Μια άκρως ενδιαφέρουσα και αμιγώς ποδοσφαιρική συνέντευξη παραχώρησε στην ισπανική εφημερίδα «El Imparcial» ο τεχνικός της ΑΕΚ κ. Μανόλο Χιμένεθ. Δίχως την παραμικρή αναφορά στα συν και πλην της ομάδας του αλλά σε μια εκ βαθέων ανάλυση της προπονητικής φιλοσοφίας του, ο 46χρονος ισπανός τεχνικός μας δίνει να καταλάβουμε πολλά για το πώς σκέφτεται και ενεργεί ως ο στρατηγός μιας ομάδας. Τονίζει την αναγκαιότητα για την ύπαρξη τεχνικού διευθυντή, θεωρεί την ψυχολογία το σημαντικότερο κομμάτι του ποδοσφαίρου και αποθεώνει τον πορτογάλο ομόλογό του κ. Ζοζέ Μουρίνιο.
– Είναι περίπλοκη η ζωή του προπονητή;
«Μου φαίνεται δύσκολη γιατί όλος ο κόσμος ξέρει από ποδόσφαιρο και όλος ο κόσμος έχει άποψη, αλλά αυτό είναι και το μεγαλείο του αθλήματος. Αν δεν είχε τέτοιο αντίκτυπο δεν θα μπορούσαν να υπάρχουν και τα συμβόλαια που κυκλοφορούν. Το ποδόσφαιρο είναι ένα άθλημα που κινεί μάζες, ένα δύσκολο άθλημα. Κάθε μέρα έχει μεγαλύτερες απαιτήσεις. Γι’ αυτό η ζωή του προπονητή, ως κύριου υπευθύνου των ομάδων, είναι ολοένα και πιο δύσκολη αλλά ταυτόχρονα και πιο ενδιαφέρουσα και συναισθηματική».
– Για εσάς προσωπικά έχει μεγαλύτερη αξία, η ψυχολογία ή οι γνώσεις στην τακτική;
«Ενας προπονητής πρέπει να ελέγχει όλους τους τομείς που επηρεάζουν το σύγχρονο ποδόσφαιρο. Πρέπει να έχει γνώσεις για τεχνική, τακτική, μεθοδολογία, προγραμματισμό και ψυχολογία. Ολα στο ποδόσφαιρο είναι σημαντικά γιατί υπάρχει μεγάλη ισορροπία και μεγάλη προετοιμασία σε όλους τους συλλόγους. Η ψυχολογία, βεβαίως, είναι πολύ σημαντική».
– Πόσο επηρεάζει τη δουλειά σας ως προπονητή το γεγονός ότι υπήρξατε επαγγελματίας ποδοσφαιριστής;
«Σημαντικά. Εχω την εμπειρία ώστε να συμβιώνω και να διαχειρίζομαι τα αποδυτήρια. Αλλά εγώ είμαι από αυτούς που πιστεύουν ότι δεν είναι απαραίτητο να ήσουν ποδοσφαιριστής για να γίνεις προπονητής. Οποιοσδήποτε άνθρωπος με τις μεθόδους, τις γνώσεις και την κατάλληλη προετοιμασία μπορεί να γίνει προπονητής».
– Ποιες είναι οι βασικές αρχές για να για να χτίσεις μια ποδοσφαιρική ομάδα;
«Ολα αρχικά εξαρτώνται από τα χρήματα που έχεις στη διάθεσή του.
Από εκεί και πέρα πρέπει να διαμορφώσεις ένα στυλ, έναν τρόπο προπόνησης, έναν τρόπο παιχνιδιού και κατεύθυνσης. Οφείλεις να προσαρμόσεις την ομάδα στις απαιτήσεις σου. Αν δεις ότι δεν μπορείς να προσαρμόσεις τη ομάδα σε εσένα, πρέπει να έχεις τη δυνατότητα να είσαι ευέλικτος για να προσαρμοστείς εσύ στην ομάδα και να βγάλεις την καλύτερη δυνατή παραγωγικότητα».
