Στη «ανατολική πύλη» της Ευρώπης, στον Εβρο, εκεί που συμβαίνουν όλα, εκεί όπου έχει προγραμματιστεί να χτιστεί ο φράχτης, επικρατεί η ηρεμία που υπάρχει στο μάτι του κυκλώνα. Περιοδεύοντας στις δύο πλευρές των συνόρων, στα ελληνικά και στα τουρκικά χωριά, ο φωτογράφος του BHMagazino Γιώργος Μουτάφης είδε ομοιότητες, παρόμοια καθημερινότητα, ανθρωπιά και μια κοινή άποψη για τον επικείμενο φράχτη.
Η ομίχλη είναι δημοκρατική. Δεν κοιτάζει φράχτες, δεν σταματάει στα σύνορα, δεν καλύπτει επιλεκτικά τους μη έχοντες, δεν αγνοεί τους έχοντες. Η ομίχλη είναι μάλλον το μόνο πράγμα που είναι δεδομένο στον Εβρο, εκεί που συμβαίνουν όλα. Ισως μαζί με την υγρασία, που είναι το πρώτο που νιώθεις προτού ακόμη αρχίσεις να γυρίζεις στους δρόμους της μεταναστευτικής Ιστορίας.
Η διήγηση αρχίζει το 1929, λίγο μετά την υπογραφή της Συνθήκης της Λωζάννης. Τότε που ξεκίνησε η μετακίνηση των πληθυσμών, τότε που Ελληνες που γεννήθηκαν στη σημερινή Τουρκία μετακινήθηκαν σε ελληνικά εδάφη, τότε που Τούρκοι που γεννήθηκαν στη σημερινή Ελλάδα πήραν τον αντίθετο δρόμο. Ηταν η εποχή που η κατάσταση στα χωριά του Εβρου ήταν διαφορετική. Υπήρξε αναβρασμός, μια περίεργη προσφυγιά ανθρώπων που άλλαξαν σπίτια για λίγα μόνο χιλιόμετρα, υπήρξε η αναπόφευκτη προσαρμογή και μετά απλώς η ζωή που συνεχίστηκε.
Συνεχίστηκε τόσο πολύ, που πλέον όταν λες προσφυγιά στις δύο πλευρές του Εβρου δεν αναφέρεσαι σε παλιές ιστορίες, σε σπίτια όπου κάποτε ζούσαν άνθρωποι που μετακινήθηκαν 40 χιλιόμετρα απλώς και μόνο για να βρεθούν στη «σωστή» πλευρά των συνόρων. Οταν λες προσφυγιά και μετανάστευση αναφέρεσαι στη δραματική επικαιρότητα. Στον πολυσυζητημένο φράχτη που εξήγγειλε η ελληνική κυβέρνηση, στο μέτρο το οποίο ευαγγελίζεται να αποτρέψει τη ρουτίνα της καθημερινής αθρόας εισόδου μεταναστών, στο πέρασμα του Εβρου, στη βόρεια πύλη της Ευρώπης.
Τα ελληνικά και τα τουρκικά χωριά μοιάζουν μεταξύ τους. Στις Καστανιές, στη Νέα Βύσσα, στο Κάραγατς, στην Μπόσνα και στο Εντιρνέ οι ρυθμοί είναι παρόμοιοι. Οι σχέσεις μεταξύ των κατοίκων των δύο πλευρών είναι φιλικές. Δεν είναι λίγοι οι Ελληνες που περνάνε καθημερινά τα σύνορα μέσω του τελωνείου στις Καστανιές, προκειμένου να κάνουν φθηνότερα τα καθημερινά τους ψώνια. Ο χρόνος δεν έχει σταματήσει εντελώς, αλλά σίγουρα υπάρχουν παραδόσεις που δεν βλέπεις αλλού. Βλέπεις μαραγκούς που έχουν καθημερινή δουλειά. Τσαγκάρηδες με φόρτο εργασίας. Καφενεία, με την παραδοσιακή έννοια του όρου, γεμάτα ανθρώπους με όρεξη για τσιγάρο, χαρτί και κουβέντα. Και η κουβέντα δεν γίνεται να μη στραφεί στα νέα από την Αθήνα για τη δική τους περιοχή. Για τον φράχτη και όλη την αστήρικτη γνώση ανθρώπων που μιλάνε μέσα από την τηλεόραση από απόσταση ασφαλείας και ενίοτε με ασάφεια για πράγματα που δεν γνωρίζουν. Για πράγματα που αυτοί ζουν καθημερινά.
