Σκορπιοί, φίδια και πουλιά, θαλάσσια πλάσματα, όπως χταπόδια, σουπιές, αργοναύτες, ψάρια αλλά και ανθρώπινες μορφές, όλα κατ΄ ευθείαν από τη Μυκηναϊκή εποχή αποκάλυψαν οι τοιχογραφίες που βρέθηκαν σε ένα οικόπεδο της σύγχρονης πόλης του Αργους. Ειδικά μάλιστα η αναπαράσταση των σκορπιών χαρακτηρίζεται ως μοναδική στις Αιγαιακές τοιχογραφίες.
Μέσα από χιλιάδες σπαράγματα προέκυψαν αυτές οι εικόνες, την οποίες ανασύνθεσαν η κυρία Ιφιγένεια Τουρναβίτου, επίκουρη καθηγήτρια στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας και η δρ. Χαρίκλεια Μπρεκουλάκη, αρχαιολόγος-ερευνήτρια του Κέντρου Ελληνορωμαϊκών Αρχαιοτήτων του Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών. Τις παρουσίασαν για πρώτη φορά στο συνέδριο για τις «Μυκηναϊκές τοιχογραφίες», που οργανώθηκε πριν από λίγες μέρες από την Αμερικανική Σχολή Κλασικών Σπουδών (και συγκεκριμένα τον καθηγητή κ. Τζάκ Ντέιβις), από το Πανεπιστήμιο του Σινσινάτι (Σάρον Στόκερ) και το το ΚΕΡΑ.
Σε ένα μυκηναϊκό κτίριο του 14ου π.Χ. αιώνα, πιθανώς διώροφο στον τύπο του μεγάρου, ανήκαν οι συγκεκριμένες τοιχογραφίες μαρτυρώντας με την ύπαρξή τους, ότι δεν επρόκειτο απλώς για την κατοικία ενός ευκατάστατου ιδιώτη, αλλά ενός υψηλά ιστάμενου προσώπου στην ηγεμονική ιεραρχία της πόλης. Και, παρ΄ ότι είχαν έρθει στο φως από το 1973 από τις ανασκαφές της αρχαιολόγου Ευαγγελίας Δεϊλάκη, παρέμειναν μέσα σε μεγάλα αποθηκευτικά συρτάρια του Μουσείου Αργους για περισσότερα από είκοσι χρόνια έως ότου ο πρόσφατα εκλειπών αρχαιολόγος Γιάννης Σακελλαράκης ενδιαφέρθηκε για τη μελέτη τους, μαζί με τη σύζυγό του αρχαιολόγο κυρία Εφη Σαπουνά – Σακελλαράκη χωρίς όμως η προσπάθεια να τελεσφορήσει. Γι΄ αυτό και η τωρινή μελέτη και δημοσίευση αυτών των τοιχογραφιών του Αργους είναι αφιερωμένη στη μνήμη του.
Με παχειά κίτρινη βαφή, ελαφρώς ανάγλυφη και σε μπλε βάθος απεικονίζονται οι δύο σκορπιοί σε υπερφυσικό μέγεθος. Κατά πόσον όμως η παρουσία τους είχε συμβολική σημασία, όπως στην Μινωική εικονογραφία ή ήταν τμήμα μίας συγκεκριμένης ιστορίας είναι πολύ νωρίς ακόμη για να ειπωθεί, όπως ανέφεραν οι δύο μελετήτριες. Αλλο κομμάτι τοιχογραφίας απεικονίζει ένα εξίσου μοναδικό θέμα, ένα φίδι και ένα πουλί και πάλι στο ίδιο μπλέ βάθος. Με μισάνοιχτο στόμα, όρθιο, ελαφρώς λικνιζόμενο σε στάση επιφυλακής, όπως ακριβώς πριν από επίθεση, το φίδι αποδίδεται με λευκό χρώμα και πάλι ελαφρά ανάγλυφο. Από πάνω του βρίσκεται ένα μεγάλο πουλί με μακρύ λαιμό, το οποίο αποδίδεται με κίτρινη βαφή. Κι εδώ η σκηνή, μοιάζει αφηγηματική. Αλλα κομμάτια τοιχογραφιών εξάλλου απεικονίζουν διάφορα είδη ζώων, κυρίως ελάφια και πουλιά.
