Η οικονομία είναι η μοίρα μας
Walter Rathenau,1918
Η παραπάνω διάγνωση- δραματικά επίκαιρη και πάλι σήμερα σε πλανητικό επίπεδο- αποτέλεσε τον υπαρξιακό πυρήνα του αντιφιλελεύθερου πνεύματος που κυριολεκτικά στοίχειωσε τον πολιτικό στοχασμό του αμφιλεγόμενου πολιτειολόγου και διαβόητου φιλοσόφου του δικαίου Καρλ Σμιτ (1888-1985). Το όνομά του αναφέρεται συχνά σε έναν μακρύ κατάλογο «καταραμένων» φιλοσόφων και καλλιτεχνών ( Χάιντεγκερ, Γιούνγκερ, Μπεν, Φουρτβένγκλερ κ.ά.) που προετοίμασαν και στήριξαν θεωρητικά το εθνικοσοσιαλιστικό κίνημα στη Γερμανία. Εν τέλει, η αντιδραστική αυτή ελίτ βρήκε στην αισθητική μια διέξοδο από τις αντινομίες ενός, όπως πίστευαν, μηδενιστικού μοντερνισμού, η προέλαση του οποίου θα έπρεπε να ανασταλεί μέσω μιας γνήσιας και αυθεντικής ύπαρξης. Η εμμονή στην κλασική έννοια της μορφή ς που αντιστέκεται στο ρομαντι κό χάος ήταν η πεμπτουσία αυτής της αισθητικοποιημένης πολιτικής. Το αίτημα της μορφής
Η γοητεία που ασκεί, ακόμη και σήμερα, το έργο του Σμιτ στους (δεξιάς και αριστερής προέλευσης) αναγνώστες του ανάγεται κυρίως στη ρητορική ικανότητα του συγγραφέα να διατυπώνει με ενάργεια τις πολιτικές του θέσεις και να τις αντιπαραθέτει στους αντιπάλους του μέσω απλών σχημάτων. Οι προτάσεις του είναι σαν σφυροκοπήματα που χαράσσονται βαθιά στη μνήμη του παραλήπτη τους. Σταχυολογώντας, «κυρίαρχος είναι όποιος αποφασίζει για την κατάσταση έκτακτης ανάγκης»· «η ειδικά πολιτική διάκριση (…) είναι η διάκριση φίλου και εχθρού»· «όλες οι μεστές έννοιες της σύγχρονης πολιτειολογίας είναι εκκοσμικευμένες θεολογικές έννοιες»· «ο εχθρός είναι η ίδια μας η ερώτηση ως μορφή»· «η εξαίρεση είναι πιο ενδιαφέρουσα από την κανονική περίπτωση»· «η έννοια του κράτους προυποθέτει την έννοια του πολιτικού» κ.ά. Πίσω από όλους αυτούς τους συνάμα ακραίους και κομψούς, ψυχρά ορθολογικούς και θερμά αποκαλυψιακούς γλωσσικούς τύπους, συγκαλύπτεται η αγωνιώδης προσπάθεια του Σμιτ να αναγάγει σε απλές μορφές και σαφείς διακρίσεις την πολυπλοκότητα ενός πλουραλιστικού και ετερογενούς μοντερνισμού που επιχειρεί να απελευθερωθεί από τις ευδιάκριτες πολιτικές και καλλιτεχνικές μορφές.
Αινιγματική περσόνα
Μέσω αυτού του υφολογικού εξτρεμισμού ο Σμιτ αναζητεί να μετατρέψει τον εαυτό του σε μυθική και αινιγματική περσόνα που εμπνέει στους άλλους την επιστροφή στα έργα του και τον ατέρμονα ερμηνευτικό σχολιασμό τους. Στην προσπάθειά του να «απολογηθεί» για το ναζιστικό του παρελθόν προσφεύγει μεταπολεμικά σε λογοτεχνικές φιγούρες όπως εκείνη του αναποφάσιστου σαιξπηρικού Αμλετ ή του αιχμάλωτου στα χέρια εξεγερμένων σκλάβων καπετάνιου Μπενίτο Σερένο, γνωστού από το ομώνυμο μυθιστόρημα του Χέρμαν Μέλβιλ. Οπως πολύ εύστοχα παρατηρεί ο Γρηγόρης Ανανιάδης, ο Σμιτ χρησιμοποιεί τον Αμλετ «ως καμβά για τον αναστοχασμό της προσωπικής του πορείας» με στόχο «να αναδείξει αλληγορικά και τη δική του περίσταση κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο ως γνησίως- κλασικώς- τραγική». Οσον αφορά την εξίσου τραγική φιγούρα του Μπενίτο Σερένο, αυτός συμβολίζει με τη μοίρα του την παρακμή του ευρωπαϊκού πνεύματος που βρίσκεται παραδομένο στα χέρια των εξεγερμένων μαζών της εκβιομηχανισμένης κοινωνίας. Ο Σμιτ, που θεωρεί τον εαυτό του τον τελευταίο ίστορα του Ευρωπαϊκού Νόμου της Γης, ταυτίζεται με τον «ανάπηρο αυλικό» Σερένο, αντικρίζοντας σ΄ αυτόν τη σύγχυση στην οποία βρέθηκε η παλαιά ευρωπαϊκή ελίτ όταν εμφανίστηκαν στην Ιστορία οι πολιτικές δυνάμεις του παγκόσμιου εμπορίου και των πλανητικών τηλετεχνολογιών που εκθεμελίωσαν και εκτόπισαν κάθε έννοια του κλασικού δικαίου.
