Oκτώ πολυκατοικίες, 228 διαμερίσματα, εκατοντάδες ανθρώπινες ιστορίες. Οι προσφυγικές πολυκατοικίες της λεωφόρου Αλεξάνδρας στέγασαν τα όνειρα των θυμάτων της Μικρασιατικής Καταστροφής και έχουν ακόμη χαραγμένα πάνω τους τα σημάδια από τα βλήματα των Δεκεμβριανών του 1944. Τα τελευταία χρόνια, εγκαταλελειμμένες στην τύχη τους, δέχονται αλλεπάλληλα πλέον και τις «σφαίρες» του χρόνου.

Ημουσούδα της γάτας είναι κυριολεκτικά χωμένη μέσα σε μια βρώμικη πλαστική σακούλα με μακαρόνια στο συγκρότημα των προσφυγικών πολυκατοικιών της λεωφόρου Αλεξάνδρας. Την προσοχή της δεν διασπά ούτε η βιαστική κυρία που μιλάει στο κινητό της έξω από το νοσοκομείο του «Αγίου Σάββα» ούτε η προσευχή ενός μουσουλμάνου μετανάστη που ακούγεται μέσα από τα βρώμικα παραθυρόφυλλα της απέναντι πολυκατοικίας. Είναι ένα συννεφιασμένο απόγευμα Τετάρτης και σε λίγο η βροχή θα ξεκινήσει. Το νερό θα κυλήσει πάνω στις βρώμικες προσόψεις των οκτώ προσφυγικών πολυκατοικιών, αλλά δεν θα μπορέσει να ξεπλύνει τα συνθήματα που είναι γραμμένα επάνω τους. Θα χτυπήσει με ορμή πάνω στις τρύπες από τις σφαίρες των Δεκεμβριανών, θυμίζοντας μια ιστορία που είναι πλέον λησμονημένη. Θολές σκιές θα γλιστρήσουν βιαστικά μέσα στις σκουριασμένες εξώπορτες και οι δρόμοι έξω από τις πολυκατοικίες θα γεμίσουν για μία ακόμη φορά με λάσπες. Είναι άλλωστε ίσως οι μοναδικές οδοί τόσο κοντά στο κέντρο της Αθήνας που παραμένουν χωματόδρομοι εδώ και τόσα χρόνια. Τα προσφυγικά στους Αμπελόκηπους, παραδομένα στη φθορά του χρόνου, ρημάζουν μέρα με την ημέρα. Και όμως εκεί ήταν κάποτε η γειτονιά όπου τα φαγητά των σμυρνιών νοικοκυρών μοσχοβολούσαν, τα παιδιά έπαιζαν ξυπόλητα ποδόσφαιρο, ενώ οι γιαγιάδες τους θυμούνταν ιστορίες από μακρινές πατρίδες…

«Η μάνα μου ήταν πρόσφυγας από τον Μπουρνόβα. Ζούσε στις παράγκες στο Πολύγωνο. Παντρεύτηκε, δούλεψε σκληρά και μπόρεσε να αγοράσει το διαμέρισμα μαζί με την αδελφή της» μας λέει η Χρυσούλα Χαριζάνου, μία από τους ελάχιστους πλέον παλαιούς κατοίκους των προσφυγικών πολυκατοικιών, που πρόθυμα μας άνοιξε την πόρτα του μικρού διαμερίσματός της, ταξιδεύοντάς μας στον χρόνο. «Η μάνα μου έφτιαχνε κορσέδες και ο πατέρας μου δούλευε στα λεωφορεία. Εγώ γεννήθηκα το 1937, μεγάλωσα εδώ, παντρεύτηκα εδώ, γέννησα τρία παιδιά και ακόμη εδώ παραμένω» λέει χαμογελώντας. «Ζήσαμε χαρούμενα αλλά και δύσκολα χρόνια. Δίπλα μας ήταν οι φυλακές Αβέρωφ. Ακόμη στα αφτιά μου αντηχούν οι φωνές των φυλακισμένων: “Μας παίρνουν αύριο να μας σκοτώσουν” ούρλιαζαν τα βράδια. Στα Δεκεμβριανά κοριτσάκι ήμουν ακόμη. Θυμάμαι, μας έβαλαν στα αποδυτήρια του γηπέδου του Παναθηναϊκού για να γλιτώσουμε από τις σφαίρες. Μια γειτόνισσά μας ήταν ετοιμόγεννη. Την έπιασαν οι πόνοι. Η μητέρα μου βρήκε ένα άσπρο πανί και κουνώντας το σαν σημαία την έβγαλε έξω και την πήγε να γεννήσει στο “Ελενα”. Εχασα δύο θείες τότε με τα γεγονότα».