– Ποιο επίπεδο συμμετοχής πρέπει να έχει διοίκηση στην διαχείριση της ομάδας;
«Είμαι υπέρ μιας καλής τεχνικής κατεύθυνσης. Ενός καλού αθλητικού διευθυντή και μιας τεχνικής γραμματείας που θα σχεδιάζει και θα διαμορφώνει το ρόστερ. Ψάχνοντας για τους αληθινούς στόχους της ομάδας. Ο προπονητής πρέπει να δίνει την άποψη του στις μεταγραφές και να λέει τι είδους ποδοσφαιριστές θέλει. Υπάρχουν πολλές ομάδες που γίνονται δέσμιες της απόφασης ενός προπονητή. Επειτα από λίγο καιρό αυτός φεύγει και η ομάδα μένει παγιδευμένη με παίκτες που έχουν μεγάλα σε διάρκεια συμβόλαια αλλά δεν τα αξίζουν».
– Πόση ελευθερία πρέπει να έχει ένας παίκτες μέσα στο γήπεδο;
«Ο παίκτης θα πρέπει να έχει όλη την δυνατή ελευθερία ώστε να συνεισφέρει προς όφελος της ομάδας. Οφείλει όμως και να μπορεί να διαχειριστεί τη φιλοσοφία, τη στρατηγική και τις τακτικές μιας ομάδας. Ασφαλώς η ικανότητα αυτοσχεδιασμού και λήψεις αποφάσεων καθιστά κάποιους πιο σημαντικούς από κάποιος άλλους. Υπάρχουν ποδοσφαιριστές που επιλύουν το εκάστοτε πρόβλημα γιατί αποφασίζουν άμεσα και άλλοι που πρέπει να τους αναλύεις συνεχώς τη φάση. Εκεί φαίνονται η κλάση και οι ικανότητες κάθε ποδοσφαιριστή. Μέσα στην τακτική του συνόλου είναι σημαντικός ο αυτοσχεδιασμός, όπως είναι πολύ σημαντικές και οι προσωπικές ικανότητες κάθε ποδοσφαιριστή».
– Ποιο είναι το επίπεδο αφοσίωσης που πρέπει να έχει ένας προπονητής στη δουλειά του;
«Πιστεύω ότι είναι ένα επάγγελμα που πληρώνεται καλά στις περισσότερες των περιπτώσεων. Αλλά είναι και ένα δύσκολο επάγγελμα γιατί όλος ο κόσμος έχει το ελεύθερο να εκφράζει την άποψή του και να θέτει σε αμφιβολία τις ικανότητες του προπονητή. Παρ’ όλα αυτά κανείς δεν τολμά να πει σε έναν μηχανικό ή έναν υδραυλικό τι να κάνει. Γι’ αυτό οι ώρες που πρέπει να αφιερώνει ένα προπονητής είναι, στην περίπτωσή μου τουλάχιστον, 24 ώρες την ημέρα. Πρέπει να ετοιμάζεις πολλά πράγματα καθημερινά».
– Γιατί αποφασίσατε να δοκιμάσετε την τύχη σας μακριά από την ισπανική Λίγκα;
«Ημουν τρεις μήνες χωρίς να προπονώ. Αυτός για εμένα, έπειτα από περισσότερα από 30 χρόνια ως ποδοσφαιριστής και ως προπονητής, ήταν πολύς καιρός. Δεν μου ήταν ελκυστική η ιδέα να ακούς τηλεφωνήματα του τύπου «αν αυτός ο προπονητής χάσει σε αυτό το ματς εσύ μπορείς να πάρεις τη θέση του». Δεν ήθελα να είμαι κι άλλο καιρό άνεργος. Δεν ξέρω πόσο θα είμαι στην Ελλάδα. Εχω συμβόλαιο για αυτό τον χρόνο και για ακόμη έναν. Αυτή η σεζόν είναι λόγο μεταβατική. Την επόμενη περιμένουν από εμένα να οργανώσω την ομάδα από την προετοιμασία. Μετά από αυτή τη σεζόν θα δούμε τι θα γίνει».
