Για το 2011 αναμένεται να συνεχιστεί η απώλεια επιχειρηματικού δυναμικού, καθώς ήδη οι διακοπές επιχειρήσεων στο Βιομηχανικό Επιμελητήριο Αθήνας έχουν αυξηθεί κατά 50% μεταξύ των ετών 2009 – 2010, όπως επεσήμανε ο πρόεδρος του ΒΕΑ, κ. Π. Ραβάνης.
Οι επιχειρήσεις που θα μπορέσουν να επιβιώσουν ευκολότερα, συνεχίζει ο ίδιος «είναι εκείνες που δεν έχουν μεγάλη εξάρτηση από τις τράπεζες, αυτοχρηματοδοτούν σε μεγάλο βαθμό τις ανάγκες τους και δεν έχουν υψηλές αναλογικές δαπάνες ενοικίων και μισθολογικού κόστους. Αυτές οι επιχειρήσεις δυστυχώς είναι όλο και λιγότερες. Ετσι το προφίλ της βιοτεχνικής επιχείρησης προσαρμόζεται στη κρίση και διαφοροποιείται, ακολουθώντας πρότυπα του παρελθόντος σε μια πορεία οπισθοδρόμησης. Απασχολεί λιγότερη εξαρτημένη εργασία, κάνει χρήση ευέλικτων μορφών εργασίας και τείνει περισσότερο προς επιχειρήσεις οικογενειακής μορφής».
Σημειώνεται ότι ο καινούργιος χρόνος μεταφέρει πολύ βαρύ φορτίο που δομείται από αρνητικούς παράγοντες, όπως το δημοσιονομικό χρέος, η κρίση εμπιστοσύνης των διεθνών αγορών στη χώρα μας, η συρρίκνωση της εσωτερικής αγοράς, η περιορισμένη πιστωτική επέκταση των τραπεζών, η συνεχιζόμενη απώλεια επιχειρηματικού δυναμικού, εισοδημάτων και θέσεων εργασίας κ.α. Στον ευρύτερο ευρωπαϊκό χώρο η επέκταση του προβλήματος του δημοσίου χρέους και σε άλλες χώρες, τα σκοτεινά παιχνίδια των οίκων αξιολόγησης και η τροπή που λαμβάνει ο νέος μηχανισμός στήριξης 2013 δεν προμηνύει και τα καλύτερα για τη χώρα μας.
Η οικονομία μας, σύμφωνα με τον πρόεδρο του ΒΕΑ, λειτουργεί κάτω από τους αυστηρούς όρους του Μνημονίου και υπό το άγρυπνο βλέμμα της Τρόικα για τις τυχόν παρεκκλίσεις, τις οποίες και πληρώνουμε ακριβά με επώδυνα μέτρα τις περισσότερες φορές ταμειακού χαρακτήρα. Ποια είναι τα περιθώρια ευελιξίας που διαθέτουμε στις πολιτικές μας; Είναι το κρίσιμο ερώτημα γιατί καθόσον αντιλαμβανόμαστε, τα περιθώρια αυτά προφανώς είναι περιορισμένα. Οσο δε ο πληθωρισμός αυξάνει και δεν επέρχεται ανάπτυξη τόσο η χώρα μας κινείται στο φαύλο κύκλο του χρέους και του επώδυνου δανεισμού της με κίνδυνο να οδηγηθούμε σε σημείο μηδέν.
Ολοι κατανοούμε την αναγκαιότητα της ανασυγκρότησης του κράτους και των υπηρεσιών του, την διαφάνεια στην λειτουργία του, την ανάγκη καταπολέμησης της διαφθοράς, της φοροδιαφυγής, της αισχροκέρδειας, της γραφειοκρατίας και ενίσχυσης του υγιούς ανταγωνισμού. Οι ανακαθορισμοί στόχων, οι ανατροπές και το βαρύ μεταρρυθμιστικό πρόγραμμα σε όλα τα πεδία κλυδωνίζουν δημιουργώντας νέες σταθερές (νέες εργασιακές σχέσεις, φορολογική μεταρρύθμιση, νέο ασφαλιστικό, νέες απαιτήσεις στη τραπεζική λειτουργία, ψηφιακό κράτος, νέος αναπτυξιακός νόμος, άνοιγμα κλειστών επαγγελμάτων, Καλλικράτης κλπ.).
Σε επίπεδο επιχειρήσεων, προσθέτει ο κ. Π. Ραβάνης «θα έλεγα ότι με τη δεδομένη αριθμητική συρρίκνωση για το νέο έτος, δημιουργείται μία μικρή βελτιωτική τάση για τις εναπομένουσες επιχειρήσεις, να αυξήσουν το μερίδιο τους στην πίτα της αγοράς, που και αυτή βεβαίως έχει περιοριστεί δραματικά. Τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν σήμερα οι βιοτεχνικές επιχειρήσεις είναι τεράστια. Τα κυριότερα εξ αυτών είναι η έλλειψη ρευστότητας, οι κακές τραπεζικές πρακτικές, η ασυνέπεια του Δημοσίου και ΟΤΑ στις οικονομικές υποχρεώσεις τους, το έλλειμμα κεφαλαίων αναπτυξιακού προσανατολισμού με προσιτά επιτόκια και η ευελιξία πολιτικής (π.χ. συμψηφισμός υποχρεώσεων απαιτήσεων Δημοσίου). Εκείνο που χρειάζονται είναι συγκροτημένη πολιτική, προσαρμοσμένη στις ιδιαίτερες ανάγκες τους για την οποία δεν υπάρχουν σημάδια προς το παρόν».