Αλογα και παράλογα

Λίγα χιλιόμετρα έξω από την Αθήνα, ο ιππόδρομος ζει την παρακμή του. Ελάχιστοι θαμώνες, ανασφάλιστοι τζόκεϊ, εκατομμύρια ευρώ σε χρέη, δημοσιοϋπαλληλικές ακροβασίες και νοσταλγία για τις παλιές καλές ημέρες συνθέτουν το σκηνικό. Ολα αυτά, προτού αρχίσει η κούρσα. Διότι μετά τίποτε δεν έχει σημασία.

Λίγα χιλιόμετρα έξω από την Αθήνα, ο ιππόδρομος ζει την παρακμή του. Ελάχιστοι θαμώνες, ανασφάλιστοι τζόκεϊ, εκατομμύρια ευρώ σε χρέη, δημοσιοϋπαλληλικές ακροβασίες και νοσταλγία για τις παλιές καλές ημέρες συνθέτουν το σκηνικό. Ολα αυτά, προτού αρχίσει η κούρσα. Διότι μετά τίποτε δεν έχει σημασία.

Ο «Γλυκούλης» είναι πιο δυνατός από τον «Λήσταρχο». Το «Γιαβρί μου» δεν τα πήγε καλά σήμερα. Ο «Γκρικ Τσανς» μάλλον χρειάζεται και άλλες ευκαιρίες, ενώ ο «Ζοφερός» δεν είναι τόσο τρομακτικός όσο θα ήθελε ο νονός του. Δεν υπάρχει κανένας λόγος να γελάει κανείς με όλα αυτά. Για την ακρίβεια, κανείς δεν γελάει. Το κλίμα είναι βαρύ, συνωμοτικό, ηλεκτρισμένο. Κουπόνια πετάνε στον αέρα, περιοδικά «Γκανιάν» διπλώνονται σε τσέπες, τσιγάρα ανάβουν, κατάρες πλανώνται. Η ιπποδρομία μόλις τελείωσε και μάλλον δεν πήγε όπως κάποιοι θα ήθελαν.

Είναι απόγευμα καθημερινής, έχει κρύο και φυσάει στο Μαρκόπουλο. Περίπου 40 χιλιόμετρα από το κέντρο της Αθήνας, τίποτε δεν θυμίζει αστικό τοπίο. Οι εκτάσεις είναι τεράστιες, το πάρκινγκ ευρύχωρο, τα φώτα των αεροπλάνων που αναβοσβήνουν καθώς ετοιμάζονται να προσγειωθούν στο κοντινό «Ελ. Βενιζέλος» είναι ευδιάκριτα και ο εκφωνητής φωνάζει από τα προβληματικά μεγάφωνα τα αποτελέσματα της ιπποδρομίας. «Σκάσε, τα ξέρουμε» ακούγεται μια παρέα από δίπλα. Ακολουθούν γελάκια, τσιγάρα και μελέτη για την επόμενη ιπποδρομία. Ρουτίνα.

Στους καιρούς της κρίσης η οικονομία και η παραοικονομία ποντάρουν στον τζόγο. Ο κόσμος αισθάνεται πιεσμένος, ψάχνει ευκαιρίες, εναλλακτικές, διεξόδους εύκολου χρήματος. Αναζητεί τρόπους να «τους κάνουμε την κομπίνα», που λέει και ο Κώστας χρησιμοποιώντας τη γλώσσα της πιάτσας του ιπποδρόμου, μια έκφραση που περιγράφει την ψυχολογία του μανιώδους παίκτη. Δεν θέλει απλώς να κερδίσει, θέλει να συνθλίψει έναν υποτιθέμενο αντίπαλο, τον Μεγάλο Εχθρό. Στην προκειμένη περίπτωση τον Οργανισμό Διεξαγωγής Ιπποδρομιών Ελλάδος (ΟΔΙΕ). Η πολυπόθητη συντριβή του εχθρού ίσως και να έρθει χωρίς τη βοήθεια των πιστών φιλίππων που αναζητούν την επόμενη καλή πληροφορία. Ο ΟΔΙΕ έχει από μόνος του αυτοκαταστροφικές τάσεις. Είναι παράδοξο, αλλά σε ένα μονοπωλιακό καθεστώς ο οργανισμός έχει καταφέρει από το 2002 και μετά να έχει μόνο αρνητικούς ισολογισμούς, να χρωστάει περίπου 22 εκατ. ευρώ σε ασφαλιστικά ταμεία, σε φόρους και προμηθευτές και να έχει δάνεια ύψους 138 εκατ. ευρώ. Οι μόνιμοι υπάλληλοι που δηλώνονται με επίσημα στοιχεία είναι 120, αλλά εκατοντάδες άλλοι δουλεύουν με ημερήσιες, σχεδόν εξευτελιστικές συμβάσεις, με μεροκάματο κοντά στα 20 ευρώ, σε ένα γνώριμο αλλά καφκικό σκηνικό παράλογου ελληνικού Δημοσίου.