Περπατάμε στους βρώμικους δρόμους. Το συγκρότημα των προσφυγικών πολυκατοικιών της λεωφόρου Αλεξάνδρας οικοδομήθηκε μεταξύ των ετών 1933 και 1935, με σχέδια των αρχιτεκτόνων Κίμωνος Λάσκαρι και Δημητρίου Κυριακού. Οκτώ πολυκατοικίες με 228 διαμερίσματα, στη γραμμή του γερμανικού φονξιοναλισμού, αποτελούν σήμερα δείγματα του μοντέρνου κινήματος της εποχής τους. Τα χρόνια πέρασαν βέβαια. Σιγά σιγά τα παιδιά των προσφύγων μεγάλωσαν, έκαναν και αυτά δικά τους παιδιά και τα μικρά διαμερίσματα των 50 τετραγωνικών δεν άντεχαν τα όνειρα μιας γενιάς που δεν γνώρισε τις στερήσεις της προηγούμενης. Η γειτονιά άρχισε να ερημώνει και να μένουν μόνο οι παλιοί κάτοικοι. Τη δεκαετία του ’90 ξεκινάει πιο έντονα η κουβέντα για το γκρέμισμα των έξι πολυκατοικιών και τη διατήρηση των δύο μόνο, ως δειγμάτων αρχιτεκτονικής, με το ΥΠΕΧΩΔΕ και την Κτηματική Εταιρεία του Δημοσίου να απαλλοτριώνουν σταδιακά τα διαμερίσματα, καταλήγοντας έτσι να αποκτήσουν την κυριότητα των τεσσάρων πρώτων κτιρίων. Μπροστά στο ενδεχόμενο της μπουλντόζας όμως, κάτοικοι, σύλλογοι των Αμπελοκήπων και η Σχολή Αρχιτεκτόνων του ΕΜΠ αντέδρασαν και κατάφεραν να ανατρέψουν την απόφαση, με αποτέλεσμα το σύνολο των οκτώ πολυκατοικιών να κηρυχθεί τελικά διατηρητέο από το υπουργείο Πολιτισμού, το 2008.

Ο Γιάννης Χιωτάκης ήταν ένας από τους κατοίκους που πρωτοστάτησαν στον αγώνα. «Εζησα όλη μου τη ζωή εδώ. Δεν μπορούσα να επιτρέψω να τις γκρεμίσουν με το “έτσι θέλω”. Στο πόδι μου υπάρχει ακόμη το σημάδι από τη σφαίρα που έφαγα στα Δεκεμβριανά, εδώ, παιδάκι ακόμη. Είχα κάτσει στο παράθυρο του σπιτιού μου και κοίταζα έξω γιατί γινόταν μεγάλη φασαρία. Στο απέναντι παράθυρο βρισκόταν ένας φίλος μου και μιλούσαμε. Σε μια στιγμή, μου φωνάζει ο φίλος μου: “Γιατί πετάς, βρε Γιάννη, πέτρες;”. “Εσύ μου πετάς πέτρες και μου χτύπησες το πόδι” του απαντάω. Είχαμε λαβωθεί και οι δύο από σφαίρες. Εγώ στο πόδι και αυτός στον ώμο. Οσο είσαι ακόμη ζεστός δεν καταλαβαίνεις τον πόνο. Μόλις είδε τα αίματα ο πατέρας μου, με πήγε στο “430” στρατιωτικό νοσοκομείο, το σημερινό “Ελπίς”. Εζησα όμορφα παιδικά χρόνια εδώ. Είχαμε φτιάξει μια ομάδα, την “Κόκκινη Φλόγα”, γιατί, παρ’ όλο που ήμασταν δίπλα στο γήπεδο του Παναθηναϊκού, με τις μεγάλες νίκες του Ολυμπιακού τότε ήμασταν βαμμένοι κόκκινοι. Αγοράσαμε κόκκινες φανέλες και σωβρακάκια. Παίζαμε εδώ στα προσφυγικά έξω από το σπίτι του Μένιου. Αυτός ο καημένος είχε χάσει τη γυναίκα του από αδέσποτη σφαίρα, είχε τρελαθεί και για όλα κατηγορούσε τους κομμουνιστές. Μας έβλεπε με τα κόκκινα και παραφύλαγε πίσω από τα παραθυρόφυλλα με το μαχαίρι. Πάντως, αν και Ολυμπιακοί, το γήπεδο του Παναθηναϊκού έσωσε πολλές οικογένειες. Πουλούσαμε νερό, φυλάγαμε αυτοκίνητα. Θυμάμαι μια φορά στον Εμφύλιο είχαν έρθει οι Εγγλέζοι και έπαιζαν ράγκμπι. Είχαμε πάει και εμείς και τους παίρναμε τα τσιγάρα».