Χωρίς αμφιβολία ο Σμιτ κατάφερε έτσι να φτάσει πολύ μακριά, αφού η ανά τον κόσμο αυξανόμενη βιβλιογραφία γύρω από το όνομά του δεν λέει να κοπάσει. Ολα αυτά τα προβλήματα της σμιτιανής γραφής επισημαίνονται από τους Καρύδα και Σαγκριώτη στην ενδιαφέρουσα κριτική εισαγωγή τους στη μετάφραση του έργου του Σμιτ Λεβιάθαν.
Ο κ. Διονύσης Καββαθάς είναι επίκουρος καθηγητής Φιλοσοφίας και Αισθητικής των Μέσων στο Πάντειο Πανεπιστήμιο.
Κριτική του φιλελευθερισμού
Τα βιβλία του είναι ως επί το πλείστον μικρές μπροσούρες,«ημερολόγια καταστρώματος», όπως έλεγε ο ίδιος, αφού η εποχή των μεγάλων θεωρητικών συστημάτων έχει παρέλθει ανεπιστρεπτί.Ο Σμιτ προτείνει τα γραπτά του ως απαντήσεις σε συγκεκριμένες προκλήσεις της Ιστορίας.Τις δε έννοιες, μυθικές εικόνες (Λεβιάθαν) και λέξεις που εισηγείται τις κατανοεί ως μεστές από «πολεμικό νόημα»,άλλοτε σαν σήματα αναγνώρισης μεταξύ φίλων και άλλοτε σαν «όπλα εχθρικής διένεξης». Αυτό ισχύει ιδίως για την έννοια του Πολιτικού την οποία ο Σμιτ επιστρατεύει ενάντια στις φιλελεύθερες επιχειρήσεις «ουδετεροποίησης και απολιτικοποίησης» του άλλοτε ισχυρού Λεβιάθαν.Η προέλαση του φιλελεύθερου αυτού καπιταλισμού υποβαθμίζει προοδευτικά,κατά Σμιτ,το κράτος σε γραφειοκρατική μηχανή,την ουσία σε λειτουργία,τη νομιμότητα σε νομιμοποίηση,την πολιτική απόφαση σε απλή διαδικασία και τον πολιτικό εχθρό σε οικονομικό αντίπαλο ή εγκληματία κατά της ανθρωπότητας.
Μέλημα του Σμιτ είναι να δείξει ότι το Πολιτικό,η διάκριση φίλου και εχθρού, επιστρέφει ως απωθημένο στοιχείο της κανονιστικής πολιτικής επιστήμης και επανεγγράφεται στην καρδιά των ουδέτερων,υποτίθεται,περιοχών της μοντέρνας οικονομίας και τεχνικής.Το Πολιτικό είναι,όμως,επίσης αυτό που αναπαράγεται κάτω από την ηθική μάσκα του φιλελεύθερου ανθρωπισμού, κάτι που αναγκάζεται να παραδεχθεί στη μονογραφία του ακόμη και ο φιλελεύθερος Jan-Werner Μuller, διατεινόμενος ότι «ο φιλοσοφικός φιλελευθερισμός θα πρέπει να αποκτήσει μια πολιτική και ιστορική έκφραση αντί να παρουσιάζεται ως ηθική φιλοσοφία». Λίγες μόνο γραμμές από την Εννοια του Πολιτικού(1932) αρκούν για να φανεί η επικαιρότητα του ανοσιουργού αυτού θεωρητικού για τον οποίο η οικονομία είχε ήδη μεταβληθεί σε πολιτική και σε «μοίρα» του πλανήτη: «Ενας οικονομικά θεμελιωμένος ιμπεριαλισμός θα προσπαθήσει φυσικά να επιφέρει μια κατάσταση στη γη κατά την οποία θα μπορεί να χρησιμοποιεί ανενόχλητα τα μέσα της οικονομικής ισχύος του,όπως αποκλεισμό από πιστώσεις,αποκλεισμό από πρώτες ύλες, καταστροφή ξένων νομισμάτων κ.ο.κ.».
Τη συνέχεια την ξέρουμε.