Ο ΕΠΙΜΟΝΟΣ ΑΝΑΓΝΩΣΤΗΣ

Οι Μούσες, και κατά συνεκδοχή η ποίηση, είναι παιδιά, θρέμματα σύμφωνα με τον Κάλβο, της Μνημοσύνης. Σ΄ αυτή τη θεότητα προστρέχουν οι ποιητές, ή τουλάχιστον αυτό αφήνεται να εννοηθεί. Η μνήμη/μήτρα να γεννά, η μνήμη/μητριά να σκοτώνει. Ο Χριστόφορος Λιοντάκης, ταγμένος πάνω από 35 χρόνια, με τον δικό του τρόπο, στην ποίηση, πουθενά δεν βλέπει αυτά τα δώρα της μνήμης ως ευλογία. Μνημεία, μνήματα μάλλον, θα έλεγε κάποιος, πως αναμετρά, θέλοντας και μη θέλοντας. Αυτή ...

Οι Μούσες, και κατά συνεκδοχή η ποίηση, είναι παιδιά, θρέμματα σύμφωνα με τον Κάλβο, της Μνημοσύνης. Σ΄ αυτή τη θεότητα προστρέχουν οι ποιητές, ή τουλάχιστον αυτό αφήνεται να εννοηθεί. Η μνήμη/μήτρα να γεννά, η μνήμη/μητριά να σκοτώνει. Ο Χριστόφορος Λιοντάκης, ταγμένος πάνω από 35 χρόνια, με τον δικό του τρόπο, στην ποίηση, πουθενά δεν βλέπει αυτά τα δώρα της μνήμης ως ευλογία. Μνημεία, μνήματα μάλλον, θα έλεγε κάποιος, πως αναμετρά, θέλοντας και μη θέλοντας. Αυτή η καταραμένη δωρεά διαφαίνεται καθαρότερα στο Υπόγειο Γκαράζ (1978), όταν η ποιητική συνείδηση αποκτά μεγαλύτερο όγκο και το «ρήμα» αρχίζει να καθαρίζει. Το σημαντικότερο όμως είναι άλλο: τότε ο ποιητής μοιάζει να συνειδητοποιεί ότι τα ποιήματα/μνημεία οφείλονται όχι τόσο στη δωρήτρια μνημοσύνη, αλλά στην καταναγκαστική μνημοτεχνική. Σε μια memoriatechnica, σε μια επιτακτική προσταγή να ανακληθούν και να κοινολογηθούν τα πράγματα. Μολονότι συχνά απωθητικά. Δύο ποιήματα στο Υπόγειο Γκαράζ με τον τίτλο «Μνημοτεχνική» δηλώνουν του λόγου το αληθές. Το εναρκτήριο ποίημα της παρούσης συλλογής, «Αυτοψία» (!), επιβεβαιώνει πως ό,τι εξ ανάγκης έχει συντελεσθεί, η ανάγκη επιβάλλει τώρα, στο «τέρμα της πλάνης», να αφεθεί στον άνεμο, «Η μνημοτεχνική του ρόδου φυλλορροεί/ καθώς ο άνεμος σκορπά τα πέταλα στο αθέατο».

Το παρόν σημείωμα ούτε την πρόθεση ούτε τη δυνατότητα έχει να ερμηνεύσει το «αθέατο» προς το οποίο ο Λιοντάκης σκορπίζει τις στάχτες του. Μπορούμε όμως να ορίσουμε, έστω κατά προσέγγιση, κάποια ορατά στοιχεία ενός κόσμου μέσα στον οποίο ο ποιητής μοιάζει να πορεύτηκε, να πλανήθηκε και τώρα δηλώνει πως τερματίζει. Για να γίνουμε ακριβέστεροι, ολόκληρος ο βίος του ποιητή ως μία ημέρα φθοράς ορίζεται, «μώλωπες που ξεκίνησαν από την ανατολή/ και λερώνουν τον ορίζοντα του τέλους». Αξίζει όμως προτού δούμε κάποια realia της συλλογής, να πούμε εν τάχει κάτι- το έχουμε ήδη υπαινιχθεί – που αφορά το «ποιητικό ρήμα», τη γραφή του Λιοντάκη: η φυσική αδεξιότητα των αρχικών συλλογών, όχι μόνο εξαφανίζεται με την πάροδο του χρόνου (κρίσιμη, πιστεύω, είναι η συλλογή του 1988, Ο ροδώνας με τους χωροφύλακες ) αλλά, χάρη στην επίπονα εφαρμοζόμενη μνημο-τεχνική, οι στίχοι, τα ποιήματα, αποκτούν την πυκνότητα ενός αινίγματος, χωρίς πάντως να αποβάλλουν τη διαύγειά τους. Στη στενωπό ενός λειασμένου στίχου ο λόγος εκφέρεται ως δι΄ αινίγματος, καλύτερα ως εν εσόπτρω, άλλωστε ο καθρέφτης είναι ένα αγαπημένο θέμα του Χριστόφορου Λιοντάκη. Σε αυτή την πύκνωση συντελεί, πιστεύω, η χρήση του ουσιαστικού (ειδικά του αφηρημένου): δηλώνονται καταστάσεις και συντελείται, για να θυμίσουμε τον τίτλο ενός ποιήματος, μια ιδιάζουσα «πραγματογνωμοσύνη». Ενας κατάλογος λέξεων των ποιημάτων πιθανώς θα έδειχνε τη μεγάλη συχνότητα των λέξεων «φόβος», «ανάγκη», «απόκρυψη», «φθορά», «συναλλαγή» και τα παρόμοια.