Μοναδική σύνθεση αποτελεί και η θαλασσογραφία στην οποία παρουσιάζονται τα θαλάσσια πλάσματα να κολυμπούν σε μπλε βάθος, που χωρίζεται σε δύο οριζόντιες ζώνες με ανοιχτότερο και πιο σκούρο χρώμα. «Σε αυτή τη σύνθεση ο καλλιτέχνης προσφέρει στον θεατή μία εγκάρσια άποψη της θάλασσας, μία τομή κατά κάποιο τρόπο, ενώ με τη σταδιακή αλλαγή του χρώματος του νερού, πιθανώς ο καλλιτέχνης επιχειρεί να δείξει την διαφάνεια και την αίσθηση κίνησης στην επιφάνειά του», λένε η κυρία Τουρναβίτου και η κυρία Μπρεκουλάκη.
Τα πόδια τριών ανδρικών μορφών -δυστυχώς μόνον αυτά σώζονται- βρίσκονται σε μία άλλη τοιχογραφική σύνθεση. Μάλιστα οι δύο τουλάχιστον από τις μορφές φορούσαν κλειστές λευκές μπότες με μαύρα κορδόνια! Κι επειδή εικονίζονται σε γαλάζιο φόντο θεωρείται ότι πιθανόν βάδιζαν στα ρηχά νερά ενός ποταμού. Μία άλλη ανδρική μορφή, ξυπόλητη αλλά με μακρύ χιτώνα, πιθανώς ιερατική, που βαδίζει μέσα στο ίδιο γαλάζιο βάθος ίσως να ανήκε στην ίδια σκηνή, που φαίνεται ότι ήταν μία πομπή. Γυναικείες μορφές εξάλλου εικονίζονται σε άλλη ομάδα σπαραγμάτων, η μία εξ αυτών μάλιστα σε προφίλ, κάτι που επιτρέπει να ξεχωρίζει το κρεμαστό σκουλαρίκι της. Τέλος μία ακόμη μορφή που διακρίνεται όμως ελάχιστα -μόνον τα χέρια της- ερμηνεύεται ως ένας ηνίοχος πάνω σε άρμα με δύο άλογα, τα οποία καλπάζουν με ταχύτητα.
«Στο υλικό από το Αργος οι καλλιτέχνες χρησιμοποίησαν την βασική τριάδα λαμπερών ή πιο ήπιων τόνων του κίτρινου, του μπλέ και του ερυθρού ενώ οι μορφές, ανθρώπων και ζώων, αποδίδονται με την τεχνική «impasto», η οποία βασίζεται στην επίθεση διαδοχικών στρωμάτων βαφής που έχει ως αποτέλεσμα την ελαφρά ανάγλυφη όψη της τοιχογραφίας», σημειώνουν οι μελετήτριες. Οσον αφορά την τεχνική θεωρούν ότι μάλλον πρόκειται για ξηρογραφίες-απαντάται επίσης στις Μυκήνες και στην Τίρυνθα- και όχι για πραγματικές νωπογραφίες, όπως πιστευόταν ως τώρα. Οσο για το μπλε βάθος προέρχεται από το λεγόμενο «αιγυπτιακό μπλέ», ένα ιδιαίτερα εξωτικό και πολυτελές υλικό.
«Η ποιότητα της ζωγραφικής, παραπέμπει σε εξαιρετικά ταλαντούχο και καλά εκπαιδευμένο καλλιτέχνη ή εργαστήριο πλήρως εξοικειωμένο με τις πρακτικές των μεγάλων ανακτορικών κέντρων, όπως της Τίρυνθας και των Μυκηνών», λένε η κυρία Τουρναβίτου και η κυρία Μπρεκουλάκη καλώντας σε μία αναθεώρηση των απόψεων για το μυκηναϊκό Αργος, το οποίο εμφανίζεται όπως επισημαίνουν μέσα από αυτά τα ευρήματα ως ένα μείζον οικιστικό κέντρο, πιθανώς ανακτορικό.
Η συστηματική μελέτη των τοιχογραφιών πάντως θα πραγματοποιηθεί στο Μουσείο του Αργους με τη συνεργασία της Δ’ Εφορεία Αρχαιοτήτων.