Το καλοκαίρι του 2008 δύο πολύ γνωστά περιοδικά, το βρετανικό «Ρrospect» και το αμερικανικό «Foreign Ρolicy», δημοσίευσαν τα αποτελέσματα μιας δημοσκόπησης με θέμα: «Ποιος είναι ο
κορυφαίος διανοούμενος στον κόσμο». Προς έκπληξη πολλών, αυτός δεν προερχόταν από τον δυτικό κόσμο. Ηταν ένας Τούρκος ονόματι Φετουλάχ Γκιουλέν. Πέραν των μυημένων, ελάχιστοι γνώριζαν το παρελθόν και το ποιόν του πρώην ιμάμη από το Ερζερούμ
που ζει τα τελευταία χρόνια αυτοεξόριστος στην Πενσιλβάνια των Ηνωμένων Πολιτειών και αποτελεί ανάθεμα για τους τούρκους κεμαλιστές. Ο Γκιουλέν όμως δεν είναι τυχαία περίπτωση. Το ισλαμικό κίνημά του ελέγχει μια παγκόσμια αυτοκρατορία που εκτείνεται
από την εκπαίδευση και τα μέσα ενημέρωσης ως και τις τράπεζες. Και δεν είναι λίγοι όσοι πιστεύουν πως οι απόψεις του αποτελούν τη «λυδία λίθο» της στρατηγικής που ασκεί ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν για να επικρατήσει πλήρως στην Τουρκία.
Ποιος είναι ο Γκιουλέν; Ποιες οι καταβολές του; Πόσο βάσιμος είναι ο φόβος των κεμαλιστών ότι πρόκειται για έναν «Τούρκο Χομεϊνί» που θέλει να επιβάλει τη σαρία στη χώρα τους; Είναι αλήθεια ότι οι Αμερικανοί τον λατρεύουν διότι εκπροσωπεί αυτό που αποκαλούν «Ισλάμ λάιτ» και τον θεωρούν αντίβαρο στον ισλαμικό φονταμενταλισμό και στο Ιράν; Ή μήπως οι θεωρίες συνωμοσίας ότι έχει και την υποστήριξη της CΙΑ δεν είναι απλώς θεωρίες;
Ο γεννηθείς στο Ερζερούμ Γκιουλέν ήταν ο πρώτος άνθρωπος που ευχαρίστησε ο Ερντογάν μετά την επικράτησή του στο δημοψήφισμα του περασμένου Σεπτεμβρίου. «Ευχαριστούμε όσους βρίσκονται πέραν του Ατλαντικού» είπε χαρακτηριστικά ο τούρκος πρωθυπουργός, χωρίς πάντως να κατονομάσει τον Γκιουλέν.
Η σκιώδης σέχτα
Η άνοδος της επιρροής του Γκιουλέν συνέπεσε με την άνοδο στην εξουσία του ισλαμικού Κόμματος Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (ΑΚΡ) του Ερντογάν μετά το 2002. Η προώθηση ενός σύγχρονου Ισλάμ που δεν απορρίπτει τον δυτικό τρόπο σκέψης βρίσκεται στον πυρήνα της σκέψης του Γκιουλέν. Και η επικέντρωσή του στην Τουρκία «φωτογραφίζει» ουσιαστικά τη χώρα αυτή ως την ηγέτιδα δύναμη του μουσουλμανικού κόσμου. Σε αυτό, σημειώνουν πολλοί αναλυτές, στηρίζεται τόσο η εσωτερική όσο και η εξωτερική πολιτική του Ερντογάν.
Αυτό δεν σημαίνει πάντως ότι το κίνημα δεν είχε ξεκινήσει τη δράση του νωρίτερα. Ουσιαστικά ο Γκιουλέν εκμεταλλεύτηκε το άνοιγμα στο Ισλάμ που έγινε στην Τουρκία στα τέλη της δεκαετίας του 1980 επί πρωθυπουργίας Τουργκούτ Οζάλ. Και η κατάρρευση της σοβιετικής αυτοκρατορίας το 1991 προσέφερε στον Γκιουλέν τη χρυσή ευκαιρία να την… αναπληρώσει στον χώρο εκείνο όπου κατοικούσαν ισλαμικοί πληθυσμοί, δηλαδή στην Κεντρική Ασία και στα Βαλκάνια.