Ο βίος και η ποίηση

Ο Χριστόφορος Λιοντάκης από τις παρυφές των Εξαρχείων παρατηρεί τους ανθρώπους και τον εαυτό του

«Οπως η φύση, να κρύβομαι/ αγαπώ». Αυτή η διακήρυξη του Ροδώνα καθορίζει το ήθος και την τακτική των ποιημάτων και του παρόντος βιβλίου. Χωρισμένη σε τρία μέρη (με ένα «επιμύθιο), η συλλογή ανακεφαλαιώνει τον βίο και την ποίηση του Λιοντάκη με τρόπο ιδιαιτέρως προσωπικό: προτάσσονται τα είκοσι τρία «Απολογητικά» ποιήματα, ακολουθεί η τριπλή «Αφιέρωση» σε τρεις οικείους νεκρούς, και έπονται τα εκτενή «Τρία ποιήματα για την εξαγορά του φόβου». Η άποψή μου είναι (αλλά σέβομαι τη βούληση του ποιητή) ότι στην ενότητα αυτή θα μπορούσε να ενταχθεί ένα από τα πλέον κρυπτικά αλλά όχι δυσανάγνωστα ποιήματα της συλλογής «Στο παρακάτω του φόβου» της πρώτης ενότητας. Και τούτο όχι μόνο για λόγους θεματικούς, αλλά και επειδή πρόκειται για ένα κατ΄ εξοχήν «δραματικό» ποίημα, που ανιστορεί, όπως τα ποιήματα της «Εξαγοράς», ένα συμβάν. Αρχαιόθεμο, όπως το καταληκτικό «Εξιλαστήριο», μάς δίνει τη δυνατότητα να αντιληφθούμε ευκρινώς όσα λέγονται μάλλον αινιγματικά στα «Απολογητικά».

Το ποίημα φωτίζεται (ή σκοτεινιάζει) από την ιερατική συνουσία του νεαρού Πρόσυμνου και του μηροτραφή και ακύητου Διόνυσουπου γι΄ αυτό και η περιπάθειά του προς τη μητέρα Σεμέλη. Ακριβώς όμως αυτά τα ποιήματα, με αυτή τη λεκτική σκευή και τη μυθολογία, είναι εκείνα που φανερώνουν καθαρότερα ζητήματα και παθήματα προσωπικά. Βλέπε το «Εξιλαστήριο» με την εφιαλτική κάθοδο σε μια υπόγεια, «λερωμένη» αίθουσα, «με τη βελούδινη κουρτίνα της εισόδου» και, δίπλα, τις Σεμνές να ελέγχουν την «καταβολή του οβολού». Τα «Απολογητικά» ποιήματα, συναίρεση απόλογου και απολογίας, υπαινίσσονται πράξεις ιερές και ανόσιες, ρόδα και φτυσιές, γι΄ αυτό γκροτέσκα και τρυφερά. Στη μέση της συλλογής οι τρεις νεκροί δείχνουν, από την πλευρά τους, την ιστορία.

Τι απομένει λοιπόν ως κατακάθι στη μνήμη και στα αισθήματά μας μετά την περιδιάβαση ενός βιβλίου, που μας πρόσφερε ένας «απακανθιζόμενος» ποιητής στις παρυφές των Εξαρχείων; Ειδικά αυτή την εποχή; Πως η ανατολή μας ξεκίνησε μωλωπισμένη και ο ορίζοντάς μας όλο και λερώνεται; Ναι, όντως. Αυτό μας μένει. Ομως είναι ήδη μια νέα αρχή.

Ακολούθησε το Βήμα στο Google news και μάθε όλες τις τελευταίες ειδήσεις.