Στα διαμερίσματα που ανήκουν στην Κτηματική Εταιρεία του Δημοσίου σήμερα έχουν βρει στέγη πολλοί μετανάστες. Σε ένα από αυτά συναντάμε τον Αράς από το Ιράν, ο οποίος διαμένει σε ένα διαμέρισμα 50 τετραγωνικών μαζί με άλλους δέκα συμπατριώτες του. Ο χώρος είναι άδειος και μόνο βρώμικοι υπνόσακοι βρίσκονται στο πάτωμα. Με τα λιγοστά του ελληνικά και ένα μεγάλο χαμόγελο, μας εξηγεί ότι διαμένει στα προσφυγικά «εδώ και δύο χρόνια», ότι δουλεύει στις οικοδομές και ότι είναι πολιτικός πρόσφυγας. Τα διαμερίσματα που χτίστηκαν ειδικά για να στεγάσουν πρόσφυγες τη δεκαετία του ’30 στεγάζουν ξανά άλλους πρόσφυγες σήμερα, 80 χρόνια μετά, έστω και παράνομα.

Βγαίνοντας από το μικρό διαμέρισμα του Αράς, ένας άλλος ένοικος των πολυκατοικιών, ο οποίος όμως επιθυμεί να διατηρήσει την ανωνυμία του, μας πλησιάζει. «Ολοι αυτοί οι μετανάστες μάς έχουν κάνει μαύρη τη ζωή. Φοβόμαστε να κυκλοφορήσουμε. Ερχονται, σπάνε τις πόρτες από τα διαμερίσματα και μπαίνουν μέσα. Κανείς δεν μπορεί να τους βγάλει. Κλέβουν ρεύμα και νερό. Μέχρι και διακίνηση ναρκωτικών γίνεται, γιατί μένουν πλέον και πολλοί χρήστες. Είμαστε δίπλα στη ΓΑΔΑ, έχουμε πάει επανειλημμένως, αλλά κανείς δεν κάνει τίποτε. Είμαστε αφημένοι στο έλεος του Θεού».

Συνεχίζοντας την περιπλάνησή μας, οι μυρωδιές από τα παραδοσιακά φαγητά της Νιγηριανής Ατις μάς φέρνουν μπροστά από το παράθυρο του ισόγειου διαμερίσματός της. Ευγενική, μας καλεί στο σπίτι της, το οποίο νοικιάζει τα τελευταία δέκα χρόνια. Φρεσκοβαμμένο και καθαρό, δεν θυμίζει σε τίποτε τη φθαρμένη εξωτερική του όψη. «Είναι μια ήσυχη γειτονιά» θα μας πει. «Δεν σκέφτομαι να φύγω. Το διαμέρισμα δεν είναι ό,τι καλύτερο. Οι σοβάδες πέφτουν και δεν έχει θέρμανση, αλλά το ενοίκιο είναι φτηνό, 180 ευρώ μόλις. Μακάρι να φτιαχτεί λίγο και η εξωτερική όψη».