Η εκπαίδευση αποτελεί άλλωστε τον πυρήνα των δραστηριοτήτων της σκιώδους ισλαμικής σέχτας του Γκιουλέν. Υπολογίζεται ότι η εκπαιδευτική αυτοκρατορία που έχει ο δαιμόνιος Γκιουλέν αριθμεί ως και 1.000
σχολεία σε περίπου 100 χώρες, μεταξύ των οποίων και οι Ηνωμένες Πολιτείες. Τα σχολεία αυτά ξεκίνησαν αρχικά ως φροντιστήρια προετοιμασίας για την εισαγωγή στο πανεπιστήμιο. Σήμερα υπάρχουν πάνω από 200 σχολεία στην Τουρκία, ενώ ο Γκιουλέν έχει ιδρύσει και πανεπιστήμιο στην Κωνσταντινούπολη, το Φατίχ.
Μεγάλη είναι η διείσδυση των σχολείων του Γκιουλέν στις χώρες της Κεντρικής Ασίας αλλά και στα Βαλκάνια. Σκοπός είναι η διάδοση της τουρκικής κουλτούρας και η ανάπτυξη «φιλοτουρκικών ελίτ». Η τακτική που ακολουθείται είναι έξυπνη. Τα σχολεία ακολουθούν το πρόγραμμα διδασκαλίας της κάθε χώρας αλλά έχουν ως δεύτερη γλώσσα τα τουρκικά. Και επιπλέον οι αρχές του Ισλάμ δεν περιλαμβάνονται στη διδασκαλία. Αντίθετα, δίνεται έμφαση στην επιστήμη και στην τεχνολογία ώστε να προωθηθεί και το σύγχρονο πρόσωπο του Ισλάμ. Σχολεία και φροντιστήρια υπάρχουν επίσης σε χώρες με σημαντικό αριθμό τούρκων μεταναστών όπως στη Γερμανία. Η εκπαιδευτική δράση του κινήματος έχει πάντως προκαλέσει την αντίδραση χωρών όπως η Ρωσία και το Ουζμπεκιστάν που έχουν κλείσει στην επικράτειά τους σχολεία του Γκιουλέν.
Ο φόβος των κεμαλιστών
Αν και ο Γκιουλέν επιχειρεί να προβάλει το μετριοπαθές πρόσωπο του Ισλάμ, το κεμαλικό κατεστημένο θεωρεί ότι το δίκτυό του προωθεί προσεκτικά την «κρυφή ατζέντα» του Ερντογάν, δηλαδή την ισλαμοποίηση της Τουρκίας. Την ίδια στιγμή τα τζαμιά αυξάνονται συνεχώς (έχουν ξεπεράσει τις 85.000), το ίδιο και οι ιμάμηδες (πάνω από 90.000), κάτι που οξύνει τις ανησυχίες. Ως πλέον χαρακτηριστικό παράδειγμα της… απειλής αποτελεί, πάντα κατά τους κεμαλιστές, η διείσδυση οπαδών του Γκιουλέν στην αστυνομία και στο δικαστικό σώμα- ιδιαίτερα στα μεσαία στρώματα της γραφειοκρατίας. Αυτό έχει επιτευχθεί με έναν πολύ «αθώο» τρόπο. Οι απόφοιτοι των σχολείων και των φροντιστηρίων του Γκιουλέν απλώς τα πήγαν πολύ καλύτερα στις σχετικές εξετάσεις χάρη στο υψηλό επίπεδο εκπαίδευσης που τους παρέχεται. Παράλληλα η στροφή της κυβέρνησης Ερντογάν στον μουσουλμανικό κόσμο και η επίκληση του οθωμανικού παρελθόντος προκαλούν αλλεργία στο κοσμικό κατεστημένο.
