Τι είναι τα Χριστούγεννα για τον καθένα από εμάς;
Μια σπάνια αφορμή για περισυλλογή και ενδοσκόπηση- πολύ περισσότερο μέσα σε συνθήκες κρίσης-, μια ευκαιρία για οικογενειακές συγκεντρώσεις και φιλικές συναναστροφές ή μήπως μια σύντομη ανάπαυλα από τους «τρελούς» ρυθμούς της καθημερινότητας; Οποια και αν είναι η απάντηση, τα πρόσωπα που ακολουθούν, διακεκριμένοι όλοι τους στα πεδία της Τέχνης και των Γραμμάτων, προτείνουν κάτι διαφορετικό:
επιλέγουν ένα έργο από τον ευρύτερο χώρο τους και μέσα από αυτό μάς καλούν να ανακαλύψουμε εκ νέου των πνεύμα των Χριστουγέννων. Μια ταινία, ένα βιβλίο, μια μουσική ή ακόμη πράγματα που συμβαίνουν γύρω μας, μέσα από το προσωπικό ύφος του καθενός που το προτείνει: μια καλή αφορμή για να σκεφθούμε, να αντιδράσουμε ή απλώς να περάσουμε καλά.
ΣΩΤΗ ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟΥ, συγγραφέας
Οι ύμνοι του «βασιλιά του ροκ»
«Είχα όλους τους δίσκους του Ελβις· όλους. Και τα σινγκλ, και τα στούντιο άλμπουμ, και τα live, και τις επανεκδόσεις. Μου έλειπεκαι μου λείπει ακόμα- το χριστουγεννιάτικο άλμπουμ του 1957 που ήταν, για μένα, το σύμβολο των παιδικών Χριστουγέννων. Στις ΗΠΑ είχε κυκλοφορήσει αρχικά σε περιορισμένο αριθμό αντιτύπων. Δεν είχε κυκλοφορήσει στην Ευρώπη: το άκουγα μόνο στον αμερικανικό ραδιοφωνικό σταθμό. Αργότερα έμαθα ότι πούλησε 3 εκατ. αντίτυπα. Εγώ πάντως δεν ήμουν από τους αγοραστές. Το “Εlvis΄ Christmas Αlbum” περιείχε κλασικά κομμάτια όπως το “White Christmas” (τι κρίμα, σκεφτόμουν, ποτέ δεν χιονίζει στην Αθήνα τα Χριστούγεννα!), το “Silent night”, τα γκόσπελ “Τake my hand, precious Lord” και “Ι believe”. Κιθάρα έπαιζε ο μεγάλος Σκότι Μουρ, συμπατριώτης του Ελβις από το Τενεσί, που συνεργάστηκε αργότερα με τους Τen Υears Αfter.
Ο δίσκος ξανακυκλοφόρησε με διαφορετικό εξώφυλλο και με τροποποιημένο περιεχόμενο (περιελάμβανε το “Ιf Εvery Day Was Like Christmas”) το 1970.
Πούλησε άλλα 9 εκατομμύρια. Ομως ήμουν κιόλας δεκατριών ετών· όταν είσαι δεκατριών, δεν ακούς χριστουγεννιάτικα τραγούδια. Εξάλλου εκείνη τη χρονιά ο Ελβις εμφανιζόταν στο Λας Βέγκας και ηχογραφούσε το “Οn stage”. Τα Χριστούγεννα του ΄70 έμαθα ότι το σόου του στο Βέγκας είχε γίνει ντοκυμαντέρ με τίτλο “Τhat΄s the way it is”. Αγόρασα τον ομώνυμο δίσκο και περίμενα με ανυπομονησία το ντοκυμαντέρ. Στον αμερικανικό σταθμό ο Ελβις τραγουδούσε το εξάλεπτο (και, ω, πόσο σέξι!) “Μerry Christmas, baby” του Ρέι Τσαρλς. Ο Ελβις με έκανε για μία ακόμα φορά εκστατικά ευτυχισμένη».
