Πάνε πολλά χρόνια από τότε που ο Ρούζβελτ είπε στους Αμερικανούς πως δεν έχουν τίποτε να φοβούνται εκτός από τον ίδιο τον φόβο. Η φράση του ωστόσο μοιάζει απόλυτα επίκαιρη για την Ελλάδα τού σήμερα. Γιατί είναι φανερό πως πάνω απ΄ όλα είμαστε πια μια φοβισμένη κοινωνία. Φοβόμαστε για τη δουλειά μας, φοβόμαστε για τις οικονομίες μας, φοβόμαστε για τον κίνδυνο κοινωνικών εκρήξεων, φοβόμαστε κυρίως για τη δυνατότητά μας να προσφέρουμε στα παιδιά μας πολλά από αυτά που η δική μας γενιά θεωρούσε δεδομένα.
Παραδόξως είναι αυτός ακριβώς ο φόβος που ως σήμερα μας κρατάει όρθιους. Μπορεί να είμαστε οργισμένοι- με τους πολιτικούς, τους συνδικαλιστές, τον ίδιο μας τον εαυτό, αδιάφορο-, κατανοούμε όμως ότι οι εναλλακτικές λύσεις, το πέρασμα στο άγνωστο, είναι πολύ χειρότερες. Και όταν παρακολουθούσαμε- κρυφοχαμογελώντας κάποιοι ανόητοι- τα ρεσάλτα στο Κοινοβούλιο ήρθαν τα αδικοχαμένα θύματα της Μarfin να μας θυμίσουν πόσο εύκολο είναι να ανοίξει κανείς την πόρτα του τρελοκομείου, πόσο επικίνδυνες γίνονται οι φραστικές κορόνες που ορισμένοι παίρνουν τοις μετρητοίς.
Μα είμαστε ακόμη μόνο στη μέση. Και ο χρόνος που πέρασε, ας μην κρυβόμαστε πίσω από το δάχτυλό μας, ήταν ένας χρόνος φθοράς όπου οι δυνάμεις της λογικής και της μετριοπάθειας βρέθηκαν σε άμυνα και υποχώρηση.
Γιατί βέβαια- άλλο παράδοξο κι αυτό-, ενώ σε περιόδους κρίσης θα περίμενε κανείς συσπείρωση και αλληλεγγύη, συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο. Αντί να πολεμάμε για την οικονομική μας επιβίωση, πολεμάμε μεταξύ μας. Συχνά μάλιστα πρωτοστατούν αυτοί που έχουν να χάσουν τα περισσότερα. Είναι φανερό ότι έχει χαθεί τελείως η εμπιστοσύνη. Η λογική της αρπαχτής που κυριάρχησε παντού υπονομεύει τους θεσμούς και δηλητηριάζει τη Δημοκρατία. Ο Γιώργος, όπως δείχνει το γκάλοπ του «Βήματος», μοιάζει να αποτελεί το τελευταίο ανάχωμα του πολιτικού μας συστήματος. Η πολιτική και η επιχειρηματική μας ελίτ όμως βρίσκεται στα Τάρταρα. Ειδικά η τελευταία το μόνο για το οποίο φρόντισε ήταν να στείλει έξω κάποια δεκάδες δισ. αποταμιεύσεων προφυλάσσοντας εαυτήν από απρόοπτα.
Και όμως θα αρκούσε μια επενδυτική ένεση από το εξωτερικό πολύ λιγότερων δισεκατομμυρίων- μετρημένων στα δάχτυλα του ενός χεριού- για να μπορέσει να αντιστραφεί το κλίμα και να βγούμε από την ύφεση!
Επισήμανση χρήσιμη ασφαλώς και για τους συνδικαλιστές του ΟΤΕ που δίκην κακομαθημένων παιδιών διαμηνύουν στους Γερμανούς αν δεν τους αρέσει να… φύγουν! Αλλά αυτά, μας αρέσουν ή όχι, είναι η σημερινή πραγματικότητα. Ευθύνη της κυβέρνησης είναι να τα αλλάξει, να αντικαταστήσει τον φόβο και την απαισιοδοξία με την ελπίδα. Κι αυτό μπορεί να επιτευχθεί με έναν μόνο τρόπο: να ενισχύσει με όποιον τρόπο μπορεί την ανάπτυξη, να σταματήσει τον κατήφορο της ύφεσης. Να βάλει αυτόν τον στόχο ως πρώτη προτεραιότητα με λύσεις έξω από την πεπατημένη.
Οχι για να μην εφαρμόσει το μνημόνιο αλλά γιατί σύντομα μπορεί να αποδειχθεί ότι μόνο έτσι μπορεί να το εφαρμόσει. Καλή μας χρονιά.