Η Γιασμίνα Ρεζά, η γαλλίδα θεατρική συγγραφέας των μεγάλων επιτυχιών, η διάσημη βιογράφος του Νικολά Σαρκοζί, φιλοσοφεί με μια κούπα πράσινο τσάι για την τέχνη, το πεπρωμένο, τον χρόνο και την τύχη. Και δεν διστάζει να απομυθοποιήσει τους καλλιτέχνες.
Παρίσι. Στο μπαρ ενός πολυτελούς ξενοδοχείου ανάμεσα στην πλατεία Βαντόμ και στην Οπερα Γκαρνιέ, η Γιασμίνα Ρεζά κάθεται αναπαυτικά πίνοντας το πράσινο τσάι της. Η κομψή διακόσμηση και ο απαλός φωτισμός τονίζουν τον κοσμοπολίτικο χαρακτήρα του χώρου, που ταιριάζει ιδιαίτερα στη διάσημη συγγραφέα της οποίας τα θεατρικά έργα έχουν μεταφραστεί σε περισσότερες από 35 γλώσσες και έχουν βραβευτεί με τα σπουδαιότερα γαλλικά, βρετανικά και αμερικανικά θεατρικά βραβεία. Η Γιασμίνα Ρεζά όμως είναι και πεζογράφος, αλλά και βιογράφος του ίδιου του γάλλου προέδρου Νικολά Σαρκοζί. Το περασμένο καλοκαίρι κυκλοφόρησε στη Γαλλία – με τη συγκατάθεση του ιδίου – το «Αυγή, βράδυ ή νύχτα», ένα βιβλίο-πορτρέτο του Σαρκοζί με λιγότερες πολιτικές πληροφορίες και περισσότερες προσωπικές και ψυχολογικές. Καθώς αυτήν την εποχή ετοιμάζεται η κινηματογραφική μεταφορά του έργου της «Ο Θεός της σφαγής», την οποία θα σκηνοθετήσει ο Ρόμαν Πολάνσκι, η διάσημη συγγραφέας μάς μίλησε για τα πρώτα της βήματα, το θέατρο, το πεπρωμένο και την τύχη, τη χρονικότητα, τον Μότσαρτ και τον Τσέχοφ, τον Σοφοκλή, τον Καβάφη και την υπερβατικότητα.
Γιασμίνα Ρεζά, είστε μία τις πιο γνωστές και βραβευμένες σύγχρονες θεατρικούς συγγραφείς. Πώς βλέπετε το δημόσιο πρόσωπό σας;
«Είναι ένα ζήτημα το οποίο ποτέ δεν με έχει απασχολήσει. Ποτέ δεν έχω αναρωτηθεί ποια είναι η γνωστή Γιασμίνα Ρεζά. Πιστεύω ότι μόνο οι αναγνώστες μου και εκείνοι που αγαπούν πραγματικά τα έργα μου θα μπορούσαν να απαντήσουν στο ερώτημα αυτό. Eνας φίλος μου από τη Νέα Υόρκη μού είπε πρόσφατα: “Στην πόλη αυτή το όνομά σου έχει μεγάλη ακτινοβολία”. Αυτό, όμως, ισχύει μόνο όσον αφορά το όνομά μου και όχι εμένα. Διότι όταν πηγαίνω στη Νέα Υόρκη, κανείς δεν ξέρει ποια είμαι, εκτός από έναν πολύ μικρό κύκλο ανθρώπων. Οπότε, από τη μία είναι το όνομα και τα έργα μου, και από την άλλη εγώ, ένας άνθρωπος πολύ “κρυφός” που προτιμά να ζει μακριά από τους προβολείς. Δεν μου αρέσει ιδιαίτερα να είμαι δημόσιο πρόσωπο πέρα από αυτό που κάνω».