– Υπάρχουν μεγάλες διαφορές ανάμεσα στο ισπανικό και στο ελληνικό ποδόσφαιρο;
«Φυσικά. Για εμένα το γεγονός ότι ήρθα στην Ελλάδα ήταν μια πρόκληση. Είναι μια χώρα που έχει μεγάλο πάθος για το ποδόσφαιρο και θέλει να φτιάξει ένα από τα κορυφαία πρωταθλήματα στην Ευρώπη. Εχουν πολλή δουλειά μπροστά τους αλλά η αλήθεια είναι πως έχουν μεγάλο ενθουσιασμό και εγώ εκτιμώ πολύ την προσπάθεια που έκανε η ΑΕΚ για να με φέρει».
– Πώς ήταν η εμπειρία σας στη Σεβίλλη;
«Πήρα την ομάδα στην 13η θέση γιατί ο Χουάντε Ράμος πήγε στην Αγγλία ενώ η σεζόν είχε ξεκινήσει. Επίσης είχαμε τον θάνατο του Αντόνιο Πουέρτα με την ομάδα να είναι σε άσχημη ψυχολογική κατάσταση. Ομως οι συνεργάτες μου και εγώ φέραμε την ομάδα στην 5η θέση. Την επόμενη σεζόν ανεβάσαμε στην πρώτη ομάδα επτά παίκτες από της Ακαδημίες λόγω των τραυματισμών. Ημασταν τρίτοι με 71 βαθμούς και στα ημιτελικά του Κυπέλλου. Την τελευταία χρονιά ήμασταν συνέχεια στις θέσεις για το Τσάμπιονς Λιγκ, εκτός από δύο αγωνιστικές. Απολύθηκα έχοντας αποτύχει σε πολύ λίγα και τελικά η ομάδα τερμάτισε στη θέση που την είχα αφήσει ενώ έφτασε και στον τελικό του Κυπέλλου. Τα νούμερα μιλούν από μόνα τους».
– Ποια είναι η καλύτερη ανάμνησή σας από την περίοδο που βρεθήκατε στην πόλη της Σεβίλλης;
«Τα πάντα. Ημουν σε μια ομάδα που με έκανε ποδοσφαιριστή, άντρα και προπονητή. Δεν θα ξεχάσω ποτέ τα δέκα χρόνια που πέρασα στα τμήματα υποδομής. Πήρα την ομάδα στην τέταρτη κατηγορία και την έφτασα στη δεύτερη, δεν θα το ξεχάσω ποτέ. Για εμένα όλες οι αναμνήσεις από την Σεβίλλη είναι θετικές, φιλικές και με μεγάλη αγάπη».
– Τι προσφέρουν προπονητές σαν τον Μουρίνιο;
«Φέρνουν επιτυχία στην ομάδα που τους προσλαμβάνει, κάτι που σε καμία περίπτωση δεν μπορούμε να απαξιώσουμε. Οι σεζόν του Μουρίνιο έχουν μεγάλες επιτυχίες. Οποιος αμφισβητεί ότι ο Μουρίνιο είναι ένας νικητής, με όλο τον σεβασμό, ασκεί δημαγωγία. Τώρα αν σου αρέσει το στυλ του ή όχι υπάρχουν όλες οι απόψεις. Εγώ πιστεύω ότι είναι ένας τεράστιος προπονητής».
– Προτιμάτε να παίζετε καλά ή να κερδίζετε αγώνες;
«Να κερδίζω παίζοντας καλά. Αυτός είναι ο στόχος για όλους τους συλλόγους. Νομίζω ότι κανείς δεν θα ήταν χαρούμενος αν η ομάδα του έπαιζε όμορφα και δεν κέρδιζε τίτλους. Μιλώντας για το υψηλότερο επίπεδο τα αποτελέσματα υπερισχύουν. Πάνω απ΄όλα όμως καταλαβαίνω πως όποιος κερδίζει συνέχεια, αυτό συμβαίνει γιατί παίζει καλά. Βέβαια είναι άλλο πράγμα να μπορείς να κάνει ένα τέλειο παιχνίδι όπως μπορεί η Μπαρτσελόνα. Δεν μπορεί όμως κάθε ομάδα να έχει την πολυτέλεια να διαθέτει τον Πικέ, τον Τσάβι, τον Μέσι και τον Ινιέστα».
ΔΗΜΟΠΟΥΛΟΣ ΘΑΝΑΣΗΣ/ ΠΡΙΣΜΑ ,ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