Αυτό κι αν είναι αταίριαστο ζευγάρι… Ο ένας γύρω στα τριάντα, καλοχτενισμένος, επιμελώς ντυμένος, προσεκτικός, εκπέμπει μια αύρα άκακου ζώου που τακτοποιεί μεθοδικά τη φωλιά του. Ο άλλος με βρώμικα, κουρελιασμένα ρούχα, μακριά αχτένιστα μαλλιά, κινείται πέρα-δώθε πάνω στα ξεχαρβαλωμένα σανδάλια του και μιλάει δυνατά, ανίκανος να ελέγξει τον ενθουσιασμό του. Βέβαια για το τελευταίο δεν θα ΄πρεπε να τον κατηγορήσουμε: πόσο συχνά προθυμοποιείται ένας άγνωστος να σε μαζέψει από τον δρόμο και να σε φέρει σπίτι του;
Δεν γνωρίζουμε (και δεν μαθαίνουμε) για ποιον ακριβώς λόγο ο Αστον επέλεξε να περιθάλψει τον άστεγο Ντέιβις. Σίγουρα πάντως ο μυστηριώδης φιλάνθρωπος δεν μοιάζει να έχει κακό στο μυαλό του- πόσω μάλλον που παραχωρεί στον φιλοξενούμενό του κρεβάτι να κοιμηθεί και το ελεύθερο να μείνει μαζί του όσο χρειαστεί. Ο Ντέιβις δεν πιστεύει στην καλή του τύχη. Κι ας κάνει τον δύσκολο στην αρχή επικαλούμενος υποχρεώσεις και σχέδια που τον αναμένουν στον έξω κόσμο. Μέσα του ξέρει ότι έπιασε την καλή. Ακόμη περισσότερο όταν την επομένη του γίνεται πρόταση να αναλάβει ρόλο επιστάτη στο εγκαταλελειμμένο κτίριο.
Ο Ντέιβις όμως υπολογίζει χωρίς τον ξενοδόχο. Για την ακρίβεια, χωρίς τον ιδιοκτήτη του κτιρίου και αδελφό του Αστον, τον Μικ. Ο οποίος εμφανίζεται από το πουθενά με δική του ατζέντα, περισσότερο καχύποπτος απέναντι στον ξένο, περισσότερο απρόβλεπτος στις αντιδράσεις του αλλά ταυτόχρονα πιο «κανονικός», πιο συζητήσιμος, προτείνει τελικά και αυτός στον ηλικιωμένο τυχοδιώκτη τον ρόλο του επιστάτη.
Ποιο από τα δύο αδέλφια έχει το πάνω χέρι; Από ποιον εξαρτάται η μακροπρόθεσμη, ανεμπόδιστη παραμονή του Ντέιβις στη σοφίτα; Κάθε σκηνή θέτει υπό αμφισβήτηση τα δεδομένα της προηγούμενης, εισάγει καινούργιους όρους στο παιχνίδι. Ετσι ποτέ δεν μπορούμε να επαναπαυθούμε, ούτε εμείς ούτε οι ήρωες. Μοιάζουμε ως έναν βαθμό με τον Ντέιβις που ξεψαχνίζει πονηρά τους δύο αδελφούς για να καταλάβει τι έχουν στον νου τουςτο μόνο που καταφέρνει όμως είναι να χτυπάει ξανά και ξανά το κεφάλι του στον τοίχο.
Τίποτε δεν είναι σαφές και τακτοποιημένο: όλα μπορούν να αναποδογυρίσουν ανά πάσα στιγμή. Ανά πάσα στιγμή μπορεί ο ευεργετούμενος να σηκώσει κεφάλι και να ζητήσει τα ρέστα. Ανά πάσα στιγμή ο ευεργέτης μπορεί να μεταμορφωθεί σε διώκτη που χρησιμοποιεί βία για να συμμορφώσει το θύμα του. Ανά πάσα στιγμή οι συμμαχίες μεταβάλλονται, η εξουσία αλλάζει χέρια ή αποκαλύπτει απλώς το αληθινό της πρόσωπο.