Οι κεμαλιστές μπορεί να τον μισούν, στην Αμερική όμως η εικόνα που έχει ο Φετουλάχ Γκιουλέν είναι πολύ καλή. Εγκωμιαστικά έχουν εκφραστεί για αυτόν προσωπικότητες όπως οι πρώην υπουργοί Εξωτερικών Μάντλιν Ολμπραϊτ και Τζέιμς Μπέικερ, ενώ η καταδικαστική δήλωση που έκανε ο Γκιουλέν για τις τρομοκρατικές επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου καταμετρήθηκε στα «συν». Ο Γκιουλέν θεωρείται από πολλούς στις ΗΠΑ η έκφραση του μετριοπαθούς Ισλάμ που πρέπει να επικρατήσει του ισλαμικού φονταμενταλισμού. Σε αυτό έχουν συνδράμει οι πρωτοβουλίες του υπέρ του διαθρησκευτικού διαλόγου και οι συναντήσεις του τόσο με τον Οικουμενικό Πατριάρχη κ.κ. Βαρθολομαίο όσο και με τον προηγούμενο Πάπα Ιωάννη-Παύλο Β΄. Μάλιστα το κίνημα οργανώνει και πολιτιστικά ταξίδια στην Τουρκία ώστε οι Αμερικανοί (καθώς και άλλοι Δυτικοί) να γνωρίσουν από κοντά αυτή τη χώρα-γέφυρα μεταξύ Δύσης και Ισλάμ.
Επίσης οι σχέσεις του με το ΑΚΡ έχουν βοηθήσει πολύ την κυβέρνηση Ερντογάν να διαφημίσει την εικόνα της Αγκυρας ως ηγέτιδας του μετριοπαθούς Ισλάμ στην Ουάσιγκτον. Δεν παύουν πάντως να κυκλοφορούν και φήμες, που είναι δύσκολο να διασταυρωθούν, ότι το δίκτυο Γκιουλέν είχε ή εξακολουθεί να έχει σχέσεις ακόμη και με τη CΙΑ που φέρεται κατά ορισμένους να συμμετέχει στη χρηματοδότησή του.
Το δίκτυο των 25 δισ. δολαρίων
Λέγεται ότι ο προϋπολογισμός του δικτύου Γκιουλέν προσεγγίζει τα 25 δισ. δολάρια με πηγές χρηματοδότησης τόσο από τις δραστηριότητες (π.χ., δίδακτρα) όσο και από δωρεές πλουσίων Τούρκων. Αν και το νούμερο δεν μπορεί να επιβεβαιωθεί, η οικονομική του αυτοκρατορία ενισχύεται συνεχώς. Το δίκτυο διοικεί επιχειρηματικούς ομίλους, μεταξύ των οποίων και η τράπεζα Αsya, με πάνω από 100 υποκαταστήματα στην τουρκική επικράτεια. Η τράπεζα λειτουργεί κατά το πρότυπο του ισλαμικού οικονομικού συστήματος, δηλαδή χωρίς τόκους. Οι δραστηριότητες έχουν επεκταθεί και στον τουριστικό τομέα με την κατασκευή υπερπολυτελούς ξενοδοχείου κοντά στην Αγκυρα το οποίο διαθέτει τζαμί, ενώ έχει και χωριστές πισίνες ανδρών και γυναικών. Φιλοξενεί επίσης τις εξαμηνιαίες κομματικές συναντήσεις του ΑΚΡ.
Και δεν πρέπει φυσικά να λησμονείται η ισχυρότατη παρουσία στον χώρο των μέσων ενημέρωσης με «ναυαρχίδα» την εφημερίδα «Ζaman», μία από τις μεγαλύτερες στην Τουρκία με μέσο όρο αναγνωστών που ξεπερνά τoυς 500.000 αναγνώστες και διάκειται φιλικά στο κυβερνών κόμμα. Το δίκτυο Γκιουλέν διαθέτει επίσης τηλεοπτικό σταθμό, πρακτορείο ειδήσεων και πλειάδα περιοδικών.