Την άμεση παρέμβαση για την σωτηρία των Αθηνών ζητούν από την κυβέρνηση, αλλά και τη νέα δημαρχιακή αρχή της ελληνικής πρωτεύουσας, οι κάτοικοι του κέντρου, καθώς η πόλη τελεί υπό πλήρη θεσμική και λειτουργική κατάρρευση. Ιστορικές συνοικίες βιώνουν την απαξίωση και γκετοποιούνται, η νύχτα έρχεται να επιβάλλει τα δικά της μέτρα και σταθμά και δεκάδες άνθρωποι ερωτοτοτροπούν με την σκέψη της μετακόμισης στα προάστεια – υπνουπόλεις της Αττικής. Η Αθήνα βιώνει μία απίστευτη υποβάθμιση, που την έχει χαντακώσει στον ρόλο του ουραγού των ευρωπαίκών πρωτευουσών και έχει παύσει πια να θεωρείται ελκυστική. «Η Αθήνα είναι σήμερα άρρωστη και έχει αλλάξει τελείως την πυκνότητα και την μορφή της. Στους δρόμους αντί για άνθρωποι, κυκλοφορούν αυτοκίνητα. Το πράγμα πάει προς το χειρότερο. Χρειάζεται μαζική κινητοποίηση για να δοθεί μία καινούρια πνοή σε μία πόλη σαν την Αθήνα που πνίγεται σήμερα. Το πρόβλημα είναι κατ’ αρχήν πολιτικό. Η πόλη είναι σαν άνθρωπος. Αν δεν την φροντίσει κανείς, πολλές φορές πεθαίνει». Τάδε έφη, Γιώργος Κανδύλης προ 25 ετών! Κανείς δεν τον άκουσε. Και έτσι φτάσαμε στο σήμερα.
Στην καρδιά του γκέτο
Νύχτα. Τα σοκάκια του Ψυρρή είναι απονεκρωμένα. Το ίδιο και πολλά μαγαζιά. Στις πολυκατοικίες, τα περισσότερα διαμερίσματα δεν έχουν φως και είναι άδεια. Σε κάποια στενά δεν σου πάει η ψυχή να μπεις. Το σκοτάδι και οι ύποπτες φιγούρες σου κόβουν την ανάσα. Γύρω τους ιστορικά κτίρια καταρρέουν. Στην πλατεία Κουμουνδούρου, ο περιπτεράς έμαθε να έχει μάτια στην πλάτη. «Δεν έμεινε και κανένα μαγαζί που να μην έχουν ανοίξει» διηγείται. Πίσω του, στο γκαζόν άστεγοι και μετανάστες χωρίς χαρτιά σκίζουν χαρτόκουτα και τα μοιράζονται για την βραδιά. Στο πλάι τους μία τσιγγάνα ετοιμάζεται να στείλει τα μικρά της για επαιτεία.
«Τριάντα χρόνια έχω εδώ τη βιοτεχνία μου και,
όμως, φέτος χρειάστηκε να βάλω για πρώτη φορά ρολά στο μαγαζί» διηγείται ο βιοτέχνης, κ. Α. Ρούτσης. Γέννημα – θρέμμα στην περιοχής, ο κ. Ρούτσης αποτελεί έναν εκ των τελευταίων παραδοσιακών βιοτεχνών της του ιστορικού τριγώνου, καθώς, μόλις ένας ακόμη εξακολουθεί να δραστηριοποιείται στην περιοχή. «Οι υπόλοιποι τα έκλεισαν και έφυγαν» λέει. Στα ενδότερα του καταστήματός του, διηγείται πόσες πολλές φορές γνωστοί και φίλοι του δέχθηκαν βίαιες επιθέσεις με στόχο την κλοπή. «Ευελπιστούμε ο Γιώργος Καμίνης να φτιάξει τα πράγματα» λέει με συγκρατημένη αισιοδοξία. Όσο κι αν προσπαθεί ο βιοτέχνης να εμψυχώσει την κατάσταση, γύρω του επικρατούν απογοητευτικές συνθήκες. Παράνομα παζάρια με ζαρζαβατικά, ναρκωτικά και κλοπιμαία, απίστευη βρωμιά που δεν συναντάται πουθενά αλλού στην Αθήνα, ένα ετερόκλητο μπουλούκι που διαλύεται και ενώνεται εκ νέου κάθε φορά που περνούν οι αστυνομικοί και άστεγοι που τρώνε από τα σκουπίδια!
Σε ένα στενάκι του Ψυρρή, όλη η παρακμή της Αθήνας συμβολίζεται σε ένα πρόσωπο: Ένας άστεγος Ασιάτης που δεν φορά ρούχα, αλλά λινάτσες από τις γύρω οικοδομές που διαχέονται στο πεζοδρόμο και τον κάνουν σαν να φαίνεται ότι βγαίνει μέσα από την γη, αρνείται για λόγους αξιοπρέπειας να δεχθεί τα φαγώσιμα που του αφήνουν οι κάτοικοι της περιοχής. «Έτσι, του λέμε ότι τα αφήνουμε για τον γάτο του» λένε οι άνθρωποι του Ψυρρή. Στα παρακείμενα κτίρια – ερείπια, με ελάχιστες τουαλέτες και μηδαμινή υγιεινή, βιώνουν στοιβαγμένοι εκατοντάδες εμιγκρέδες, οι οποίοι πληρώνουν 130 ευρώ το μήνα για να κοιμούνται σε στρώματα, κάποιοι εκ των οποίων στις ταράτσες! Σε άλλο κτίριο λειτουργεί ένας παράλληλος τρίτος κόσμος, όπου συνυπάρχουν άθλια δωμάτια με δεκάδες κατοίκους στο καθένα, παράνομες βιοτεχνίες στην οποίες δουλεύουν Ασιάτες χωρίς χαρτιά και ασφάλιση και αδειανοί όροφοι με αίθουσες κλειστές.
