Είναι ήδη γνωστό ότι κατά τριών υπουργών που ανήκουν στο κόμμα της Νέας Δημοκρατίας ασκήθηκε από τη Βουλή των Ελλήνων ποινική δίωξη για τις πράξεις ανταλλαγής ακινήτων μεταξύ του Ελληνικού Δημοσίου και της Μονής Βατοπαιδίου. Ο ποινικός χαρακτηρισμός της συμπεριφοράς αυτής των υπουργών είναι, κατά τη γνώμη της πλειοψηφίας, απιστία σχετική με την υπηρεσία (άρθρο 256 Π.Κ.), ενώ κατά τη γνώμη μερίδας βουλευτών επρόκειτο για κοινή απιστία (άρθρο 390 Π.Κ.). Πάντως, πρέπει να σημειωθεί ότι η πλειοψηφούσα γνώμη, για την εγκυρότητα της ποινικής δίωξης, πρέπει να συγκεντρώνει την απόλυτη πλειοψηφία του όλου αριθμού των βουλευτών (άρθρο 86 παρ.
3 Συντ.), δηλαδή τουλάχιστον 151 βουλευτών.
Ηδη, σύμφωνα με τον ειδικό νόμο για την ποινική ευθύνη των υπουργών (Ν. 3126/2003), κληρώθηκαν από τον Πρόεδρο της Βουλής τα μέλη, τακτικά και αναπληρωματικά, του Δικαστικού Συμβουλίου που έχει τις αρμοδιότητες που ορίζονται στα άρθρα 307 επ. του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας. Ενα από τα μέλη του Δικαστικού Συμβουλίου, που ανήκει στον Αρειο Πάγο, θα ορισθεί ως ανακριτής, ο οποίος έχει τις αρμοδιότητες του ανακριτή που ορίζονται από τον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας. Στον εν λόγω ανακριτή διαβιβάζε ται αμελλητί και η δικογραφία που έχει σχηματισθεί κατά τυχόν συμμετόχων, προσώπων δηλαδή που δεν είχαν υπουργική ιδιότητα.
Ο ανακριτής θα έχει ορισμένα προβλήματα.
Ετσι, σύμφωνα με το άρθρο 247 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, έχει δικαίωμα διαφωνίας και μη ενέργειας τακτικής ανάκρισης, εάν, πέραν των λοιπών κατά τον νόμο περιπτώσεων, υπάρχουν λόγοι που εμποδίζουν την ποινική δίωξη των υπουργών. Ενας τέτοιος λόγος είναι ο περιορισμός που θέτει το Σύνταγμα για την ποινική δίωξη υπουργού και στερεί τη Βουλή από το σχετικό δικαίωμά της, όταν έχει περατωθεί και η δεύτερη σύνοδος της βουλευτικής περιόδου που αρχίζει μετά την τέλεση της αξιόποινης πράξεως. Ετσι, στην περίπτωση που μας ενδιαφέρει, αν οι πράξεις που αποδίδονται στους τρεις υπουργούς έλαβαν χώρα μέχρι της ημέρας των εκλογών του Σεπτεμβρίου 2007, η Βουλή δεν είχε δικαίωμα άσκησης διώξεως και τυχόν άσκηση αυτής είναι απαράδεκτη. Εφόσον ο ανακριτής διαφωνήσει, τη διαφωνία θα τη λύσει το Δικαστικό Συμβούλιο, αποφαινόμενο κατά την κρίση του.
Εάν η κατηγορούμενη πράξη των τριών υπουργών συνίσταται στην ανταλλαγή περιουσιακών στοιχείων, δεν μπορώ να δεχθώ τον χαρακτηρισμό της ως απιστίας σχετικής με την υπηρεσία. Το έγκλημα τούτο διαφοροποιείται από εκείνο της κοινής απιστίας, η οποία ως χώρο τελέσεώς της μπορεί να έχει οποιαδήποτε ζημιογόνο διαχείριση ξένης περιουσίας, ενώ η απιστία η σχετική με την υπηρεσία αναφέρεται σε ελάττωση δημόσιας κλπ. περιουσίας κατά τον προσδιορισμό, την είσπραξη ή τη διαχείριση φόρων, δασμών, τελών ή φορολογημάτων ή οποιωνδήποτε εσόδων. Περιπτώσεις δηλαδή στις οποίες δεν μπορεί να υπαχθεί η σύναψη μιας ασύμφορης για το Δημόσιο ανταλλακτικής σύμβασης. Στην περίπτωση λανθασμένου χαρακτηρισμού της πράξεως δεν μπορεί να διαφωνήσει ο ανακριτής, αλλά το δικαστικό συμβούλιο θα κάνει τον ορθό χαρακτηρισμό με ανάλογη εφαρμογή της διατάξεως του άρθρου 319 παρ. 4 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας.
Ενα άλλο πρόβλημα για τον ανακριτή είναι η απαγόρευση που επιβάλλει ο Ν. 3126/2003 του να διατάξει τη βίαιη προσαγωγή, σύλληψη, προσωρινή κράτηση ή επιβολή περιοριστικών όρων σε κατηγορούμενο υπουργό, και αν ήθελαν συντρέξει στο πρόσωπό του οι νόμιμες προϋποθέσεις. Θα έχει τότε ο ανακριτής ηθικό δίλημμα επιβάλλοντας κάποιο από τα προαναφερθέντα μέτρα σε συμμέτοχο που ενδεχομένως να είχε ήσσονος σημαντικότητας συμμετοχή σε κατηγορούμενη, μαζί με υπουργό, ενέργεια. Τότε διέξοδο θα μπορεί ν΄ αναζητήσει από το κατά πόσο είναι συνταγματικώς ανεκτός ο πιο πάνω δικαστικός αφοπλισμός του ανακριτή που του επιβάλλει ο νόμος για την ευθύνη των υπουργών. Δεν νομίζω ότι δικαιολογείται η διαφορετικότητα της μεταχείρισης των κατηγορουμένων. Ας έχουμε υπόψη και την περίπτωση Κράξι στην Ιταλία.
Ο κ. Κωνσταντίνος Λυμπερόπουλος είναι αντιπρόεδρος Αρείου Πάγου ε.τ.