Δεν έχει η χώρα μας μεγάλη παράδοση στον διάλογο ούτε και στην ανοχή (πόσω μάλλον στον σεβασμό) για τη διαφορετική άποψη. Η νεοελληνική Ιστορία περιλαμβάνει μεγάλες περιόδους εθνικών διχασμών και εμφυλίων συγκρούσεων. Χώρα της υπερβολής, της μοναδικής αλήθειας και του απόλυτου.
Νομίσαμε, ή θέλαμε να πιστέψουμε, ότι με την επαναφορά της δημοκρατίας το 1974 και στη συνέχεια με την ενσωμάτωση της χώρας στον κορμό των προηγμένων ευρωπαϊκών χωρών, η Ελλάδα είχε πλέον αφήσει πίσω της για πάντα τα χρόνια της πολιτικής αστάθειας, των ανάπηρων δημοκρατικών θεσμών, της περιορισμένης και επιλεκτικής προάσπισης των δικαιωμάτων του πολίτη, της οικονομικής υπανάπτυξης και της διεθνούς περιθωριοποίησης. Και έγιναν όντως σημαντικά βήματα προόδου τα χρόνια που πέρασαν.
Σήμερα όμως δοκιμαζόμαστε από μια πολύ βαθιά κρίση που όμοιά της δεν είχαμε ζήσει για πολλές δεκαετίες. Συνδέεται άμεσα με τη διεθνή οικονομική κρίση, αλλά έχει πολύ έντονα τα δικά της εθνικά χαρακτηριστικά. Μια χώρα με ξεχαρβαλωμένη κρατική μηχανή και πολιτικούς που στη μεγάλη τους πλειοψηφία διαθέτουν ένα μόνον ισχυρό συγκριτικό πλεονέκτημα, δηλαδή στη διαχείριση ενός πελατειακού συστήματος που δεν έχουν πλέον λεφτά για να λειτουργήσουν. Μια χώρα με μεγάλες ανισότητες που για χρόνια καταναλώνει πολύ περισσότερα από όσα παράγει ζώντας έτσι σε βάρος των επόμενων γενεών. Μια κοινωνία μπλοκαρισμένη που δυσκολεύεται να προσαρμοστεί σε ένα περιβάλλον που αλλάζει με ταχύτατους ρυθμούς, όμηρος συμφερόντων και οργανωμένων μειοψηφιών, σε ένα πλαίσιο διάχυτου λαϊκισμού και διογκούμενης ανομίας.
Με αυτά τα δεδομένα ξεκίνησε η βίαιη και οδυνηρή προσαρμογή με ρυθμούς και όρους που επιβάλλουν οι δανειστές μας και η διεθνής συγκυρία. Πολλά από αυτά που γίνονται σήμερα με εξωτερικό καταναγκασμό θα έπρεπε να τα είχαμε κάνει μόνοι μας χρόνια πριν. Τώρα, μερικοί από αυτούς που έχουν την πολιτική ευθύνη επικαλούνται ανωτέρα βία. Σίγουρα, έγιναν και γίνονται πολλά λάθη στην πορεία. Αδυναμίες, παραλείψεις, κάποιες αναπόφευκτες αν θυμηθούμε ότι, με λίγες εξαιρέσεις, ο πολιτικός κόσμος της χώρας και η κοινωνία γενικότερα δεν ήταν διόλου προετοιμασμένοι για το σοκ και την επώδυνη θεραπεία. Δοκιμάζονται – και θα δοκιμαστούν ακόμη περισσότερο τους επόμενους μήνες- οι αντοχές της οικονομίας, της κοινωνικής συνοχής και του πολιτικού μας συστήματος.
Ας προσπαθήσουμε τουλάχιστον να διαφυλάξουμε τα απολύτως απαραίτητα σε αυτή τη δύσκολη δοκιμασία, στα οποία περιλαμβάνονται, θέλω να ελπίζω, η δημοκρατία και το κράτος δικαίου. Οφείλουμε να καταδικάσουμε απερίφραστα φωνές και συμπεριφορές που στρέφονται εναντίον των δημοκρατικών μας κεκτημένων (έστω αυτών των αδύναμων, των καχεκτικών αν προτιμάτε), φωνές και πρακτικές στις οποίες υφέρπει μια εξαιρετικά επικίνδυνη τάση ανομίας ή ολοκληρωτισμού- οι δύο αυτές τάσεις συχνά συγκλίνουν. Και τα σημάδια πολλαπλασιάζονται τον τελευταίο καιρό.