Για τον επιχειρηματία κ. Γ. Σουλτανιά, ο οποίος ήρθε πιτσιρίκι από την Ευρυτανία στα χρόνια της μεγάλης εσωτερικής μετανάστευσης, τα πράγματα έχουν καταστεί μη αναστρέψιμα. «Δουλεύω το γκαράζ εδώ και 40 χρόνια. Πληρώνω 800 ευρώ ανταποδοτικά τέλη κάθε μήνα στον δήμο. Και τι παίρνω πίσω; Τίποτα! Όλα μόνοι μας τα κάνουμε! Και την καθαριότητα και τα πεζοδρόμια» λέει. Όπως εξηγεί, πλέον αδυνατεί να εργαστεί όσο δούλευε παλιότερα, λόγω των κινδύνων από τις συνεχείς επιθέσεις, με αποτέλεσμα να χάσει τους μισούς πελάτες τους. «Έχω γιο 30 χρονώ, τρία χρόνια είναι άνεργος και, όμως, εδώ δεν είναι πια μέρος για να δουλέψει» συμπληρώνει.
Για την πρόεδρο του Συλλόγου «Παναθήναια», κυρία Βάσω Νικολακοπούλου, το πρόβλημα ξεκινά από την αδιαφορία του δήμου για την περιοχή, την συγκέντρωση προνοιακών δομών αιχμής μέσα σε λίγα οικοδομικά τετράγωνα και τη γενικότερη υποβάθμιση του ιστορικού κέντρου. Ανεπαρκείς υποδομές, πάρκα χωρίς παγκάκια, νεοκλασικά που ρημάζουν, πολεδομικές παρεμβάσεις που γίνονται χωρίς μελέτες (!) και ένα ξεχασμένο μαστερ πλαν ενοποιήσεων που έμεινε στα συρτάρια! «Μέχρι και οι κινέζοι έμποροι φεύγουν. Έχουν συμβεί ανείπωτα πράγματα ακόμη και σε αυτούς. Μία γειτόνισσα πηγαίνει το παιδί της σε διεθνές σχολείο, αφού δεν βλέπει μέλλον στην Ελλάδα και ετοιμάζονται να φύγουν. Πώς να ζήσει εδώ μία οικογένεια με τόση πολύ βρωμιά και ναρκωτικά; Οι επεμβάσεις της αστυνομίας απλά ωθούν το γκέτο λίγο πιο πέρα» εξηγεί.
Στο Γκάζι ανέλαβε η νύχτα
«Το Πάσχα μοιράζουν στους κατοίκους αρνιά.
Σε άλλους στέλνουν καλάθια με δώρα και ποτά. Ορισμένοι λαμβάνουν μηνιαίο «επίδομα» 300 ή 400 ευρώ. Φυσικά και αυτό γίνεται για να μην φωνάζουν την αστυνομία για ηχορύπανση! Είναι, ίσως, ο μόνος τρόπος για να έχουν οι μαγαζάτορες το κεφάλι τους ήσυχο». Η μαρτυρία ανήκει σε πρόσωπο που διατέλεσε επικεφαλής σε νυχτερινά μαγαζιά στο Γκάζι και, το οποίο αναφέρεται στο modus operandi μίας ιδιαίτερα δύσκολης συμβίωσης, αυτής μεταξύ της νύχτας και της ημέρας. «Ζούμε μία διαρκή μετάλλαξη ως γειτονιά από το 1980. Διάφοροι έχουν βάλει ως στόχο την αλλαγή των χρήσεων και του ιδιοκτησιακού καθεστώτος της περιοχής» σημειώνει ο πολιτικός μηχανικός, κ. Σπ. Πηλίτσης. «Το Γκάζι αποτελεί έναν χώρο με μεγάλες ιδιοκτησίες, τις οποίες, κάποιοι εποφθαλμιούν. Όταν το πρώτο κύμα πίεσης μέσω εγκατάστασης πληθυσμού απέτυχε, επιχειρήθηκε ένα δεύτερο κύμα δια της μεθόδου των απαλλοτριώσεων, η οποία κατέπεσε στο ΣΤΕ. Τελικώς, δημιουργήθηκε ένας τρίτος μοχλός πίεσης, αυτός της εγκατάστασης καταστημάτων υγειονομικού ενδιαφέροντος» τονίζει. Ο κ. Πηλίτσης μιλά για μαγαζιά – ρημάδια, που δεν τηρούν κανένα κανόνα ασφαλείας και βρίσκονται σε καθεστώς μερικής ή πληρους παρανομίας, υπό την ανοχή της πολιτείας. «Η συνύπαρξη κατοικίας και νύχτας είναι αδύνατη. Η ηχορύπανση είναι τέτοια που κουνιέται το κρεβάτι» λέει.
«Λειτουργούν λες και δεν υπάρχουμε.
Δεν θα παραδώσουμε την γειτονιά μας. Μας έχουν ρίξει ξύλο και μας έσπασαν τα γραφεία μας. Πολλά από αυτά τα μαγαζιά δεν έχουν καν άδειες ή έχουν άδειες άσχετες με αυτό που πραγματικά είναι. Πρόσφατα, άνοιξε νέα «πίστα» και δουλεύει χωρίς άδεια!» εξηγεί η κυρία Βασιλική Μπάρκα. Όπως λένε κάτοικοι της περιοχής, έχει αλλοιωθεί πλέον ο χαρακτήρας της γειτονιάς και φοβούνται ότι το ποτάμι δεν θα έχει γυρισμό. «Ζητούμε από τον κ. Καμίνη να εφαρμόσει τους νόμους» σημειώνει.