Πώς μπήκατε στον κόσμο του θεάτρου;
«Οταν τελείωσα το σχολείο ήμουν μικρή και δεν ήξερα με τι ήθελα να ασχοληθώ. Τίποτε δεν με προϊδέαζε ότι θα γινόμουν συγγραφέας, ηθοποιός ή ότι θα ακολουθούσα οποιοδήποτε άλλο συγκεκριμένο επάγγελμα. Γράφτηκα, λοιπόν, στο Τμήμα Ιστορίας και Κοινωνιολογίας του Πανεπιστημίου της Ναντέρ, όπου εντελώς συμπτωματικά έμαθα ότι υπήρχε και Τμήμα Θεατρικών Σπουδών. Παράλληλα με τις άλλες σπουδές μου, λοιπόν, άρχισα να παρακολουθώ και μαθήματα θεάτρου και, τελειώνοντας, γράφτηκα στη Διεθνή Θεατρική Σχολή “Ζακ Λεκόκ” για να γίνω ηθοποιός. Μου άρεσε πολύ να παίζω, αλλά φυσικά δεν επέλεγα εγώ τους ρόλους μου. Επρεπε να περιμένω από τους άλλους να με επιλέξουν. Είπα, λοιπόν, στον εαυτό μου: “Δεν είναι πράγματα αυτά. Το πεπρωμένο αυτό δεν σου ταιριάζει!”. Και αφού πήγαινα πολύ συχνά στο θέατρο, έβλεπα τους σκηνοθέτες και τους ηθοποιούς, παρακολουθούσα τα έργα και ήξερα ότι είχα ταλέντο στο γράψιμο, σκέφτηκα: “Από το να περιμένεις να έρθουν να σε γυρέψουν, κάνε κάτι μόνη σου”. Ετσι έγραψα τις “Συζητήσεις μετά από μια κηδεία” και μπήκα στον κόσμο της θεατρικής γραφής».
Μιλήσατε για πεπρωμένο και για συμπτώσεις. Τι σχέση υπάρχει κατά τη γνώμη σας ανάμεσα στις δύο αυτές έννοιες;
«Πρόκειται για έναν αρκετά λεπτό συνδυασμό, η σημασία του οποίου πάνω στο καθετί που μας συμβαίνει είναι δύσκολο να μετρηθεί. Πιστεύω ότι το πεπρωμένο αποτελείται από μια σειρά τυχαίων γεγονότων, από μία σειρά συμπτώσεων που καθοδηγούνται, όμως, από τον χαρακτήρα και την προσωπικότητά μας. Οσο για το ζήτημα του προκαθορισμένου στη ζωή, πιστεύω ότι τα άστρα μπορεί να δίνουν κάποιες κατευθύνσεις, αλλά δεν προκαθορίζουν τη ζωή μας. Η ζωή μας μπορεί να επηρεάζεται από μια διαδοχή συγκυριών που σου δείχνουν έναν δρόμο, αλλά η προσωπικότητά μας είναι στην ουσία εκείνη που καθοδηγεί και επικυρώνει ό,τι μας συμβαίνει. Αν, για παράδειγμα, δεν είχα περιμένει μερικά χρόνια χρόνια προτού ανεβάσω το “Συζητήσεις μετά από μια κηδεία”, έχοντας απορρίψει τέσσερις ή πέντε σοβαρές προτάσεις, τα πράγματα θα είχαν εξελιχθεί διαφορετικά. Οπότε, θεωρώ ότι μάλλον εγώ επηρέασα τις καταστάσεις, παρά η τύχη».
Ενα από τα βασικά στοιχεία της δραματουργίας σας είναι η εστίαση σε μια ασήμαντη λεπτομέρεια της καθημερινότητας, σε μια ρωγμή που καταβροχθίζει την πραγματικότητα και πλημμυρίζει όλη τη σκηνή.
«Μου αρέσει να πηγαίνω από το πιο μικρό στο πιο μεγάλο, διότι πιστεύω ότι η μεταφυσική του ανθρώπου δεν κρύβεται στις μεγάλες ηρωικές στιγμές. Η απόγνωση του ανθρώπου και τα μυστικά του κρύβονται στις αόρατες λεπτομέρειες, σε αυτές τις μόνιμες και ανεπαίσθητες χαραμάδες της καθημερινότητας. Μόνο ο συγγραφέας, και ίσως ο ψυχαναλυτής, μπορεί να τα φέρει όλα αυτά στο φως – σίγουρα όχι οι εφημερίδες. Είναι ο ρόλος του συγγραφέα – τουλάχιστον θεωρώ ότι είναι ο δικός μου ρόλος – να φωτίζει τη μικροσκοπική ρωγμή που γίνεται τεράστια, αν κάποιος βάλει επάνω της το δάχτυλό του. Είναι σαν μια μικρή τρύπα σε ένα πουλόβερ. Αν τραβήξεις την κλωστή, διαλύεται. Οπως ξέρετε, η τέχνη μπορεί να δημιουργήσει παράλληλους κόσμους που μερικές φορές είναι πιο ισχυροί από την πραγματικότητα. Η πραγματικότητα μπορεί κάποτε να είναι βαρετή, διότι είναι φορτωμένη με τόσο πολλές λεπτομέρειες, που το μάτι δεν μπορεί να ξεχωρίσει τι είναι χρήσιμο και τι όχι. Ο καλλιτέχνης, όμως, απομονώνει κάτι που υπάρχει στην ατμόσφαιρα και δεν μπορεί να το συλλάβει το κοινό μάτι. Αυτό είναι το βασικό στοιχείο της τέχνης. Και η λογοτεχνία είναι κάτι ακόμη πιο ξεχωριστό, διότι ωθείται από την ανάγκη να πλάθει φανταστικά πρόσωπα και παράλληλες ζωές, σαν να μην αρκούν οι υπάρχουσες. Η ανάγκη αυτή είναι κάτι ανεξήγητο».
