Η απόφαση της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος να απευθυνθεί στον «λαό» για την κρίση καθώς και ο τρόπος με τον οποίο την πραγματοποίησε έρχονται να προστεθούν σε μια σειρά πολιτικών παρεμβάσεων της Εκκλησίας που τείνουν να γίνουν συστημικό φαινόμενο της πολιτικής ζωής της χώρας. Με διάφορα προσχήματα που προσαρμόζονται στον πνευματικό ρόλο της Εκκλησίας έτσι όπως οι ίδιοι οι ιεράρχες τον αντιλαμβάνονται, η Ιερά Σύνοδος παραβιάζει συστηματικά τη σιωπή που αρμόζει στη διακηρυγμένη αποστολή της. Θεωρήσαμε κάποια στιγμή ότι για την παραβίαση αυτή ευθυνόταν η προηγούμενη ηγεσία της Εκκλησίας και ελπίσαμε στην αλλαγή πλεύσης με τη νέα ηγεσία. Συνειδητοποιούμε όλο και περισσότερο ότι το πρόβλημα δεν αφορά τα πρόσωπα αλλά τον θεσμό, έναν θεσμό που εκτρέπεται συστηματικά και πάντα στην ίδια κατεύθυνση προκειμένου να υπερασπιστεί τα δικά του συμφέροντα. Αυτό είναι κατά τη άποψή μου το πρώτο πρόβλημα. Και είναι πρόβλημα λειτουργίας του πολιτεύματος.
Κοινή βάση των πολιτικών παρεμβάσεων της Εκκλησίας της Ελλάδος είναι η αντίδραση σε κάθε αλλαγή που ενδέχεται να χρειάζονται η χώρα και οι πολίτες αλλά θεωρείται επιζήμια για τα δικά της συμφέροντα. Η Εκκλησία δεν είναι απλά μια δύναμη που παρεμβαίνει στα πολιτικά πράγματα, είναι μια αντιδραστική δύναμη που συντάσσεται σε πολλές περιπτώσεις με την οπισθοδρόμηση. Τρανό παράδειγμα η θέση της Εκκλησίας σε κάθε εκπαιδευτική αλλαγή που επιχειρεί να μεταρρυθμίσει το σχολείο και να λειτουργήσει κοινωνικοποιητικά για το σύνολο των μαθητών και μαθητριών που φοιτούν στα ελληνικά σχολεία, και που είτε δεν είναι ορθόδοξοι στο θρήσκευμα είτε δεν επιθυμούν να είναι θύματα της ορθόδοξης προπαγάνδας που γίνεται στα σχολεία. Οι ιεράρχες δεν απαιτούν μόνο να έχουν λόγο για τα αναλυτικά προγράμματα των σχολείων, τα μαθήματα, τα σχολικά βιβλία, τις σχολικές γιορτές. Απαιτούν να μη γίνουν αλλαγές που κλονίζουν την κυρίαρχη θέση της Ορθοδοξίας στην εκπαίδευση. Το απαιτούν για να ελέγχουν το περιεχόμενο της ιδιότητας του έλληνα πολίτη που καλλιεργείται στο σχολείο, για να διαιωνίζουν την ταύτιση της πολιτειότητας με την Ορθοδοξία και να διασφαλίζουν ένα μαζικό ποίμνιο, ένα πλήρωμα που είναι δικό τους, ομιλούν στο όνομά του και αντλούν πολιτική δύναμη από αυτό. Ακόμη και στην πρόσφατη παρέμβασή της με αφορμή την οικονομική κρίση, η Εκκλησία αυτόν τον ρόλο διεκδικεί για τον εαυτό της. Αναφέρεται και πάλι στην Εκπαίδευση. Αφού εκφράζει την ανησυχία της για «το νέο Λύκειο που ετοιμάζεται», αυτοαναγορεύεται εκπρόσωπος του έλληνα πολίτη, γίνεται η δυνατή φωνή του. «Πιστεύουμε» , σημειώνουν ακόμη, «ότι όντως τα σχολικά βιβλία γράφονται με την ευθύνη της Πολιτείας,αλλά το περιεχόμενό τους αφορά και τον τελευταίο