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΡΗΓΟΣ, χορογράφος
Εφιάλτης α λα Τιμ Μπάρτον
«Δεκαεπτά χρόνια μετά την έξοδό του στις αίθουσες, ο “Χριστουγεννιάτικος εφιάλτης” παραμένει με διαφορά η πιο πρωτότυπη και διασκεδαστική ανατροπή των γνωστών κλισέ, βάζοντας στο μπλέντερ το πνεύμα του Τιμ Μπάρτον, την παιδική φαντασία και την απαραίτητη γοτθική οπτική, που ανανεώνει τη ζαχαρένια προκατάληψη με τον καλοσυνάτο Αϊ-Βασίλη και τα εξαντλημένα από τα κάλαντα και τα δώρα παιδάκια. Η ιδέα είναι τρομερή: ο Τζακ Σκέλινγκτον, Βασιλιάς Κολοκύθας της Ηalloween Τown, έχει βαρεθεί από τη μονοτονία του μασκαρέματος, και αφού περιπλανιέται στο δάσος, βρίσκεται μπροστά σε πόρτες που οδηγούν σε όλες τις γιορτές. Από το Πάσχα, την Ημέρα του Αγίου Βαλεντίνου και τη Ημέρα των Ευχαριστιών, διαλέγει την Πόλη των Χριστουγέννων και της αλλάζει τα φώτα, αφού αποφασίζει να δώσει άδεια στον Αγιο Βασίλη και να φέρει τους κατοίκους της πόλης του για να υποδυθούν χριστουγεννιάτικους ρόλους. Τάρανδοι-Φρανκενστάιν; Τραγούδι με τον τίτλο “Κidnap the Sandy Claws”; Μερικές από τις ιδιοφυείς συλλήψεις ενός απόκοσμου μιούζικαλ, που βασίζεται στο stop motion animation, μια τεχνική σχετικά πρωτόγονη αλλά τόσο πειστική στην απόδοση ενός bizarre, γλυκού τρόμου. Ο Χένρι Σέλικ σκηνοθετεί αλλά ο παραγωγός Μπάρτον είναι το μυαλό πίσω από το ύφος, τη σκηνογραφία και το αλλιώτικο κοστούμι μιας βέβηλης επικράτησης του φωτός έναντι του σκότους. Η ταινία είναι το αντίδοτο για όσους μελαγχολούν στην ιδέα, όχι των Χριστουγέννων, αλλά πως οφείλουν να διασκεδάσουν φορώντας το ίδιο χαζό χαμόγελο».
ΜΑΡΙΑ ΝΑΥΠΛΙΩΤΟΥ, ηθοποιός
Η μεταστροφή του τσιγκούνη
«Για μένα τα Χριστούγεννα είναι ταυτισμένα με τη “Χριστουγεννιάτικη ιστορία”, τη γνωστή ταινία με τον Σκρουτζ, η οποία έχει, ως γνωστόν, γνωρίσει διάφορες εκδοχές. Την πρωτοείδα μικρή και με επηρέασε έντονα. Το στοιχείο που εντυπωσιάζει είναι, ασφαλώς, η μεταστροφή αυτού του ανθρώπου, ενός σκληρού, τσιγκούνη και μοχθηρού, στην αρχή, ήρωα, από τη στιγμή κατά την οποία έρχεται σε επαφή με το μέλλον του μέσα από το όνειρο που βλέπει. Μέσα από το σοκ λοιπόν αποφασίζει να αλλάξει. Βρίσκω τρομερά ενδιαφέρον το πώς τελικά η επαφή μας με το μέλλον, με τον θάνατο, με τη μοναξιά, με τη σκληρότητα, με την αναλγησία, είναι σε θέση να μας ταρακουνήσει, να μας κάνει να σκεφθούμε και να αλλάξουμε. Αυτό ακριβώς όμως δεν εκφράζει και το Πνεύμα των Χριστουγέννων;».
ΛΥΔΙΑ ΚΟΝΙΟΡΔΟΥ, ηθοποιός
Χριστούγεννα και οικολογία
«Τα Χριστούγεννα είναι η γιορτή του φωτός και της αφύπνισης της συνείδησης. Μέσα από αυτό το πρίσμα λοιπόν θα επιλέξω δύο βιβλία, ένα παλαιότερο, το οποίο εκδόθηκε στα μέσα της δεκαετίας του 1960 και προκάλεσε αίσθηση, και ένα νεότερο, που κυκλοφόρησε το 2007. Το πρώτο είναι “Η σιωπηλή άνοιξη” της Ρέιτσελ Κάρλσον και το δεύτερο “Το δόγμα του σοκ” της Ναόμι Κλάιν. Τα ξεχωρίζω γιατί και τα δύο βοηθούν τον αναγνώστη να σκεφθεί πέρα από γεγονότα και φαινόμενα και να συνειδητοποιήσει τις επιπτώσεις των πράξεων και τις διαδικασίες που μας οδηγούν σε καταστάσεις όπως, για παράδειγμα, η περιβαλλοντική αλλά και η οικονομική κρίση.