Αυτό που συνδέει και ταυτόχρονα διαχωρίζει την αισθητή πραγματικότητα από τη φανταστική είναι η διάσταση του χρόνου;
«Ακριβώς. Οι ιστορίες μυθοπλασίας δεν είναι εξ ορισμού πιο ενδιαφέρουσες από τις ιστορίες της καθημερινής ζωής. Αυτό που τις καθιστά πιο ενδιαφέρουσες είναι ότι εγγράφουν τον άνθρωπο σε μια διαφορετική χρονικότητα. Για παράδειγμα, το έργο μου “Ο Θεός της σφαγής” είναι γραμμένο σε πραγματικό χρόνο, πράγμα σπάνιο στο θέατρο, όπου υπάρχουν πάντα παύσεις μέσα από τις οποίες περνάμε από τη μία πράξη στην άλλη, από τη μία ημέρα στην άλλη. Στο έργο αυτό, όμως, η ενότητα τόπου, χρόνου και δράσης είναι απόλυτη. Ολα συμβαίνουν μέσα σε μιάμιση ώρα, χωρίς κενά, χωρίς “πέντε λεπτά αργότερα”, για να προσδώσουν στην κατάσταση αμεσότητα και ακρίβεια. Στην πραγματικότητα, όμως, πρόκειται για μια μέγιστη χρονική συμπύκνωση.
Στην πραγματική ζωή, τα πράγματα δεν θα μπορούσαν ποτέ να εκτυλιχθούν έτσι μέσα σε ένα τόσο μικρό χρονικό διάστημα, ανάμεσα σε δύο γονείς που συναντιούνται, επειδή ο γιος του ενός έσπασε το δόντι του γιου του άλλου, και οι οποίοι στην αρχή μιλάνε πολύ ευγενικά και πολιτισμένα για να καταλήξουν σε… σφαγή. Το έργο αυτό είχε παντού τεράστια επιτυχία, ακριβώς επειδή δείχνει καταστάσεις και ανθρώπους απόλυτα αναγνωρίσιμους, αλλά σε χρόνο αλληγορικό. Και αυτό πιστεύω ότι είναι το μεγάλο στοίχημα της μυθοπλασίας. Η μεγάλη δυστυχία του ανθρώπου είναι η αδυναμία του να κυριαρχήσει στον χρόνο. Πόσες φορές δεν σκεφτόμαστε ότι θέλουμε να τον σταματήσουμε ή να τον επιταχύνουμε, αλλά είμαστε εντελώς ανήμποροι να κάνουμε οτιδήποτε; Στην περιπέτεια αυτή είμαστε εντελώς άοπλοι και ανίσχυροι. Οταν, λοιπόν, πλάθουμε ένα πρόσωπο, είναι σαν να ασκούμε εξουσία στον χρόνο, με απώτερο σκοπό να συλλάβουμε και να αποκρυσταλλώσουμε το παρόν, το οποίο στην πραγματική ζωή είναι αδύνατον να βιωθεί, αφού τη στιγμή που το ζούμε ήδη ανήκει στο παρελθόν».
