Η εκδημία της μεγαλύτερης, κατά κοινή ομολογία, ελληνίστριας της εποχής μας, της Ζακλίν ντε Ρομιγί, αναδεικνύει εμφαντικά, πέρα από το πραγματικά τεράστιο κενό μιας σπάνιας ερευνητικής δημιουργίας, και την αειθαλή επικαιρότητα μιας πολύτιμης πνευματικής κληρονομιάς. Αποτίοντας ελάχιστο φόρο τιμής στη μνήμη της, θα επιχειρήσω μια εξαιρετικά σύντομη- κατ΄ ανάγκηνσκιαγράφηση του κορυφαίου για την αρχαία ελληνική νομική διανόηση έργου της Ο Νόμος στην ελληνική σκέψη.
Ι. Στο βιβλίο της αυτό, opus maximum σύνθεσης του αρχαίου ελληνικού νομικού διαλογισμού, η Ντε Ρομιγί ανθολογεί, περίτεχνα και διεισδυτικά, τις σκέψεις των σημαντικότερων ελλήνων στοχαστών- ιστορικών, τραγωδών, φιλοσόφων, σοφιστών, ρητόρων- του 5ου και 4ου π.Χ. αιώνα σχετικά με τη θεσμική και πολιτική φύση και λειτουργία του νόμου. Οπως είναι φυσικό, λίκνο και επίκεντρο της έρευνάς της είναι κυρίως η Πόλη της Αθήνας κατά τη χρονική αυτή περίοδο. Η μεγάλη συνεισφορά της Ντε Ρομιγί μέσα από αυτή τη μελέτη της συνίσταται ιδίως αφενός στην αποκάλυψη της έννοιας και της κανονιστικής εμβέλειας του νόμου στην αρχαία Ελλάδα και, αφετέρου, στην απόδειξη της αλήθειας ότι ο σημερινός κόσμος- και, συνακόλουθα, η εποχή μας- οφείλει περισσότερα στην Ελλάδα απ΄ ό,τι στη Ρώμη ως προς την όλη εξέλιξη και την τωρινή φυσιογνωμία του νόμου και της έννομης τάξης.
ΙΙ. Η συμβολή αυτή της Ντε Ρομιγί είναι τόσο περισσότερο ουσιαστική όσο ο νομικός πολιτισμός και η νομική σκέψη εδώ και αρκετές εκατονταετίες στηρίχθηκαν, εν πολλοίς, στην «επίπονα» καλλιεργημένη αντίληψη ότι η δυτικού τύπου κρατική οργάνωση και το νομικό της υπόβαθρο έχουν τα θεμέλιά τους πρωτίστως στην αρχαία Ρώμη και στο ρωμαϊκό δίκαιο. Βεβαίως ουδείς μπορεί, με σοβαρά επιχειρήματα, να αρνηθεί τη συνεισφορά και την επιρροή της ρωμαϊκής παράδοσης πάνω στη διαμόρφωση των σύγχρονων πολιτειακών θεσμών και της νομικής τους υποδομής. Είναι όμως ανάγκη- και αυτή την ανάγκη υπηρέτησε με συνέπεια η Ζακλίν ντε Ρομιγί- να τεκμηριωθεί η αλήθεια ως προς τη μεγάλη, καθοριστικής σημασίας, νομική παρακαταθήκη της αρχαίας Ελλάδας μέσα από τα επί μέρους αρχαία ελληνικά δίκαια και ιδιαιτέρως μέσα από το αρχαίο αθηναϊκό δίκαιο.
ΙΙΙ. Γράφει, λοιπόν, με γλαφυρή πυκνότητα, η Ντε Ρομιγί: «Οι Ελληνες, εραστές πάντοτε της ανεξαρτησίας, διακήρυσσαν συνεχώς με υπερηφάνεια την υπακοή στους νόμους. Είναι γεγονός ότι δεν αναζητούσαν με κανένα τρόπο να καθορίσουν τα δικαιώματα και τις ελευθερίες σε σχέση με την πόλη στην οποία ανήκαν και με την οποία είχαν ταυτισθεί. Το μόνο που ζητούσαν ήταν να διοικείται η πόλη αυτή από έναν δικό της κανόνα και όχι από έναν άνθρωπο. Ετσι ο νόμος υπήρξε το στήριγμα και η εγγύηση όλης της πολιτικής τους ζωής. Και τον χρησιμοποιούσαν ως μέσον για να αντιτάσσονται τόσο στην αναρχία της πρωτόγονης ζωής όσο και στην υποταγή των λαών που, σαν τους Πέρσες, υπόκεινταν στην αυθαιρεσία ενός ηγεμόνα». Και μόνον αυτό το απόσπασμα αρκεί για να καταγράψει τη διττή συμβολή της αρχαίας Ελλάδας στη θεσμική και κανονιστική φυσιογνωμία του νόμου:
Α. Πρώτον, είναι η αρχαία ελληνική νομικήκαι όχι μόνο- σκέψη που έθεσε τα θεμέλια της θετικοποίησης του νόμου και, άρα, του δικαίου. Με απλές λέξεις, απάλλαξε τον νόμο από την αρχική αοριστία τόσο των μεταφυσικών του καταβολών όσο και της άγραφης προέλευσής του. Είναι, δηλαδή, η ανάδυση του γραπτού νόμου μέσα από την αρχαία ελληνική νομική διανόηση και πραγματικότητα που δρομολόγησε τη θετική υπόσταση της κανονιστικής του δύναμης ως κανόνα δικαίου.