έλληνα πολίτη που περιμένει από την Εκκλησία του να μεταφέρει με δύναμη τη δική του ταπεινή φωνή». Από τη μία στέκει η Πολιτεία και από την άλλη η Εκκλησία, η Εκκλησία ως εκπρόσωπος του πολίτη. Μια δύναμη που υπερασπίζεται τον λαό και τα συμφέροντά του απέναντι στην Πολιτεία, μια δύναμη που αντιστέκεται «στο πονηρό σύστημα αυτού του κόσμου». Μια Εκκλησία που, όπως ισχυρίζεται, δεν φοβάται να γίνει ιερομάρτυρας στον βωμό της αντίστασης. Στη δημιουργία αυτού του δίπολου, του Κακού και του Καλού, της Πολιτείας και της Εκκλησίας, της κοινωνίας των πολιτών και της κοινωνίας των πιστών, καθοριστική είναι η συμβολή της πολιτικής εξουσίας. Με την ανοχή ή και την υποστήριξή της η Εκκλησία της Ελλάδος έχει απειλήσει και καταφέρει πολλές φορές στο παρελθόν να γίνει «κράτος εν κράτει». Συχνά πυκνά επιβεβαιώνει τη δυνατότητά της να αντιπαρατίθεται και να βγαίνει νικήτρια.
Γιατί αυτή η συναίνεση; Γιατί η ελληνική Πολιτεία συνομιλεί με την Εκκλησία ως πόλο πολιτικής εξουσίας; Γιατί της αναγνωρίζει τον ρόλο του θεματοφύλακα του Ελληνισμού; Γιατί της επιτρέπει να παρεμβαίνει στην Εκπαίδευση; Γιατί εξακολουθεί να παραβιάζει την ελευθερία της θρησκευτικής συνείδησης; Γιατί δεν εφαρμόζει την ισότητα της μεταχείρισης ανάμεσα στους πολίτες διαφορετικού θρησκεύματος; Γιατί εξακολουθεί να πληρώνει το προσωπικό της Εκκλησίας με τα χρήματα των Ελλήνων, χωρίς μάλιστα να έχει τη συναίνεσή τους; Γιατί δεν αντιμετωπίζει την Εκκλησία ως μεγάλο ιδιοκτήτη; Γιατί οι πολιτικοί τής τότε αντιπολίτευσης έσπευδαν να φωτογραφηθούν υπογράφοντας για την αναγραφή του θρησκεύματος στις ταυτότητες; Το πρόβλημα είναι της Πολιτείας, της πολιτικής, των πολιτικών και των πολιτών και όχι της Ορθόδοξης Εκκλησίας της Ελλάδος. Ας αναλάβουμε τις ευθύνες μας. Με τη με αριθμό 44 διακήρυξή της «Προς τον λαό» η Εκκλησία μας είπε πολλά για την κρίση, τους δανειστές και τα λάθη μας. Κάποια από αυτά μάς θύμισαν τον λόγο πολιτικών κομμάτων ή και ομάδων που επιχειρούν κερδοσκοπώντας να δημιουργήσουν ή και να αυξήσουν την πολιτική πελατεία τους στη βάση της βαθιάς κρίσης που περνάει η χώρα. Αυτό που η Εκκλησία δεν μας είπε στη με αριθμό 44 διακήρυξή της προς τον ελληνικό λαό είναι η δική της συμβολή σ΄ αυτή την κρίση. Η Εκκλησία αποσιώπησε τη φοροασυλία της, τη δική της συμβολή στην αύξηση του δημόσιου χρέους, τη σκληρή της διαπραγμάτευση για να διατηρήσει τα οικονομικά της προνόμια, τη δική της διαπλοκή. Δεν μας απάντησε επίσης γιατί δεν συμμετέχει κι εκείνη, όπως όλοι, στη βελτίωση των δημόσιων οικονομικών της χώρας. Πού είναι, αλήθεια, το κρασί και το λάδι της;
Η κυρία Μαρία Ρεπούση είναι αναπληρώτρια καθηγήτρια Ιστορίας και Ιστορικής Εκπαίδευσης στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης.