… Και ήμουν άλλος χαρακτήρας. Εδειχνα στους γονείς μου αυτό που ήθελαν να δουν και εγώ, από την πλευρά μου, έκανα τα δικά μου. Τα δικά μου παιδιά όμως, οι τρεις κόρες μου, είναι υπέροχες και μοιράζονται μαζί με μένα και τη μητέρα τους πολύ περισσότερα απ’ όσα μοιραζόμουν εγώ ως παιδί με τους γονείς μου. Η γυναίκα μου έκανε σπουδαία δουλειά, ενώ έλειπα τόσο πολύ από το σπίτι. Οπως και ο δικός μου πατέρας έλειπε – σε αυτό μοιάζουμε. Οι κόρες μου έχουν να το λένε ότι η μητέρα τους είναι η καλύτερή τους φίλη. Και είναι αλήθεια».