Αυτή η αδυναμία του ανθρώπου εξηγεί την ανάγκη του για την τέχνη και την ανωτερότητα του καλλιτέχνη σε σχέση με την πραγματικότητα;
«Οχι, δεν πιστεύω καθόλου στην ανωτερότητά του. Συχνά, μάλιστα, οι καλλιτέχνες έχουν λιγότερη ευαισθησία από τους άλλους ανθρώπους. Απλώς έχουν την ικανότητα να εκφράζονται μέσα από την τέχνη, επειδή έτσι είναι ο χαρακτήρας τους και επειδή δεν μπορούν να κάνουν διαφορετικά. Αυτό που έχουν μέσα τους πρέπει να βγει, να εκφραστεί, να υπάρξει. Αυτή είναι η μεγάλη διαφορά. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι υποφέρουν λιγότερο. Δεν σημαίνει ότι είναι πιο έξυπνοι, πιο διορατικοί ή ότι ξέρουν να ζουν καλύτερα. Θυμάμαι, όταν είχα γράψει την “Τέχνη”, όλοι μου έλεγαν: “Πρέπει να γνωρίζετε τους άνδρες πολύ καλά για να περιγράψετε την ανδρική ψυχολογία με τόση ακρίβεια”. Μα, το αν γνωρίζω τους άνδρες καλά ή όχι δεν έχει καμία σημασία! Είναι απλώς ζήτημα ακοής. Τους ακούω και τους αναπλάθω. Το θεωρώ αστείο να ζητάει κανείς από έναν καλλιτέχνη να διατυπώσει την άποψή του για ένα ζήτημα. Γιατί θα έπρεπε ο καλλιτέχνης να έχει άποψη;».
Δεν είναι δυνατόν να μην έχει κάποια άποψη…
«Σίγουρα, αλλά δεν καταλαβαίνω γιατί ζητάμε από τους καλλιτέχνες να είναι διορατικοί όσον αφορά την πολιτική, την κοινωνία ή οποιοδήποτε άλλο θέμα. Τους ζητάμε να μας δώσουν κλειδιά για τον τρόπο λειτουργίας της ζωής, να έχουν έναν τρόπο σκέψης ανώτερο του μέσου όρου, να γνωρίζουν τα πράγματα καλύτερα. Οχι! Δεν είμαστε πιο διορατικοί. Εγώ τουλάχιστον δεν είμαι. Και, κατά τη γνώμη μου, κανένας συγγραφέας δεν είναι. Ο συγγραφέας είναι απλώς πιο “πορώδης”. Ξέρει να διηγείται, ξέρει να περιγράφει. Αυτός είναι ο τρόπος με τον οποίο λειτουργεί. Δεν σημαίνει, όμως, ότι είναι και σοφός. Οι μεγάλοι συγγραφείς μπορούν να καταγράψουν και να αποδώσουν τη σοφία, αλλά και την κακή πίστη, την αδικία ή την τρέλα του ανθρώπου. Μπορούν να δώσουν φωνή σε έναν τρελό, σε έναν δολοφόνο, σε έναν άνθρωπο εντελώς ανόητο ή σε μια μεγαλοφυΐα, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι είμαστε κάτι από όλα αυτά! Μπορούμε να γίνουμε κάτι από όλα αυτά στιγμιαία και μέσα στο συγκεκριμένο πλαίσιο αυτού που κάνουμε. Αυτό, όμως, δεν μας καθιστά παντογνώστες. Δείχνουμε απλώς αυτά που εντοπίσαμε. Ξέρουμε ότι υπάρχουν. Και έπειτα έχουμε την αίσθηση του ρυθμού. Είμαστε καλοί μουσικοί. Καλοί μουσικοί της ζωής».
