«Εξι βιβλία ως τώρα, πάνω από χίλια άρθρα,δέκα ώρες δουλειά κάθε μέρα επί δέκα χρόνια και σήμερα, που χάνω τα μαλλιά, τα δόντια και το ερωτικό μου σφρίγος, το κυριότερο για να αισθάνεται κανείς ευτυχισμένος,δεν είμαι καν σε θέση να ζήσω έναν μήνα χωρίς οικονομική ανασφάλεια».
Αυτά έγραφε σε επιστολή του της 20ής Ιανουαρίου 1930 ο Γιόζεφ Ροτ στον φίλο του συγγραφέα Ρενέ Σίκελε. Εναν χρόνο νωρίτερα είχε εκδώσει το μυθιστόρημά του Δεξιά κι αριστερά που δεν είχε καμία επιτυχία. Και μολονότι ο συγγραφέας υπήρξε επιφανής δημοσιογράφος της εποχής, δεν είχε καταφέρει το βιοτικό του επίπεδο να αντιστοιχεί στη φήμη του ως δημοσιογράφου και στην αξία του ως συγγραφέα. Επρεπε να περάσουν πολλά χρόνια μετά τον θάνατό του για να αρχίσει σιγά σιγά να καθιερώνεται ο Ροτ, που πέθανε αλκοολικός το 1939 στο Παρίσι, ως ένας από τους μεγαλύτερους συγγραφείς του Μεσοπολέμου. Και ιδιαίτερα στον αιώνα που διατρέχουμε, να λάβει θέση δίπλα στους κορυφαίους πεζογράφους.
Στη χώρα μας τον ανακαλύψαμε αργά, όχι όμως όσο θα υπέθετε κανείς. Από τα μέσα της δεκαετίας του ΄80 άρχισαν να μεταφράζονται τα βιβλία του, αλλά μόλις πέρυσι εκδόθηκε το αριστούργημά του, το Εμβατήριο Ραντέτσκι, από δύο μάλιστα εκδότες(Ροές και Αγρα).
Πρόσφατα κυκλοφόρησε για πρώτη φορά στα ελληνικά το Δεξιά κι αριστερά, η υπόθεση του οποίου ξεκινά λίγο πριν από τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και τελειώνει την περίοδο του Μεσοπολέμου, στη δεκαετία του ΄20. Ατμοσφαιρικό, ποιητικό και ειρωνικό, είναι μια σε βάθος σπουδή του κόσμου της Κεντρικής Ευρώπης, που κατέρρεε ηθικά, κοινωνικά και πολιτικά, μέσα από τους τρεις βασικούς χαρακτήρες: του Πάουλ Μπέρνχαϊμ και του αδελφού του Τέοντορ, κυρίως όμως του ρωσοεβραίου επιχειρηματία Νικολάι Μπράνταϊς.
Οι αντιφάσεις της επιτυχίας
Η υπόθεση εκτυλίσσεται στο Βερολίνο. Ο χαρισματικός Πάουλ (το καμάρι της μητέρας του), με σπουδές στην Οξφόρδη και πολλές γνώσεις στην τέχνη, φιλοδοξεί να υπερβεί το μεσοαστικό περιβάλλον του και να εισέλθει στις τάξεις της αριστοκρατίας. Αλλά μετά τον θάνατο του πατέρα του η οικογένεια αντιμετωπίζει σοβαρά οικονομικά προβλήματα. Ο νεαρός Οξφορδιανός και μέγας γόης συνδέεται με τον Μπράνταϊς που σχεδόν από το πουθενά φθάνει στο Βερολίνο και σε χρόνο μηδέν στήνει μια τεράστια οικονομική αυτοκρατορία. Ο Μπράνταϊς τον βοηθά να πραγματοποιήσει το σχέδιό του και να παντρευτεί την Ιρμγκαρντ, ανιψιά του μεγαλοβιομηχάνου χημικών Καρλ Εντερς. Ο δαιμόνιος Ρωσοεβραίος προσλαμβάνει τον Πάουλ ως διευθυντή σε κάποια από τις εταιρείες του και τον Τέοντορ ως δημοσιογράφο σε μια από τις φιλελεύθερες εφημερίδες που εκδίδει. Ο τελευταίος σε λίγο καιρό γίνεται διάσημος δημοσιογράφος, παρά το γεγονός ότι είναι ακροδεξιός εθνικιστής.
Ολοι λοιπόν «πετυχαίνουν», αλλά τι επιτυχία είναι αυτή; Ο Πάουλ ζει μια ζωή που δεν του ταιριάζει και αντιτίθεται στο παρελθόν του, όταν ανέμελος και ονειροπόλος αισθανόταν ότι η σχέση του με τον κόσμο δεν οδηγούσε στην προδοσία του εαυτού του. Ο Τέοντορ, το όνειδος της μητέρας του, τον οποίο απεχθάνεται και ο αδελφός του- αλλά και ο ίδιος αντίστοιχα τον μισεί-, ζει σε μια διαρκή αντίφαση: άλλα να πιστεύει κι άλλα να γράφει. Και μόνον ο Μπράνταϊς αποδεικνύεται ότι είναι φτιαγμένος από καθαρό μέταλλο (για τούτο μοιάζει εύλογο που σχεδόν μονοπωλεί ως χαρακτήρας το δεύτερο μέρος του μυθιστορήματος). Εχει καταφέρει «να πάρει στα χέρια του» και να χειρίζεται κατά το κέφι και τα συμφέροντά του μια κοινωνία την οποία βαθύτατα περιφρονεί. Γι΄ αυτό και δεν διστάζει να αναδείξει ανθρώπους που δεν τους υπολήπτεται (συμπεριλαμβανομένων των δύο αδελφών Μπέρνχαϊμ).
Αλλά στο τέλος έχει τη δύναμη να «τραβήξει τον διάβολο από την ουρά», δηλαδή να τα παρατήσει όλα και να εξαφανιστεί, χωρίς έκτοτε κανείς να τον ξαναδεί. «Μπήκε στο τρένο και γεννήθηκε πάλι ένας νέος Νικολάι Μπράνταϊς», όπως γράφει ο Ροτ. Μοιάζει προφητικό; Χωρίς αμφιβολία, ιδιαίτερα αν σκεφθεί κανείς ότι ο Ροτ αργότερα, έχοντας ζήσει νωρίτερα την κατάρρευση της Αυστροουγγρικής Αυτοκρατορίας, διείδε την καταστροφή που θα επέφερε η επέλαση του ναζισμού. Στις 30 Ιανουαρίου 1933, ημέρα που ο Χίτλερ γινόταν καγκελάριος της Γερμανίας, ο Ροτ έφευγε για το Παρίσι. Είχε προβλέψει τι θα συνέβαινε, όπως μαρτυρεί η επιστολή που έστειλε λίγες ημέρες αργότερα στον Στέφαν Τσβάιχ, όπου του έγραφε: «Ολα οδηγούν σε έναν νέο πόλεμο. Δεν στοιχηματίζω δεκάρα για τις ζωές μας. Κατάφεραν να δημιουργήσουν ένα βασίλειο βαρβαρότητας. Μην αυταπατάσαι. Η κόλαση βασιλεύει».