Οι εποχιακοί καταγγέλλουν ότι οι μόνιμοι δεν δουλεύουν, οι μειώσεις των μισθών μετατρέπονται σε αυξήσεις μέσω επιδομάτων σε συγκεκριμένους υπαλλήλους, οι προπονητές ετοιμάζονται να απεργήσουν και ο ΟΔΙΕ πλασάρεται καλπάζοντας στην κορυφή της λίστας των πιο ζημιογόνων ΔΕΚΟ. Βέβαια, μέχρι πριν από λίγο καιρό ελάχιστοι νοιάζονταν. Η παράλογη ιστορία των αλόγων ήταν άλλη μία ανορθογραφία του ελληνικού κράτους. Τώρα που το δύσκολο 2010 τελειώνει και το ζόρικο 2011 πλησιάζει, ο οργανισμός βρίσκεται στην κορυφή των επικείμενων αποκρατικοποιήσεων. Γιατί συνέβησαν όλα αυτά και πού πήγαν οι παλιές καλές ημέρες;

«Παλιά όλα ήταν καλύτερα» αναπολεί ο Κώστας, ένας άνθρωπος που δεν θέλει να φωτογραφηθεί, αλλά δεν ντρέπεται να παραδεχτεί: «Εχω περάσει όλη μου τη ζωή στον ιππόδρομο». Από εμφάνιση, καλύπτει το στερεότυπο του θαμώνα του ιπποδρόμου. Είναι κοντά στα 50, γκριζομάλλης, σχετικά ατημέλητος, καπνίζει ασταμάτητα φτηνά τσιγάρα, κρατάει ένα περιοδικό με τις ιπποδρομίες σφιχτά στο χέρι του και χρησιμοποιεί την «αργκό του Φαλήρου», όλες αυτές τις εκφράσεις που γεννήθηκαν στον παλιό ιππόδρομο. Εκφράσεις όπως το «είναι παλτό», που δηλώνει τη μετριότητα του αλόγου, το «δεν τρώω σότο», που σηματοδοτεί την ικανότητα να μην πιστεύεις λάθος πληροφορίες, ή το «άλογο με μπαταρίες», που περιγράφει το γρήγορο άλογο, όπως τότε, παλιά, που «έβαζαν μπαταρίες για να ηλεκτρίζουν τα άλογα και να τερματίζουν πρώτα».

Οι απόψεις στον ιππόδρομο είναι σαν τα άλογα. Ο καθένας έχει τη δική του εκδοχή για την παρακμή. Ο Μάριος Κουτσομύτης, ιδιοκτήτης αλόγων, με ποσοστό συμμετοχής σε 32 άλογα, λέει: «Η καθίζηση ήρθε με τη μετακόμιση από το Φάληρο στο Μαρκόπουλο, το 2003. Από το 2007 μέχρι σήμερα ο τζίρος έχει πέσει κατά 70%. Ενα σημαντικό κομμάτι της χαμένης πίτας έρχεται από την ενοχοποίηση του ιπποδρόμου. Στην κοινωνία είναι αποδεκτό να παίζει κάποιος τζόκερ, ποδοσφαιρικό στοίχημα ή οτιδήποτε άλλο. Το άλογο, που είναι πιο καθαρό, για κάποιον λόγο θεωρείται παρακμή». Ο Χρήστος Θεοδωράκης, προπονητής και ιδιοκτήτης αλόγων, αναφέρει: «Ο ιππόδρομος ακολουθεί την πτωτική πορεία της Ελλάδας. Αλλά το κράτος, αφού πήρε ό,τι είχε να πάρει από τον ιππόδρομο, μας πέταξε εδώ και δεν ασχολείται μαζί μας». Ο Γιώργος Ιωάννου, ιπποδρομιακός συντάκτης, θυμάται την εποχή που «ο ΟΔΙΕ είχε αποθεματικό 2,5 δισ. δραχμές, αλλά όλα αυτά μοιράστηκαν στις κομματικές εξυπηρετήσεις. Ορισμένοι υπάλληλοι του ΟΔΙΕ δίνουν αυξήσεις στους εαυτούς τους και έχουν εποχιακούς υπαλλήλους για να κάνουν τη δουλειά».