Ποια είναι τα έργα σε παγκόσμιο επίπεδο που αποτέλεσαν αποκαλύψεις για σας;
«Πρώτα απ’ όλα θα έλεγα τον “Ντον Τζιοβάνι” του Μότσαρτ. Το λιμπρέτο του Ντα Πόντε (σ.σ.: λιμπρετίστας του Μότσαρτ) είναι πραγματικά μεγαλοφυές, πολύ ανώτερο για μένα από το κείμενο του Μολιέρου ή του Τίρσο ντε Μολίνα πάνω στο ίδιο θέμα. Νομίζω ότι ο Ντα Πόντε συνέλαβε το νόημα του μύθου καλύτερα από κάθε άλλον. Επιπλέον, πέτυχε να συνδυάσει με τρόπο εκπληκτικό το τραγικό με το κωμικό στοιχείο. Πρόκειται για συνδυασμό που μόνο οι πολύ μεγάλοι δραματουργοί μπορούν να πετύχουν, όπως ο Σαίξπηρ ή ο Τσέχοφ. Και έπειτα, μουσικά, με τον “Ντον Τζιοβάνι” ο Μότσαρτ δημιουργεί ένα από τα πιο δυνατά έργα του παγκόσμιου ρεπερτορίου, το αριστούργημα των αριστουργημάτων. Από λογοτεχνία, θα έλεγα τον “Μάκβεθ” του Σαίξπηρ για τους ίδιους λόγους. Πιστεύω ότι η τραγωδία εμπλουτίζεται όταν συνδυάζεται με την κωμωδία, διότι η ίδια η ζωή δεν είναι ποτέ μόνο το ένα ή μόνο το άλλο. Στα αισθητικά σοκ, θα κατέτασσα επίσης τον Τσέχοφ και τον Μπόρχες. Μιλώντας για τον Μπόρχες, το μυαλό μου πηγαίνει σε έναν ποιητή, συμπατριώτη σας, που αγαπώ ιδιαίτερα, τον Κωνσταντίνο Καβάφη. Τον θαυμάζω για πολλούς λόγους, αλλά ιδιαίτερα για τον τρόπο με τον οποίο ενσωματώνει στην ποίησή του την Ιστορία στη μυθική της διάσταση. Καταφέρνει μυστηριωδώς και με μέγιστη συγκινησιακή δύναμη να συνδυάσει το μεγαλείο του μύθου με τη σύγχρονη ευαισθησία του ήρωα. Θεμέλιο, επίσης, του ανθρώπινου πνεύματος θεωρώ τη μεγαλοφυΐα του Σοφοκλή. Για παρόμοιους λόγους με τον Καβάφη. Και οι δύο τοποθετούν τον άνθρωπο μέσα στην τραγική ελευθερία του, πάντα όμως κάτω από τον ουρανό τον θεών. Εγώ δεν θα μπορούσα – ή δεν θα τολμούσα – να χρησιμοποιήσω τον μύθο στα δικά μου έργα. Ο μύθος, όμως, απροσπέλαστος και θελκτικός, υπεισέρχεται χωρίς να το ξέρουμε στις αποφάσεις του συγγραφέα».
Ο μύθος είναι εξάλλου μια πόρτα προς το «αλλού», που φαίνεται να είναι το αντικείμενο της αναζήτησής σας σε καθένα από τα έργα σας. Πρόκειται για την αναζήτηση μιας ουτοπίας;
«Είναι θαυμάσια η ρίζα της λέξης “ουτοπία”. Ναι, με τη γραφή αναζητώ μια άπιαστη αλήθεια που ίσως δεν υπάρχει. Και αυτό είναι ιδιαίτερα ενδιαφέρον για μένα, διότι ποτέ δεν επεδίωξα να γίνω συγγραφέας. Το ξέρω ότι μια μέρα θα πεθάνω, όπως όλοι μας, και αν το έργο μου μείνει έστω και για λίγο, θα είμαι ευχαριστημένη που τα παιδιά μου θα είναι περήφανα για τη μητέρα τους. Για τα υπόλοιπα αδιαφορώ πραγματικά. Ετσι κι αλλιώς, δεν θα υπάρχω. Το να μείνει το έργο μου, όπως το έργο του Σαίξπηρ ή του Τσέχοφ, είναι μια σκέψη που δεν μου περνάει καν από το μυαλό. Δεν έγραψα για να αφήσω ίχνη. Πότε δεν σκέφτηκα ότι αυτό που έκανα θα ήταν ενδιαφέρον για τους μεταγενέστερους. Η γραφή ήταν για μένα ένα κάλεσμα βοήθειας, μια κραυγή: “Με ακούει κανείς;”. Εδώ και τώρα, όμως, όχι σε μια άλλη ζωή. Αλλά κανείς δεν είναι εκεί για να μας ακούσει ή, ακόμη και αν μας ακούει, δεν θα το μάθουμε ποτέ. Μέσα από το γράψιμο αναζητάμε κάτι μυστηριώδες, κάτι που θέλουμε να συμβεί, αλλά δεν συμβαίνει. Αλλά δεν πειράζει. Εμείς συνεχίζουμε, όπως όταν περπατάμε σε ένα μονοπάτι και πιστεύουμε ότι σίγουρα θα υπάρχει κάτι πέρα από τον ορίζοντα…».
