Το 1939 ο φοιτητής της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών Οδυσσέας Αλεπουδέλης αποφάσισε οριστικά να εγκαταλείψει τις σπουδές του, προς μεγάλη απογοήτευση της οικογένειάς του. Ηταν 28 ετών και η προσπάθειά του να πάρει πτυχίο Νομικής ήταν «σαν των Τρώων», όπως θα έλεγε ο Καβάφης.
Η χρονιά εκείνη υπήρξε σημαδιακή και από μία ακόμη πλευρά: ο Οδυσσέας Αλεπουδέλης θα καθιερωνόταν στα Γράμματα με το ψευδώνυμό του: Οδυσσέας Ελύτης. Τότε εκδόθηκε η πρώτη του ποιητική συλλογή Προσανατολισμοί που θα τον κατέτασσε αμέσως στους ποιητές πρώτης γραμμής, μετά τις δημοσιεύσεις ποιημάτων και μεταφράσεών του που προηγήθηκαν στο περιοδικό «Νέα Γράμματα», όταν τέσσερα χρόνια νωρίτερα οι φίλοι του, προεξάρχοντος του Κατσίμπαλη, εκβιαστικά σχεδόν, πρωτοδημοσίευσαν ποιήματά του φέρνοντάς τον προ τετελεσμένου γεγονότος.
Ανακαλύπτοντας τον υπερρεαλισμό
Ο Βενιαμίν της γενιάς του ΄30 δεν χρειαζόταν μόνο υποστήριξη αλλά και σχετική πίεση προκειμένου να ξεπεράσει τις αναστολές του. Η γενιά εκείνη θα άλλαζε το τοπίο της ελληνικής λογοτεχνίας, θα γνώριζε τη διεθνή προβολή και τις μεγαλύτερες τιμές, αφού δύο επιφανή της μέλη τιμήθηκαν με τη μεγαλύτερη παγκοσμίως λογοτεχνική διάκριση, το βραβείο Νομπέλ: ο Σεφέρης το 1963 και ο Ελύτης δεκαπέντε χρόνια αργότερα.
Ηταν μια γενιά με λίγο-πολύ κοινές απόψεις: η Ελλάδα θα έπρεπε να πάψει να είναι τμήμα των Βαλκανίων, να καταστεί τμήμα της Ευρώπης και ο πολιτισμός της να αξιοποιήσει την αρχαία και βυζαντινή παράδοση μαζί με τις νεότερες ευρωπαϊκές κατακτήσεις. Η ποίηση που θα γραφόταν εφεξής όφειλε να απομακρυνθεί από το πνεύμα του καρυωτακισμού και της κατήφειας αναζητώντας νέους δρόμους. Ο Ελύτης τούς έψαξε στο ελληνικό τοπίο. Και ανακαλύπτοντας τον υπερρεαλισμό βρήκε το μέσον να αναπτύξει μια άγνωστη ως τότε εικονοποιία, έναν κόσμο πολυπρισματικό, όπως έλεγε, και λαμπερό, από όπου προέκυπτε και το γενετικό βάθος του πολιτισμού και της ευαισθησίας του. Τον αντίκρισε μέσα στη διαφάνεια και το φως ονομάζοντας τις αισθήσεις που αποκόμιζε «ηλιακή μεταφυσική» η οποία παρέπεμπε στον Εμπεδοκλή. Σε μεγάλο βαθμό αντιλαμβανόταν το φως όπως και ένας άλλος κορυφαίος συγγραφέας της Μεσογείου, ο Αλμπέρ Καμύ.
Εγραφε στο γραφείο του Σολωμού
Οι αντίπαλοί του τον κατηγόρησαν ότι υπήρξε ποιητής «της χαράς» που αδιαφορούσε για τον ανθρώπινο πόνο. Την απάντησή του την έδωσε στας δυσμάς του βίου του, στα συγκλονιστικά Ελεγεία της Οξώπετρας, όπου «συναντά» τρεις μεγάλους γερμανόφωνους ποιητές: τον Χέλντερλιν, τον Νοβάλις και τον Ρίλκε, κάτω όμως από τον ιερό ίσκιο του κορυφαίου έλληνα ρομαντικού: του Διονύσιου Σολωμού. Ας θυμηθούμε πως ο Ελύτης, που δεν τον ένοιαζε να ζει σε ένα μικρό διαμέρισμα πενήντα τετραγωνικών μέτρων, απολάμβανε τη μέγιστη χαρά να κατέχει και να γράφει στο γραφείο του Σολωμού.