Και οι τζόκεϊ, όπως ο Θοδωρής, ένας 38χρονος μικροκαμωμένος άνδρας, εξηγεί το όχι και τόσο ευχάριστο συναίσθημα του «να τρέχεις κάθε μέρα σε έναν κακό στίβο και να είσαι ανασφάλιστος», απαριθμώντας περιπτώσεις συναθλητών του που έχουν μείνει παράλυτοι από πτώσεις ατίθασων αλόγων. Οι τζόκεϊ είναι ασφαλισμένοι εικονικά, ουσιαστικά μόνο για περίπτωση θανάτου, αλλά μη έχοντας άλλη επιλογή τρέχουν στις ιπποδρομίες, σε ένα διαφορετικό μεροκάματο του τρόμου.

Ο κόσμος του ιπποδρόμου είναι περίεργος, πολύχρωμος, σχεδόν απολαυστικός. Υπάρχουν οι ιδιοκτήτες των αλόγων, οι σταβλάρχες, που συνήθως κάθονται στον χώρο των επισήμων, ένα γεμάτο καπνό εστιατόριο με κόκκινα τραπεζομάντιλα, που θυμίζει αίθουσα πλοίου. Υπάρχουν οι προπονητές των αλόγων και οι μικροκαμωμένοι αναβάτες, μια περίεργη κατηγορία αθλητών που αν ζυγίζουν πάνω από 55 κιλά και έχουν ύψος πάνω από 1,60 μ. αντιμετωπίζουν πρόβλημα. Υπάρχουν οι φίλιπποι, οι φανατικοί, δογματικοί παίκτες, «κάπως σαν ψηφοφόροι του ΚΚΕ», όπως λέει ένας ιδιοκτήτης, που ζουν για να στηρίζουν αυτό που βρίζουν.

Και υπάρχουν και τα άλογα, οι δήθεν πρωταγωνιστές, αλλά ουσιαστικά κομπάρσοι σε αυτό το θέατρο του παραλόγου. Τα περισσότερα είναι μεταξύ 4 και 8 ετών. Οι τιμές τους αρχίζουν από 1.000 ευρώ και μπορούν να φτάσουν – αν έχουν το κατάλληλο DNA – μέχρι τα 80.000 ευρώ. Προπονούνται καθημερινά και επίπονα σαν υπεραθλητές, δένονται με τους αναβάτες τους και αναπτύσσουν χαρακτήρα ανάλογα με τα γονίδιά τους. Κάποια είναι τεμπέλικα, κάποια άλλα φιλότιμα, ορισμένα πεισματάρικα, όπως ο «ΠΑΟΚ», το άλογο-θρύλος, που τις παλιές εποχές είχε σχεδόν καταστρέψει τον ανταγωνισμό, και ορισμένα ανόρεχτα για αγώνες. Κατά μέσον όρο, τα άλογα ζουν 25 χρόνια. Μετά το κρέμασμα της σέλας τους, ορισμένα μετακομίζουν σε ιππικούς ομίλους. Κάποια άλλα πηγαίνουν σε φάρμες αγροτουρισμού. Και κάποια σκοτώνονται προτού καν γεράσουν. Μετά την ηλικία απόσυρσής τους, πηγαίνουν στην Ιταλία για να μετατραπούν σε φαγώσιμο, ακριβό και περιζήτητο υλικό. Αλλά κανείς δεν μιλάει για αυτό στον ιππόδρομο. Οσο κυνικά και αν είναι τα πράγματα, λίγο συναίσθημα υπάρχει. Ενα άλογο που έγινε φαγητό δεν είναι θέμα το οποίο θα θελήσει κάποιος να συζητήσει. Αυτό είναι το πιο σίγουρο στοίχημα που κυκλοφορεί στην πιάτσα.

Δημοσιεύθηκε στο BHMagazino, τεύχος 528, σελ. 38-42, 28/11/2010.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ

Ακολούθησε το Βήμα στο Google news και μάθε όλες τις τελευταίες ειδήσεις.