Οικογένειες εγκλωβισμένες στις ενδοστρεφείς τους συγκρούσεις που οδηγούν συχνά στα πιο αναπάντεχα αδιέξοδα και ήρωες υποχρεωμένοι να ψάξουν ξανά και ξανά το στίγμα της παρουσίας τους σε μια δύσκολη αναμέτρηση με τον ορισμό της ταυτότητάς τους: αυτός είναι ο κόσμος της Αμάντας Μιχαλοπούλου στα περισσότερα μυθιστορήματά της, από τις αιγαιοπελαγίτικες μυρωδιές και γεύσεις του αριστοτεχνικού Γιάντες (1996) και τον πολιτικό ακτιβισμό τού Γιατί σκότωσα την καλύτερή μου φίλη (2003) ως το καλοκαιρινό δράμα του Παλιόκαιρου (2001) και τις ιστορίες φαντασμάτων της Πριγκίπισσας Σαύρας (2007). Η εσωστρέφεια και η γνωριμία με τις άγνωστες περιοχές ενός δύστροπου και αβόλευτου εαυτού, προστατευμένου πίσω από αγκαθωτό συρματόπλεγμα, κυριαρχούν και στο καινούργιο της βιβλίο, που υπό τον εύγλωττο τίτλο Πώς να κρυφτείς αποτελεί μια εξαιρετικά πυκνή και ισορροπημένη επιτομή τής ως τώρα θεματικής της.
Πρωταγωνιστής στο Πώς να κρυφτείς είναι ο Στέφανος, ένας δάσκαλος ελληνικών στο Βερολίνο, ο οποίος ζει σε μόνιμη αποξένωση από τους πάντες: από τη γυναίκα με την οποία μοιράζεται την καθημερινότητά του στη Γερμανία, από τις δυο αδελφές του στην Ελλάδα, αλλά και από τη μνήμη των γονιών του, των οποίων ο θάνατος δεν μοιάζει ικανός να σπάσει την παγωμένη κρούστα που τον περιβάλλει. Τι θέλει ο Στέφανος από τη ζωή του; Γιατί καλύπτει με ψέματα το παρελθόν του όποτε συζητάει με τη φίλη του; Γιατί παραιτείται από τη δουλειά του προκειμένου να μην επιστρέψει στον τόπο της γέννησής του; Γιατί αφήνεται στον χωρισμό και τη μοναξιά του και τι ψάχνει όταν επιτέλους γυρίζει στην Ελλάδα, προσπαθώντας να πουλήσει την κληρονομιά του;
Το μυστικό του Στέφανου, που το μαθαίνουμε από τις πρώτες κιόλας σελίδες του βιβλίου, είναι μια απαγωγή: η απαγωγή του, σε ηλικία τεσσάρων ετών, από ένα ζευγάρι Γερμανών, που έχουν χάσει το δικό τους αγόρι σε ένα παράλογο ατύχημα και βρίσκουν στο πρόσωπο του έλληνα πιτσιρικά μια εκπληκτική ομοιότητα με τον γιο τους. Ο Στέφανος θα γίνει έτσι Μίχαελ και θα μείνει με τους Γερμανούς ως τα έντεκά του, οπότε και θα τον ανακαλύψουν οι πραγματικοί του γονείς, που όμως δεν θα κατορθώσουν να αποκαταστήσουν ποτέ τη σχέση τους μαζί του αφού θα θεωρηθούν υπεύθυνοι για την καταστροφή των παιδικών του χρόνων.
Το εύρημα της απαγωγής
Η Μιχαλοπούλου οργανώνει υποδειγματικά την πλοκή της γύρω από το εύρημα της απαγωγής, που της επιτρέπει να φτιάξει ένα χαρακτήρα που ανασυνθέτει και συμπυκνώνει- όπως το έλεγα και προεισαγωγικά- τους βασικούς χαρακτήρες των προηγούμενων έργων της, δίνοντας μια καθαρώς υπαρξιακή βάση στην πεζογραφία της. Μοιρασμένος ανάμεσα σε δυο γλώσσες και δυο κουλτούρες και όντας ανίκανος να αφομοιώσει είτε τη μία είτε την άλλη οργανικά, εγκαταλελειμμένος σε μια διττή μοίρα, που δεν θα αποκτήσει ούτε μία φορά το ποθητό ενοποιητικό της στοιχείο, όπως και καταδικασμένος σε μια διπλή εξορία (Ελληνας στη Γερμανία και Γερμανός στην Ελλάδα), ο Στέφανος θα παραμείνει ως το τέλος εκκρεμής και διχασμένος. Θα αγωνιστεί, ωστόσο, με νύχια και με δόντια για να κερδίσει την αυτογνωσία του και θα μάθει να συνυπάρχει με τις αντιφάσεις του, αντλώντας δύναμη από την πικρή αίσθηση του ανέστιου και του απόβλητου.