Αυτό το κάτι έχει σχέση με το θείο;
«Δεν πιστεύω σε μια ανώτερη ύπαρξη ή σε μια ζωή πέρα από τον άνθρωπο. Αλλά ταυτόχρονα δεν καταφέρνω να μην το πιστεύω. Δεν πιστεύω ότι υπάρχει κάτι ανώτερο από εμάς που μας κατευθύνει, αλλά ταυτόχρονα δεν μπορεί να χωρέσει το μυαλό μου ότι δεν υπάρχει τίποτε. Είναι τόσο πολύπλοκο! Εχω πολλές αμφιβολίες και ερωτήματα επάνω στο θέμα, αλλά πάντα το λαμβάνω υπόψη. Ο,τι κάνω το κάνω σαν να υπήρχε μια ανώτερη δύναμη. Και αυτό που μου αρέσει σε ένα έργο είναι όταν υπάρχει αυτή η άλλη διάσταση, όπως στον “Ντον Τζιοβάνι” ή σε τόσα άλλα μουσικά ή ποιητικά έργα. Και ξεχωρίζω τη μουσική και την ποίηση από τις άλλες τέχνες, διότι είναι οι κατ’ εξοχήν μορφές καλλιτεχνικής έκφρασης που μας φέρνουν πιο κοντά σε μια δυνατή υπερβατικότητα. Αντίθετα, οι άνθρωποι ή τα έργα που την ακυρώνουν δεν με ενδιαφέρουν ιδιαίτερα».
Η ιδέα της υπερβατικότητας καθιστά δυνατή την καλλιτεχνική δημιουργία και ταυτόχρονα δίνει στον άνθρωπο την πνοή και την ώθηση να ξεπεράσει την ανθρώπινη φύση του…
«Ακριβώς. Αν το καλοσκεφτούμε, θέλουμε να βελτιωνόμαστε συνεχώς και να ξεπερνάμε τον εαυτό μας. Η ιδέα τού »ψηλότερα» μας γοητεύει, πόσω μάλλον όταν ξέρουμε ότι δεν υπάρχουν όρια. Τι υπάρχει πιο ψηλά; Δεν το ξέρουμε. Στους μεγάλους μύθους, εξάλλου, η ιδέα του Θεού ή των θεών, του πεπρωμένου, της μοίρας, της ανάγκης, όλων αυτών των ανώτερων αρχών, είναι ουσιαστική και θεμελιώδης. Ολόκληρος ο πολιτισμός μας έχει βασιστεί σε αυτές τις αρχές. Αυτό σημαίνει ότι, παρ’ όλες τις αμφιβολίες μας, έχουμε ενσωματώσει στον τρόπο της ζωής και της σκέψης μας την ιδέα της ύπαρξης μιας ανώτερης ουσίας. Πιστεύω ότι πάντα ο άνθρωπος θα είναι μοιρασμένος ανάμεσα στην πραγματικότητα και στις επιθυμίες του, ανάμεσα στο ορατό και στο αόρατο, στο εδώ και το αλλού. Και το “ανάμεσα”, είναι ίσως ο μοναδικός τόπος, ο ου-τόπος της ελευθερίας. Το να βρίσκεται κανείς στον τόπο αυτό, σε μια λεπτή ισορροπία, κάνει τη ζωή πιο ανάλαφρη και τελικά λιγότερο οδυνηρή».
* Το έργο της Γιασμίνα Ρεζά «Ο Θεός της σφαγής» ανεβαίνει αυτήν τη θεατρική σεζόν και στην Αθήνα, στο Θέατρο Κάτια Δανδουλάκη, σε σκηνοθεσία Σταμάτη Φασουλή, ενώ το έργο της «Art» κάνει πρεμιέρα στην Κεντρική Σκηνή του θεάτρου «Βαφείο – Λάκης Καραλής» στις 20 Δεκεμβρίου. Η βιογραφία του Νικολά Σαρκοζί «Αυγή, βράδυ ή νύχτα» με την υπογραφή της Ρεζά μόλις κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Εστία, ενώ από τις εκδόσεις Ψυχογιός κυκλοφορεί και το βιβλίο της «Λόγια που δεν είπαμε ποτέ».
Δημοσιεύθηκε στο BHMagazino, τεύχος 530, σελ. 28-33, 12/12/2010.