Θα μπορούσε να πει κανείς ότι στο τέλος η αδελφική αγάπη υπερισχύει και στέλνει την αξιολύπητη, απογοητευτική πατρική φιγούρα πίσω στους κρύους δρόμους του Λονδίνου (είναι μια εκδοχή που καταθέτει ο Μάρτιν Εσλιν). Ή ότι ο φιλόδοξος και άπληστος γερο-άστεγος έπεσε άθελά του στην παγίδα που του έστησαν τα δύο αδέλφια για να διασκεδάσουν. Ή ακόμη ότι η ανάγκη για περιφρούρηση του ζωτικού χώρου- της «σοφίτας» μας- αποδεικνύεται τελικά πολύ πιο ισχυρή από κάθε επιθυμία να κάνουμε το καλό. Σε κάθε περίπτωση το έργο μένει ανοιχτό σε άπειρες ερμηνείες, ενώ φαινομενικά μοιάζει με το πιο σφιχτό, ρεαλιστικό οικοδόμημα. Κάτω από αυτή την επιφάνεια «πραγματικότητας» βράζει ένα ολόκληρο σύμπαν ψυχολογικών συγκρούσεων, ποιητικών μεταφορών και συμβόλων (το άγαλμα του Βούδα, τα παπούτσια, το υπόστεγο) που πυροδοτούν τη σκέψη και τη φαντασία. Οι αδιάκοποι ελιγμοί του λόγου δημιουργούν ένα συνεχές παραπέτασμα καπνού καθώς οι ήρωες δεν λένε σχεδόν ποτέ όσα πραγματικά θέλουν να πουν. Γιατί αυτό θα σήμαινε να εκτεθούν στους άλλους, να σταθούν ευάλωτοι απέναντί τους- πράγμα αδιανόητο.
Η παράσταση που σκηνοθέτησε ο Αντώνης Αντύπας εξασφαλίζει μια πλήρη πιντερική εμπειρία. Ακόμη κι αν δεν καινοτομεί σε κανένα επίπεδο- ειδικά το σκηνικό «σαβούρας» είναι πια χιλιοϊδωμένο-, η παράσταση καταφέρνει να οικοδομήσει έναν ολοκληρωμένο κόσμο που απορροφάει τον θεατή για δύο ολόκληρες ώρες. Ταυτόχρονα δεν του χαρίζεται, τον βάζει κι αυτόν να «δουλέψει». Ο λόγος και οι χαρακτήρες είναι ιδιαίτερα επεξεργασμένοι: το αισθάνεται κανείς ότι τίποτε δεν έχει αφεθεί στην τύχη του. Τα νεφελώδη σύνορα των σχέσεων, οι κοφτερές αμφισημίες, οι λεπτές ισορροπίες, η απειλητική αβεβαιότητα, όλα τα ζωτικά στοιχεία του έργου συναντώνται εδώ εναρμονισμένα. Η Ελένη Καραΐνδρου με διάθεση τζαζ και φιλμ νουάρ συνθέτει γοητευτικές μουσικές νησίδες.
Ευχάριστη έκπληξη ο νεοεμφανιζόμενος Χάρης Φραγκούλης (αποφοίτησε από τη σχολή του Εθνικού το 2010 διαβάζουμε στο βιογραφικό του). Ανέλαβε τον δύσκολο -καθ΄ ότι αινιγματικό και γεμάτο γωνίες- ρόλο του Μικ και τον έφερε εις πέρας με ένταση, πάθος, επιμονή. Εναν Μικ ανεξιχνίαστο και εν δυνάμει επικίνδυνο- σαν να μην ξέρεις ποτέ τι ακριβώς σκέφτεται και τι μπορεί να πάθεις αν του πεις το λάθος πράγμα. Ισως χρειάζεται να δουλέψει λίγο περισσότερο τη φωνή του.
Ο Λαέρτης Βασιλείου παρέδωσε μια στέρεη, καλοφτιαγμένη ερμηνεία ως Αστον: ευγενικά απόμακρος, «καθαρός» και ταυτόχρονα αμφιλεγόμενος σε σωστές αναλογίες. Θα μπορούσε να χαλαρώσει λίγο τη «λοβοτομημένη» διάσταση, νομίζω το παρακάνει.
Ο Δημήτρης Καταλειφός έφτιαξε, τέλος, έναν εξαιρετικό Ντέιβις: με όλα τα ελαττώματα του ήρωα, την γκρίνια, το θράσος, την κουτοπονηριά, την αλαζονεία να ξεπηδούν ολοζώντανα και να συνθέτουν δυναμικά τόσο την απωθητική όσο και την ανθρώπινη, κωμική διάστασή του. Ορμητικός, πληθωρικός, ακαταπόνητος, ο Καταλειφός στα καλύτερά του.