Β. Δεύτερον, είναι πάλι η αρχαία ελληνική νομική- και όχι μόνο- σκέψη που έφερε τον νόμο «από τον Ολυμπο στη γη». Με την έννοια ότι τον αποκατέστησε ως δημιούργημα των ανθρώπων και, συγκεκριμένα, του λαού. Και κάτι πολύ πιο σημαντικό: τον αναγόρευσε, θεσμικώς και πολιτικώς, σε προϊόν κοινής βούλησης εκείνων τους οποίους αφορά το ρυθμιστικό του πλαίσιο. Δηλαδή, σε προϊόν συναίνεσης που προκύπτει μέσα από δημοκρατικές διαδικασίες, γεγονός το οποίο παραπέμπει, ήδη από τότε, στις ρίζες του «κοινωνικού συμβολαίου» και του συνακόλουθου αυτοκαθορισμού της ανθρώπινης συμπεριφοράς. Γεγονός, επίσης, το οποίο απαλλάσσει σταδιακώς τον νόμο από το αντιδημοκρατικό του παρελθόν, όταν η προέλευσή του ήταν συνυφασμένη- και έτσι υπονομευμένη ως προς την αποτελεσματικότητα της εφαρμογής του- με την αυθαιρεσία της «ενός ανδρός αρχής», βασιλικής ή τυραννικής καταγωγής συνήθως.
ΙV. Τέλος, είναι ακριβώς αυτά τα ανθρώπινα και δημοκρατικά στοιχεία του νόμου, όπως τα διαμόρφωσε η αρχαία ελληνική σκέψη και πράξη, τα οποία αργά αλλά σταθερά άνοιξαν τον δρόμο για να πάρει τη σύγχρονη αμιγώς ανθρωποκεντρική υφή του. Με άλλα λόγια, είναι ακριβώς αυτά τα, ελληνικής επινόησης και ελληνικής νοοτροπίας κατά τ΄ ανωτέρω, στοιχεία που κάνουν σήμερα τον νόμο- τον κάθε νόμο και πριν απ΄ όλους το ίδιο το Σύνταγμανα στρέφεται γύρω από τον άνθρωπο. Και τούτο όχι βεβαίως για να οργανώσει τον καταναγκασμό του αλλά, όλως αντιθέτως, για να κατοχυρώσει την ελευθερία του μέσα από εμβληματικές θεμελιώδεις ρήτρες όπως είναι η προστασία της αξίας του ανθρώπου και η εμπέδωση της ελεύθερης ανάπτυξης της προσωπικότητάς του.
Και για να συμπεράνω: Κάπως έτσι, ανατρέχοντας στις μακρινές αλλά αείρροες πηγές της αρχαίας ελληνικής σκέψης, ο νόμος άφησε πίσω του το άγος του αντιδημοκρατικού καταναγκασμού για να αποκτήσει τα σύγχρονα χαρακτηριστικά ενός θεσμικοπολιτικού οχήματος ελευθερίας του ανθρώπου προκειμένου να εφαρμόζεται στο πλαίσιο του αμοιβαίου σεβασμού των ορίων της. Και κάπως έτσι η κλασική, στη δομή και στην τεκμηρίωσή της, σκέψη της Ντε Ρομιγί συναντάται με τον ριζοσπαστικό στίχο του Οδ. Ελύτη στη «Μαρία Νεφέλη»: «Μια νομοθεσία εντελώς άχρηστη για τις Εξουσίες θα ΄τανε αληθινή σωτηρία».
Ο κ. Προκόπης Παυλόπουλος είναι βουλευτής, καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.