Στην ελληνική πλευρά υπάρχει ρεαλισμός. Και εύστοχες παρομοιώσεις. Οπως αυτή του 33χρονου Θόδωρου Κανίδη, ιδιοκτήτη βενζινάδικου στη Νέα Βύσσα. «Οταν περνάει όλο αυτό το μπούγιο, τι να κάνει ένας φράχτης; Ρίξε, ας πούμε, ένα ποτήρι νερό στο τραπέζι και βάλε το χέρι σου. Δεν θα φύγει από αριστερά και δεξιά; Απλώς κόβει λίγο τη φόρα. Αυτό θα κάνει ο φράχτης». Ο ίδιος ξέρει. Εχει δει Σομαλούς να φιλάνε το ελληνικό χώμα μόλις μπήκαν στη χώρα. Το καλοκαίρι έβλεπε κάθε μέρα 150 ανθρώπους να περνάνε μπροστά από το μαγαζί του. Ολοι τους νεοεισελθόντες, όλοι τους φοβισμένοι, αλλά και χαρούμενοι. Η άποψη στην ελληνική πλευρά είναι κοινή. Ολοι τους θεωρούν ότι σε συνδυασμό με την καλύτερη φύλαξη των συνόρων από τη Frontex θα σταματήσει η ροή μεταναστών. Οχι γενικά, όχι αόριστα. Απλώς στη συγκεκριμένη περιοχή, εκεί όπου («από τα χέρια ποιων άραγε;» αναρωτιέται και ένας ηλικιωμένος κάτοικος) θα χτιστεί ο φράχτης. Οι περισσότεροι ξέρουν.
Γνωρίζουν ότι το πέρασμα απλώς θα μετακινηθεί χαμηλότερα, μέσω του ποταμού, και ότι το πρόβλημα θα λυθεί μόνο τοπικά: απλώς θα μετακινηθεί κάπου αλλού. Ο Αναστάσιος Τακίδης, οδηγός ταξί, που εκτελεί δρομολόγια ανάμεσα σε Ελλάδα και Τουρκία, και ερασιτέχνης ψαράς, έχει άποψη από πρώτο χέρι: «Ψαρεύω στο ποτάμι εδώ και 60 χρόνια. Το βράδυ μετακινούνται 10-20 άτομα μαζί, με μεγάλες βάρκες, τις οποίες παρατούν μόλις φτάσουν εδώ. Το χωριό έχει γεμίσει βάρκες. Ολοι πηγαίνουν και μαζεύουν από εκεί. Αν θέλεις καμία, έλα να σου δώσω». Τα πράγματα στο μυαλό του είναι απλά: «Αν θέλουν οι Τούρκοι, μπορούν να τους σταματήσουν. Δεν θέλουν, μόνο τώρα τελευταία γίνονται κάποιες κινήσεις, μάλλον για τα μάτια του κόσμου (και της Frontex). Το θέμα, πάντως, δεν λύνεται με φράχτες. Κοροϊδευόμαστε; Το μήκος θα είναι 12,5 χιλιόμετρα. Ή θα τον κόψουν ή θα τον παρακάμψουν».
Στην Αδριανούπολη τα πράγματα είναι διαφορετικά. Πιο αποστασιοποιημένα, λιγότερο φορτισμένα. Ούτως ή άλλως, ελάχιστοι βλέπουν την πραγματικότητα. Το θέμα με τον φράχτη το άκουσαν στα τουρκικά δελτία ειδήσεων και οι περισσότεροι διαφωνούν συμβολικά. «Δεν γίνεται να χωρίζονται οι λαοί και τα σύνορα με φράχτες» έλεγε ένας Τούρκος. Στην Μπόσνα και στο Κάραγατς βρίσκονται πιο κοντά στο πρόβλημα. Πρώτα από οικονομικής πλευράς. Τα χωράφια των περισσότερων είναι στον δρόμο της προσφυγιάς. Είναι πέρασμα και μερικές φορές οι σοδειές καταστρέφονται. Και πάλι όμως υπάρχει ρεαλισμός. Ολοι τους ξέρουν ότι ο φράχτης δεν πρόκειται να λύσει κανένα πρόβλημα. Απλώς μπορεί να το υπογραμμίσει, να το κάνει γνωστό και έπειτα να το μετατοπίσει σε κάποιο άλλο πέρασμα.
Από την τουρκική πλευρά, τον τελευταίο καιρό οι έλεγχοι έχουν ενταθεί. Τα ταξί και τα μικρά φορτηγάκια, που μέχρι και πριν από λίγο καιρό κυκλοφορούσαν ανενόχλητα προς τα ελληνικά σύνορα, ελέγχονται με μεγαλύτερη συχνότητα. Στη στρατιωτική γέφυρα υπάρχει μπλόκο. Και οι αριθμοί, ανάμεικτοι με την καθημερινότητα των κατοίκων, δείχνουν ότι, όντως, η είσοδος έχει μειωθεί. Οχι μόνο για λόγους αποτελεσματικότητας των μέτρων και των εξαγγελιών. Κυρίως λόγω εποχής: Η μεταναστευτική περίοδος δεν είναι στα φόρτε της. Οι γνωρίζοντες λένε πως στις αρχές Μαρτίου θα αρχίσει και πάλι, μαζί με την άνοιξη, παραδοσιακά, όπως κάθε χρόνο.
Η παράδοση άλλωστε είναι κάτι το ισχυρό εδώ. Στην πλευρά της Τουρκίας, εκεί που ανοίγει προς τα μέσα η πύλη της Ευρώπης, μερικές φορές ο χρόνος φαίνεται να έχει σταματήσει. Με μόνιμο soundtrack τη φωνή του ιμάμη από τα μεγάφωνα, η ζωή συνεχίζεται σε άλλους ρυθμούς, σίγουρα όχι ευρωπαϊκούς. Υπάρχουν οργανοπαίκτες με το χαμόγελο στα χείλη. Υπάρχουν λουλουδάδες που περιφέρουν την πραμάτεια τους με καροτσάκια. Αυτοσχέδιοι πάγκοι που πουλούν χυμούς από ρόδι. Παραδοσιακοί φούρνοι με ξύλα, μπαρμπέρηδες με την παραδοσιακή έννοια του όρου, υπαίθριες αγορές και αυτό το χαλαρό χαμόγελο της επαρχίας. Στους δρόμους του Κάραγατς τα αποτυπώματα της παλιάς μετανάστευσης είναι ακόμη νωπά.
Υπάρχουν ελληνικά σπίτια, που πλέον κατοικούνται από Τούρκους, υπάρχουν μικρά παιδιά ντυμένα ομοιόμορφα πηγαίνοντας προς το σχολείο, που ξέρουν παραπάνω από μία ελληνικές λέξεις, και υπάρχει και η ομοιότητα των περιοχών που είναι τόσο κοντά, ακόμη και αν χωρίζονται από σύνορα, τελωνεία και (προσεχώς) φράχτες. Οι απόψεις τους είναι σχεδόν ταυτόσημες. Ο Μεμέτ, ένα γεροντάκι που ζει στο Κάραγατς, σε ένα παλιό ελληνικό σπίτι, σηκώνει αδιάφορα τους ώμους του στο άκουσμα της λέξης φράχτης: «Απλώς ένα επιπλέον πρόβλημα». Ο Μουράτ, ανάμεσα στην προώθηση του χυμού ροδιού, το βλέπει οικουμενικά: «Δεν γίνεται να σηκώνονται έτσι απλά φράχτες. Απλώς χωρίζονται οι λαοί». Και ο συνονόματός του, μαραγκός από το Εντιρνέ, απαντά στην ερώτηση με απλούστευση: «Ολα είναι παιχνίδια των πολιτικών. Ολα».
Η εμπειρία πάντα παίζει ρόλο. Και όλοι τους έχουν να διηγηθούν δεκάδες ανθρώπινες ιστορίες μετανάστευσης, από αυτές που η Ιστορία αντιμετωπίζει ως υποσημείωση, στατιστική, πρόβλημα. Για ανθρώπους που κάθε ξημέρωμα φτάνουν λασπωμένοι, αποκαμωμένοι, από έναν μακρινό κόσμο, στην προσπάθειά τους να διεκδικήσουν ένα καλύτερο αύριο στην Ευρώπη. Φτάνουν στα χωριά, φορτώνονται σε πούλμαν των ΚΤΕΛ, με περίπου 65 ευρώ το κεφάλι, και καταλήγουν στην Αθήνα για τη νέα σελίδα της περιπέτειάς τους. Υπήρξαν εποχές που κάθε ξημέρωμα εμφανίζονταν 300 ψυχές. Το κρύο, η Frontex, η μετατόπιση της προσοχής της επικαιρότητας στον Εβρο έχουν μειώσει τη ροή. Πλέον είναι δεν είναι 30 την ημέρα αυτοί που τολμάνε το βήμα.
Οι ελληνικές αρχές θεωρούν πως ο μήκους 12,5 χιλιομέτρων φράχτης θα ανακόψει το μεταναστευτικό κύμα. Ή, τουλάχιστον, θα το υπογραμμίσει ως διεθνές πρόβλημα. Η Ιστορία έχει άλλη άποψη. Φράχτης υπάρχει και στην Ισπανία, στη νότια πύλη της Ευρώπης, στο πέρασμα από το Μαρόκο, στις πόλεις Θέουτα και Μελίγια. Οι άνθρωποι δεν σταμάτησαν να περνούν, απλώς άλλαξαν διαδρομή. Το ίδιο ακριβώς συνέβη και στην Τιχουάνα του Μεξικού, εκεί όπου η κυβέρνηση Μπους έστησε τον δικό της φράχτη. Απλώς ξόδεψε χρήματα και δημιούργησε παρακάμψεις στους δρόμους του λαθρεμπορίου ψυχών και ναρκωτικών.
Ολα αυτά είναι μακρινά για μια χαλαρή έως και λίγο σουρεαλιστική καθημερινότητα στη βόρεια πύλη της Ευρώπης. Εκεί όπου απόγονοι πρώην μεταναστών, λόγω της Συνθήκης της Λωζάννης, ζουν μια παράλληλη πραγματικότητα χωρισμένοι από σύνορα, και βλέπουν καθημερινά, με την αδιαφορία που δίνουν η συνήθεια και η επανάληψη, ανθρώπους να ψάχνουν το όνειρό τους σε μια αφιλόξενη Ευρώπη. Ολοι τους ξέρουν πως το μόνο που δεν αλλάζει είναι η αέναη ιστορία της ανθρώπινης μετανάστευσης. Και φυσικά η ομίχλη.
Δημοσιεύθηκε στο BHMagazino, τεύχος 537, σελ. 30-37, 30/01/2011.