Ανέστιοι εξάλλου και απόβλητοι είναι όλοι οι ήρωες του Πώς να κρυφτείς , που συνδεδεμένοι στενά με τον Στέφανο θα καταφέρουν, όπως κι εκείνος, να σταθούν με αξιοπρέπεια στα πόδια τους, χωρίς να αναγκαστεί η μυθοπλασία να καταφύγει σε εύκολες λύσεις ή να επινοήσει προσχηματικές και βεβιασμένες καταστάσεις. Κανένας δεν θα απαλλαγεί από τα τραύματά του, που θα τον κρατήσουν ως τις τελευταίες σελίδες σε βασανιστική αιώρηση, αλλά και κανένας δεν θα οδηγηθεί στον αφανισμό και την κατάρρευση: οι αδελφές και ο ανιψιός του Στέφανου, η αγαπημένη του Σεσίλια, ο μπαμπάς Σουλτς, ακόμη και ο κλειστός σαν στρείδι φυσικός του πατέρας, θα κατορθώσουν να αντισταθμίσουν με ένα ζωτικό νόημα την ασυνέχεια και την έλλειψη συνοχής του βίου τους, χτίζοντας ένα μυθιστόρημα με γερούς εσωτερικούς και εξωτερικούς αρμούς, όπως και καλά δουλεμένη (υπολογισμένη πόντο-πόντο) αφηγηματική οικονομία.
Το Βερολίνο πρωταγωνιστεί
Στα έξι μέχρι στιγμής μυθιστορήματά της η Αμάντα Μιχαλοπούλου έχει παίξει με πολλαπλούς αφηγηματικούς κώδικες και έχει δοκιμαστεί σε ποικίλα λογοτεχνικά είδη: η γλώσσα της γαστρονομίας και η ορολογία των κοινωνικών επιστημών,η δραματική κομεντί και το πολιτικό μανιφέστο ή το επιστολικό μυθιστόρημα είναι μερικά μόνο από τα μέσα ή τις πηγές που προσδιόρισαν την πεζογραφία της κατά τη διάρκεια της τελευταίας δεκαπενταετίας.Στο Πώς να κρυφτείς,που βασίζεται σε πέντε διαφορετικούς πρωτοπρόσωπους αφηγητές (και οι πέντε συνιστούν αναπόσπαστους κρίκους της δράσης), πρωταγωνιστικό ρόλο αναλαμβάνει ο χώρος.Το αστικό τοπίο του Βερολίνου (το Βερολίνο πριν αλλά και μετά το Τείχος) σημαδεύει τόσο την παιδική όσο και την ώριμη ηλικία των δύο κεντρικών ηρώων,του Στέφανου και της Σεσίλια,δημιουργώντας το κοινό βιωματικό τους απόθεμα.Το τοπίο όμως,υπό τη γενικότερη έννοιά του, είναι και το προνομιακό πεδίο της αρχιτεκτονικής,την οποία διδάσκει στο πανεπιστήμιο ο Ηλίας Υψηλάντης,ο πατέρας του Στέφανου.Και δεν πρέπει ασφαλώς να θεωρηθεί τυχαίο το ότι ο Στέφανος θα ανακαλύψει τον βαθύτερο εαυτό του στην πολύβουη γεωγραφία της μακρινής Ταγγέρης,όπου θα ταξιδέψει για να συναντηθεί με την αλήθεια του απαγωγέα του.Το ταξίδι του θα μετατραπεί κατ΄ αυτόν τον τρόπο από εξωτερική περιπλάνηση σε εσωτερική εμπειρία, σε ένα βαρύ βιοτικό απόσταγμα,που θα ρίξει φως σε ολόκληρο το παρελθόν του,επιφέροντας τη σωτήρια κάθαρση του παρόντος.