Παράλληλα, αισθάνομαι πως κατά κάποιον τρόπο αυτά τα δύο βιβλία αλληλοσυμπληρώνονται, δίνοντας μια διπλή προσέγγιση σε αυτό που ζούμε σήμερα: αφενός η περιβαλλοντική διαταραχή, που είναι ίσως πιο σημαντική από την οικονομική κρίση, αφετέρου η ίδια η κρίση. Βιώνοντας λοιπόν το πνεύμα των Χριστουγέννων αισθάνομαι πως τα βιβλία αυτά μάς βοηθούν να συνειδητοποιηθούμε, όχι όμως για να στενοχωρηθούμε και να απογοητευθούμε αλλά για να φύγουμε από το σκοτάδι του φόβου και να βρούμε, επιτέλους, λύσεις σε ατομικό αλλά, κυρίως, και σε συλλογικό επίπεδο».
ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΟΥΜΕΝΤΑΚΗΣ, συνθέτης
Από τον Ρωμανό στον Μπαχ
«Η Ανατολή και η Δύση είναι δύο κόσμοι οι οποίοι αισθάνομαι ότι συνυπήρχαν ανέκαθεν μέσα μου. Μέσα από αυτό το πρίσμα λοιπόν θα επιλέξω δύο έργα: τον Υμνο της Γέννησης του Ρωμανού του Μελωδού και το Ορατόριο των Χριστουγέννων του Μπαχ. Και τα δύο τα πρωτοάκουσα μικρό παιδί και έκτοτε υπάρχουν στην καθημερινότητά μου σταθερά, ανεξαρτήτως εορταστικής περιόδου. Τώρα που το σκέφτομαι, μάλιστα, οι Γιορτές δεν διαφοροποιούνται μέσα μου μέσω έργων αλλά μέσα από το αντίστοιχο κλίμα, τη συνάντηση με φίλους κ.λπ. Ωστόσο αυτά τα δύο έργα συνυπάρχουν στο εορταστικό κλίμα της καθημερινότητάς μου. Συλλαμβάνω, μάλιστα, τον εαυτό μου να τα αναζητεί συχνά, σε ανύποπτο χρόνο. Και τα δύο έχουν ως βασικό στοιχείο τον θεολογικό λόγο. Ωστόσο η Αναπαράσταση (στοιχείο επίσης κοινό μεταξύ τους) γίνεται μέσα στον κάθε άνθρωπο ξεχωριστά. Η μουσική, ως αφηρημένη γλώσσα, σε βάζει σε ένα μονοπάτι και το παζλ το συμπληρώνεις μέσα σου».
ΓΙΩΡΓΟΣ ΛΑΖΟΓΚΑΣ, εικαστικός
Ο Ντίκενς στον καιρό της επιμήκυνσης
«Παραδέχομαι πως τα Χριστούγεννα υπήρξαν η πιο ανιαρή γιορτή της ζωής μου. Η μόνη χαρά που θυμάμαι ήταν το κλείσιμο των σχολείων και η αναμονή του χιονιού. Δεν διάβαζα χριστουγεννιάτικες ιστορίες, δεν ζωγράφιζα δένδρα, δεν με ενδιέφερε να αναζητήσω ζωγραφιές άλλων. Ακόμη και τους εξαιρετικούς πίνακες του Ραφαέλο ουδέποτε τους συνδύασα με τη γέννηση του Χριστού.
Πρόσφατα όμως συγκινήθηκα από το παραμύθι του Ντίκενς “Καλά Χριστούγεννα, κύριε Σκρουτζ”, ιστορία που δείχνει εξαιρετικά επίκαιρη σήμερα. Τα τρία πνεύματα-φαντάσματα που έρχονται να συμβουλέψουν τον Σκρουτζ συμβολίζοντας το παρελθόν το παρόν και το μέλλον, υποδεικνύουν πως παντού έχουμε να κάνουμε… διορθώσεις. Φυσικά στο επίκεντρο της ιστορίας βρίσκεται η ευτυχία μέσα στη φτώχεια- παρηγοριές στον ασθενή Αγγλο τότε-, επιβεβαιωμένες σήμερα από τον ερευνητή Ρίτσαρντ Λίαρ που διαπρέπει στα «οικονομικά της ευτυχίας», τονίζοντας «κάθε άτομο με ετήσιο εισόδημα 12.000 ευρώ δεν πρόκειται να είναι πιο ευτυχισμένο όσο και αν το αυξήσει» («Το Βήμα», 17 Δεκεμβρίου 2010).