Στον πόλεμο της Αλβανίας η Ελλάδα κινδύνευσε να χάσει έναν από τους κορυφαίους της ποιητές του 20ού αιώνα. Ο Ελύτης στάλθηκε ως έφεδρος ανθυπολοχαγός τον Δεκέμβριο του 1940 στην πρώτη γραμμή και τον Φεβρουάριο της επόμενης χρονιάς μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο των Ιωαννίνων με σοβαρότατο κρούσμα κοιλιακού τύφου. Στη διάρκεια της Κατοχής και μετά την απελευθέρωση συνέχισε να γράφει ποιήματα και δοκίμια. Αλλά μετά το δεύτερο βιβλίο του, τον Ηλιο τον πρώτο (1943) δεν εξέδωσε βιβλίο ως το 1959. Ο,τι είχε ως τότε κατατεθεί πήρε συνθετική μορφή στο έργο που θα τον κατέτασσε σχεδόν αμέσως στη χορεία των μεγάλων ποιητών. Κυκλοφόρησε το Αξιον εστί, έργο περίπλοκης αρχιτεκτονικής, τριαδικό στη δομή του, όπου συνυπάρχουν και συνομιλούν τρεις περίοδοι του ελληνισμού: ο αρχαίος κόσμος, το Βυζάντιο και η σύγχρονη Ελλάδα.
Η μεγαλειώδης σύνθεση με έναν λόγο υπερυψωμένο προέβαλλε οραματικά μια Ελλάδα η οποία έβγαινε από το σκοτάδι της Ιστορίας στο φως του παρόντος όπου, κατά τον ίδιο, η κορυφογραμμή των ελληνικών βουνών έμοιαζε με το σχήμα του Παρθενώνα και τα βουνά, οι εκκλησίες και οι αρχαίοι ναοί ήταν «σχήματα του ουρανού».
Το Αξιον εστί ενέπνευσε στον Μίκη Θεοδωράκη το πιο σπουδαίο μουσικό του έργο. Θα έλεγε κανείς πως ο συνθέτης στην πιο ευτυχισμένη του στιγμή κατάφερε να απελευθερώσει τη μουσική που περιείχε το έργο του Ελύτη και ταυτοχρόνως να δημιουργήσει το δικό του.
Απείχε της «δημόσιας ζωής»
Στα χρόνια που ακολούθησαν ο ποιητής συνέχισε να γράφει αλλά και να απέχει από αυτό που αποκαλούμε δημόσια ζωή. Πέραν των πολύ στενών του φίλων έβλεπε ελάχιστους. Το 1969, δύο χρόνια μετά την επιβολή της δικτατορίας των συνταγματαρχών, έφυγε για το Παρίσι γιατί, όπως είπε αργότερα, στην Ελλάδα δεν μπορούσε πια να γράψει. Εκεί ξαναβρήκε το νήμα που είχε κοπεί.
Επιστρέφοντας το 1971 άρχισε να εκδίδει ένα βιβλίο σχεδόν κάθε δύο χρόνια. Η φήμη του είχε περάσει από καιρό τα ελληνικά σύνορα και η απονομή του Νομπέλ το 1978 απλώς το επιβεβαίωνε. Αλλά ενώ άλλοι ποιητές μετά το Νομπέλ δεν έγραψαν σημαντικά έργα, δύο από τα πιο σπουδαία βιβλία του Ελύτη ανήκουν σε αυτή την όψιμη περίοδο της ποιητικής δημιουργίας: το Ημερολόγιο ενός αθέατου Απριλίου (1984) και τα Ελεγεία της Οξώπετρας (1991).
Ποιητής που στα ογδόντα του χρόνια να έχει γράψει μείζονα έργα δεν υπάρχει στα παγκόσμια Γράμματα- με εξαίρεση τον Γκαίτε. Ο «ευτυχισμένος» Ελύτης, όπως τον είχαν κατηγορήσει οι αντίπαλοί του, τους έδειχνε τώρα τη Σελήνη, που την παρουσίαζε ως την αθέατη πλευρά του ήλιου. Αν ζούσε σήμερα θα γινόταν εκατό ετών αλλά θα παρέμενε νέος αποδεικνύοντας ότι η ποίηση είναι τέχνη της νεότητας ακόμη και στο βαθύτερο γήρας.