Την ίδια άποψη εκφράζει και ο Δημήτρης Ευταξιόπουλος, αρχιτέκτονας, ο όποιος γεννήθηκε στα προσφυγικά, έφυγε σε ηλικία οκτώ χρόνων και επέστρεψε έπειτα από χρόνια, ανακαινίζοντας το διαμέρισμά του. «Δεν θα μπορούσα να βρω καλύτερο σπίτι. Είναι κατασκευασμένο από πέτρα. Καλοριφέρ δεν χρειάστηκε να ανάψω και το καλοκαίρι αρχίζει να ζεσταίνει έναν μήνα αφού ξεκινήσει η ζέστη. Εχει εξαιρετική ηχομόνωση και είχε εξαιρετική διαρρύθμιση – άσχετα αν εγώ την άλλαξα –, ιδιαιτέρως πρωτοπόρα για την εποχή της. Ο κυριότερος λόγος που οι πολυκατοικίες αφέθηκαν εξωτερικά έτσι στην τύχη τους είναι ότι από το 1967 υπήρχαν φήμες πως μπορεί να γκρεμιστούν οι τέσσερις πρώτες, οπότε κανένας δεν έβαζε λεφτά να φτιάξει τις όψεις τους. Ο μόνος που το έκανα ήμουν εγώ πριν από 11 χρόνια, που σοβάτισα το εξωτερικό και άφησα μόνο τις τρύπες από τα Δεκεμβριανά. Δεν είμαι ευχαριστημένος με την εικόνα που παρουσιάζουν σήμερα. Θεωρώ ότι κάποια στιγμή ο κόμπος θα φτάσει στο χτένι. Ισως το Τεχνικό Επιμελητήριο, που είναι το μόνο που έχει ενδιαφερθεί και παλαιότερα για την τύχη των πολυκατοικιών, μπορεί να πιέσει και να γίνει κάτι».

Το Τεχνικό Επιμελητήριο Ελλάδος (ΤΕΕ) και ο Δήμος Αθηναίων πριν από περίπου δύο χρόνια παρουσίασαν μια πρόταση για μεταφορά των υπηρεσιών του ΤΕΕ στις τέσσερις πρώτες πολυκατοικίες, με αντάλλαγμα την παραχώρηση του οικοπέδου του ΤΕΕ στη συμβολή των οδών Χαριλάου Τρικούπη και Ναυαρίνου στα Εξάρχεια. Το θέμα είχε παγώσει τότε, αλλά σήμερα φαίνεται να έρχεται ξανά στο προσκήνιο. «Το οικόπεδό μας στη συμβολή των οδών Χαριλάου Τρικούπη και Ναυαρίνου, έπειτα από κινητοποιήσεις των κατοίκων που διεκδικούν να γίνει πάρκο-χώρος πρασίνου, δεν έχει αξιοποιηθεί από εμάς» δηλώνει ο πρόεδρος του ΤΕΕ, Χρήστος Σπίρτζης. «Εμείς καταλαβαίνουμε και αποδεχόμαστε την αναγκαιότητα αυτή. Η θέση μας είναι να γίνει ανταλλαγή αυτής της περιουσίας με άλλο ακίνητο ή οικόπεδο ίσης αξίας. Μια σκέψη ήταν να γίνει μια ανταλλαγή με ένα οικόπεδο και κάποια κτίρια στη λεωφόρο Αλεξάνδρας, συγκεκριμένα με τα προσφυγικά που υπάρχουν εκεί, με στόχο τόσο ο περιβάλλων χώρος των κτιρίων αυτών να γίνει χώρος πρασίνου όσο και τα κτίρια αυτά να διατηρηθούν και να ανακαινιστούν, ώστε να μη χαθούν η πολιτιστική μας κληρονομιά και ένα κομμάτι της Ιστορίας μας, και για τους πρόσφυγες και για τα Δεκεμβριανά. Εχουμε έρθει σε επαφή με την κυρία Μπιρμπίλη, η οποία έχει δείξει ενδιαφέρον, με τον Οργανισμό Ρυθμιστικού Σχεδίου Αθήνας, με τον Δήμο Αθηναίων, και αυτό που μένει είναι η Κτηματική Εταιρεία του Δημοσίου (ΚΕΔ), ώστε να προσχωρήσουμε σε μια αξιόπιστη εκτίμηση των δύο ακινήτων για να υπάρξει μια ισοσκελής σοβαρή ανταλλαγή. Βρισκόμαστε σε συζητήσεις και αν η ΚΕΔ πει το ναι θα προχωρήσουμε στην όλη διαδικασία».

Προχωρούμε ανάμεσα στις πολυκατοικίες. Ενα καναρίνι κελαηδά καλύπτοντας τη φωνή μιας νεαρής κοπέλας με μαντίλα που μιλάει στο κινητό. Από μακριά οι πολυκατοικίες, βρώμικες και παραδομένες στη φθορά του χρόνου, μοιάζουν περισσότερο τρομακτικές, σαν φαντάσματα που περιμένουν τη λύτρωση. Και όμως εκεί μέσα ακόμη κατοικούν άνθρωποι. Ισως ήρθε η ώρα να γίνει κάτι…

Δημοσιεύθηκε στο BHMagazino, τεύχος 534, σελ. 42-45, 09/01/2011.