Κύκλος είναι και γυρίζει. 150 χρόνια πίσω; Αντιθέτως 150 χρόνια μπροστά. Διότι το τρίτο φάντασμα, που παίζει τον πιο δυνατό ρόλο, αυτόν που προσφέρει την τελευταία ελπίδα δείχνοντας τι μέλλει γενέσθαι μετά θάνατον, έχει ήδη εμφανιστεί στους κυβερνητικούς, γι΄ αυτό και συνετίστηκαν αμέσως ζητώντας συνεχείς επιμηκύνσεις με αλλεπάλληλους δανεισμούς. Και επειδή είδαν πολύ καθαρά το μέλλον, τα 1.000 ευρώ του Λίαρ τα συρρίκνωσαν σε 500. Γιατί αν μπορείς να βρεις την ευτυχία με 1.000, με τα 500 πρέπει να κολυμπάς σε πελάγη της».
ΒΑΓΓΕΛΗΣ ΘΕΟΔΩΡΟΠΟΥΛΟΣ, σκηνοθέτης
Κάλαντα και μετανάστες
«Δεν θα επέλεγα ένα συγκεκριμένο έργο για τα Χριστούγεννα. Με αυτά ασχολούμαι όλον τον υπόλοιπο χρόνο. Για μένα τα Χριστούγεννα είναι ταυτισμένα με μνήμες, με συνήθειες, με πράγματα που μπορούν να συμβούν στον δρόμο και βγάζουν μια ατμόσφαιρα έντονη, σε βαθμό που αποκτά, αντίστοιχα, μια δραματικότητα. Μου αρέσει τρομερά, ας πούμε, και ταυτόχρονα με συγκινεί, να έρχονται παιδιά την Παραμονή να μου λένε τα κάλαντα. Θα έλεγα ότι με παραπέμπει στα παιδικά μου χρόνια, τότε που έλεγα κάλαντα κι εγώ, μανιωδώς, ως τα δώδεκά μου χρόνια περίπου. Ηταν άλλωστε το χαρτζιλίκι μου… Είναι μια εμπειρία τόσο έντονη μέσα μου όσο και το οτοστόπ που έκανα φανατικά όταν ήμουν νέος, γι΄ αυτό και σήμερα αισθάνομαι υποχρέωση να σταματήσω σε όποιον μου κάνει σινιάλο.
Κάτι άλλο που με συγκινεί πολύ τα Χριστούγεννα είναι τα τραγούδια των μεταναστών στον δρόμο. Αυτά που τα τραγουδούν δυνατά για να ακούγονται, με τη συνοδεία του ακορντεόν. Είναι κάτι που με αγγίζει βαθιά και το αναζητώ, θα έλεγα κάθε Χριστούγεννα».
ΜΙΛΤΟΣ ΛΟΓΙΑΔΗΣ, αρχιμουσικός
Η τρυφερότητα του Αμάλ
«Το έργο που αντιπροσωπεύει για μένα τα Χριστούγεννα περισσότερο από οποιοδήποτε άλλο είναι “Ο Αμάλ και οι νυχτερινοί επισκέπτες” του Τζιανκάρλο Μενότι. Πρόκειται για μια μονόπρακτη όπερα η οποία πρωτοπαρουσιάστηκε το 1951 από το αμερικανικό τηλεοπτικό δίκτυο ΝΒC και ουσιαστικά είναι η πρώτη όπερα που γράφτηκε ειδικά για τη μικρή οθόνη. Αργότερα βέβαια πέρασε και στη σκηνή. Την πρωτοάκουσα γύρω στα 1995 και κάποια στιγμή έπεσε στα χέρια μου ένα σπαρτίτο. Θυμήθηκα, μάλιστα, ότι κάποτε είχε αναφέρει πως ήθελε να την κάνει και ο ίδιος ο Χατζιδάκις, ο οποίος άλλωστε γνώριζε προσωπικά τον συνθέτη. Αυτό που ξεχωρίζω στο συγκεκριμένο έργο είναι η συγκίνηση και η τρυφερότητα που βγάζει με τρόπο τόσο απλό και αβίαστο, καθόλου φανφαρόνικο. Πρόκειται για την ιστορία ενός ανάπηρου αγοριού, του Αμάλ, που θέλει να προσφέρει ένα δώρο στον Χριστό. Δεν έχει όμως τίποτε άλλο εκτός από την πατερίτσα του, την οποία προσφέρει με μεγάλη προθυμία.
Πιστεύω πως πρόκειται για ένα έργο εξαιρετικά επίκαιρο στους καιρούς που ζούμε. Το να μπορείς να δεις πέρα από τα χρήματα, το να διαθέτεις ανθρωπιά- πράγμα που εμείς οι Ελληνες κάπου το έχουμε χάσει- είναι ένα μήνυμα που μπορεί να μας κρατήσει όρθιους».