Η εφαρμογή του νόμου στην Ελλάδα ήταν πάντοτε μια έννοια σχετική, δεν βοηθούσαν άλλωστε και οι πρακτικές που εφαρμόζουν συχνά το κράτος και οι εκπρόσωποί του. Ενα σημαντικό κομμάτι της ελληνικής Αριστεράς συνεχίζει να διατηρεί μια ιδιότυπη σχέση με το Σύνταγμα και τους νόμους τής κατ΄ αυτούς αστικής δημοκρατίας. Προφανώς, δεν έχουν διδαχθεί τίποτε από την Ιστορία. Στα πανεπιστήμια της χώρας, οι μελλοντικές ηγεσίες του τόπου προπονούνται εδώ και χρόνια σε έκνομες και παραβατικές συμπεριφορές που μερικοί φαίνεται να τις μπερδεύουν με την επανάσταση. Το δικαίωμα όλων να κλείνουν τους δρόμους, να κατεβάζουν τους διακόπτες και γενικώς να εκβιάζουν τους υπόλοιπους επεκτείνεται τώρα και σε πολλούς άλλους χώρους και κοινωνικές ομάδες. Αν συνεχίσουμε έτσι, η αυτοδικία και το δίκαιο του ισχυρότερου θα αποτελούν σύντομα τον κανόνα και όχι την εξαίρεση.
Δεν θέλει πολύ για να μετατραπεί μια συντεταγμένη κοινωνία σε όχλο που χειραγωγούν οι δημαγωγοί. Ολοένα και περισσότεροι μπαίνουν στο κυνήγι των μαγισσών, ανακαλύπτουν γύρω τους προδότες και μειοδότες, φαντασιώνουν συνωμοσίες, ενώ βεβαίως διατηρούν για τον εαυτό τους το μονοπώλιο της εθνικής αλήθειας. Κάποιοι αρχίζουν να κάνουν και το επόμενο βήμα παρακινώντας τούς όποιους ευεπίφορους στη χρήση βίας.
Και καλά οι αφελείς και οι φασίζοντες εκ πεποιθήσεως. Δεν θα περιμέναμε τίποτε καλύτερο από αυτούς. Αλλά όταν άνθρωποι με γνώση και πείρα υπερβαίνουν τα δημοκρατικά εσκαμμένα, τότε θα πρέπει ειλικρινά να ανησυχούμε. Ο εθνικός συνθέτης Μίκης Θεοδωράκης συγκροτεί κίνημα ανυπακοής στη δημοκρατικά εκλεγμένη κυβέρνηση της χώρας και μιλάει για προδότες, ο διακεκριμένος νομικός Βασίλειος Μαρκεζίνης μοιράζει απλόχερα κατηγορίες για προδοσίες και αργυρώνητους πράκτορες, ενώ απειλεί με ποινικοποίηση της διαφορετικής άποψης (δεν θυμάμαι να διδάσκονται τέτοια πράγματα στην Οξφόρδη). Δεν είναι δυστυχώς οι μόνοι. Η απαξίωση του πολιτικού κόσμου βρίσκεται συχνά ένα μόλις βήμα πριν από την απαξίωση της δημοκρατίας. Αν δεν είμαστε ικανοποιημένοι με τους πολιτικούς που έχουμε, ας τους αλλάξουμε. Με δημοκρατικές διαδικασίες όμως και όχι επικαλούμενοι την έλευση σωτήρων και πεφωτισμένων.
Καιρός λοιπόν να αναλογιστούμε όλοι τις ευθύνες μας και να διαβάσουμε ξανά τη σχετικά πρόσφατη Ιστορία του τόπου. Προτού είναι πολύ αργά.
Ο κ. Λουκάς Τσούκαλης είναι καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και πρόεδρος του ΕΛΙΑΜΕΠ.